Βγαίνεις
στο δρόμο, παντού συναντάς πόνο, δυστυχία, φάτσες περίεργες, θλιμμένες,
μπερδεμένες μα και τόσο πεινασμένες. Αυτή τη φορά ο εφιάλτης σου
παίρνει σάρκα και οστά, γίνεσαι ένα με τις μαύρες σκέψεις που έχουν κατάβάλλει το μυαλό σου και ασυνείδητα επιταχύνεις το βήμα σου.
Προσπαθείς
να ξεφύγεις από αυτό που σε καταδιώκει, μια τρομερή μανία σε έχει
κυριεύσει. Θολωμένος, παρά το παγωμένο νερό στο πρόσωπο, νιώθεις ότι η
τρομοκρατία έβγαλε χέρια και πόδια και σε πήρε στο κατόπι. Γνωστό
συναίσθημα και πάλι, με αυτό μεγάλωσες και το ξέρεις καλά, πολύ καλά.
Φοβάσαι,
ναι, φοβάσαι και δε ντρέπεσαι για τα αισθήματα σου αυτά, τα σκοτεινά
και δύστυχα. Έτσι σε έμαθαν, αυτό σου δίδαξαν στα σχολεία, στο σπίτι, τα
παπαγαλάκια της τηλεόρασης. Αυτό είναι το σωστό για σένα, να φοβάσαι
και να δέχεσαι αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα όλα αυτά που αποφασίζουν
αυτοί για σένα.
Ήδη ο βηματισμός σου έχει μεταβληθεί σε τρέξιμο φυγής, η καυτή ανάσα της ενοχής σου καίει τους ώμους. Σαν αλεπού που σε ξετρύπωσαν
από το λαγούμι σου τα κυνηγόσκυλα τους και ήρθε η σειρά σου να
διασκεδάσεις τους ευγενείς με αντίτιμο το ίδιο σου το τομάρι. Η πορεία
είναι καταγεγραμμένη, το τέλος γνωστό, ήδη άρχισες να ψυλλιάζεσαι τι σε
περιμένει, αφού πέσεις στα χέρια τους.
Αντιλαμβάνεσαι
ότι αδίκως ζούσες μια ζωή, έστω και αυτή τη σύντομη μικρή, κρυμμένος σε
μια ερημική κρυψώνα. Μετέτρεψες τον καναπέ σου σε καταφύγιο, σε απάνεμο
κουρνιαχτό, μπας και καταφέρεις να ξεγελάσεις τους εξ ορισμού διώκτες
σου, αφού αυτοί σε ανέθρεψαν για να έρθει η σειρά σου κάποια στιγμή να
τους υπηρετήσεις, να διασκεδάσεις τις αδυσώπητες και αδηφάγες ορέξεις
τους.
Έπρεπε
να προσπαθήσεις, να κάνεις ότι μπορείς, να περάσεις τη ζωή σου
ελεύθερος, χωρίς τα αόρατα δεσμά του φυγά, του καταδικασμένου σε
παντοτινή δειλία και πάσης φύσεως φοβία. Να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου,
τις αντοχές σου, να γνωρίσεις πραγματικά τους γύρω σου, κάπου, κάποτε
θα έβρισκες κάποιον που θα ένιωθε όπως και συ.
Όλες
οι ερωτήσεις μαζεμένες, μπερδεμένες, ταλανίζουν την ήδη θολωμένη σκέψη
σου. Κάποιος σου είχε πει ότι η ιστορία έχει όλες τις απαντήσεις, μα εσύ
δεν τη διδάχθηκες ποτέ, δε σου επέτρεψαν να μάθεις, να γνωρίζεις. Σε
ήθελαν αμόρφωτο, απολίτιστο και πάνω από όλα φοβικό, γιατί όποιος δε
γνωρίζει, φοβάται. Τρέμει απέναντι στο διαφορετικό, στο αλλιώτικο και
μοναδική του άμυνα είναι η φυγή και το μίσος.
Τώρα
εξηγείται γιατί φοβάσαι τους διαφορετικούς από σένα. Λόγος που μισείς
και φθονείς το διαφορετικό χρώμα, φυλή, σεξουαλικό προσανατολισμό,
καταγωγή. Ακόμα και τα βράδια, όταν όλοι κοιμούνται, εσύ ήσουν
καταδικασμένος να κινείσαι στα σκοτάδια και να ξεχειλίζεις από παρόμοιες
μειλίχιες και άσχημες σκέψεις για
όλους αυτούς.
