ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Το πραγματικό του όνομα ήταν Mohandas Karamchand Gandhi. Γεννήθηκε το 1869 στη Δυτική Ινδία (Πορμπαντάρ) και πέθανε το 1948 στο Νέο Δελχί. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε ύστερα στη Νότια Αφρική, όπου αγωνίστηκε για να επιβάλλει το σεβασμό των δικαιωμάτων των Ινδών εργατών που είχαν μεταναστεύσει εκεί.
Όταν