Για αυτό και χαιρόσουν όταν έβλεπες ένα συμμορίτη, ναζί – φασίστα, να χτυπά μια γυναίκα μέσης ηλικίας, που έχει την ίδια ηλικία
με τη φουκαριάρα τη μάνα σου. Έσκαγες ένα μικρό χαμόγελο κάθε φορά που
έβλεπες στις ειδήσεις ένα νέο μαχαίρωμα Πακιστανού, ένα ακόμα πιο ωμό
πογκρόμ βίας κατά μεταναστών, αγαλλίαζε την καρδιά σου. Πίστευες ακόμα
ότι και αυτοί όλοι οι ναζί, οπαδοί και πιστοί των ναζί και του «Αδόλφου», ήταν πράγματι πατριώτες και αγαπούσαν τόσο πολύ την Ελλάδα σου, που θα κατάφερναν να σταματήσουν το ξεπούλημα των ονείρων σου, με το ξύλο και τα μαχαιρώματα μεταναστών, αλλοδαπών.
Τίποτα
δεν είναι όπως τα παραμύθια, άργησες αλλά ήρθε η ώρα να το καταλάβεις,
καθώς ήρθε η δική σου η σειρά, το δικό σου τέλος. Σταμάτησες να
πιστεύεις στα δικά τους παραμύθια, αυτά που σου μάθαιναν από μικρό,
νιώθεις ένα περίεργο συναίσθημα που τρομοκρατεί περισσότερο την ήδη
φοβισμένη ψυχή σου.
Ένα
συναίσθημα που το ξέρεις, το είχες σαν παιδί, σου άρεσε να κάνεις
όνειρα και να πλάθεις φανταστικές ιστορίες με το νου σου, όσο διάβαζες
τα βιβλία που σου έπαιρνε ο αγαπημένος ο παππούς σου. Ναι ο παππούς σου ο
πρόσφυγα, που σου έλεγε τόσες και τόσες ιστορίες, για το πώς ήρθε στην
Ελλάδα, πως του φέρθηκαν οι Έλληνες και πως έδιωχναν και αυτόν και όλους
τους πρόσφυγες από παντού.
Ώσπου
βρήκε καταφύγιο στο χωριό σου, έχτισε το πατρικό σπίτι σου, το
παντοτινό απάγκιο σου, έστησε μαζί με όλους τους άλλους διωγμένους
πρόσφυγες Έλληνες μια κοινωνία, μέσα στη μέση του απόλυτου πουθενά,
γέννησε μια ελπίδα μέσα από τη μιζέρια της τρομοκρατημένης τότε
Ελληνικής κοινωνίας. Είσαι και συ παιδί της προσφυγιάς, κάποτε ήσουν και
συ κάτι το διαφορετικό, ένα Πακιστανός, Αλβανός, Αφρικανός, Αφγανός,
Αιγύπτιος, Ινδός, ομοφυλόφιλος, στόχος κάποιων άλλων φοβισμένων, ακριβώς
σαν και σένα.
Πλέον
δε φοβάσαι, δε τρέμεις από δυστυχία και τρόμο, μα από θέληση και
διάθεση για μάχη. Να τα βάλεις με τους διώκτες σου και να αναμετρηθείς
μαζί τους στα ίσια, να ε-
νώσεις τη φωνή σου με τις φωνές όλων των άλλων επαναστατημένων - συνειδητοποιημένων συνανθρώπων σου, που μέχρι τώρα ήταν ενοχλητικοί ψίθυροι για σένα.
Δε
τρέχεις, απολαμβάνεις τη βόλτα σου, γουστάρεις που βλέπεις χαμογελαστές
φάτσες από άστεγους πολίτες, νεόπτωχους που έπεσαν θύματα των
πειραμάτων του τραπεζικού – οικονομικού κατεστημένου, οικογένειες που
πετάχτηκαν στο δρόμο αλλά χωρίς να χάσουν ίχνος από την αξιοπρέπεια
τους.
Ίσως
για πρώτη φορά νιώθεις ότι ζεις, ότι αναπνέεις καθαρό αέρα και δε
φοβάσαι. Κανέναν και τίποτα, θέλεις να αποκτήσεις αυτά που σου ανήκουν,
σε σένα και σε όλους. Πλέον δεν είσαι μόνος, δε νιώθεις έτσι, μονάχος,
αλλά ζωντανός και αληθινός. Άνθρωπος.
Ανήκεις
και συ στην καταζητούμενη κατηγορία ανθρώπων στη χώρα που κάποτε λένε
πως γεννήθηκε η περιβόητη Δημοκρατία, στους πολίτες που σκέφτονται και
λογίζονται με ελεύθερη βούληση και πάνω από όλα γνώση.
Είσαι και συ ένας επικίνδυνος πολίτης, όπως όλοι εμείς. http://babushkagr.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου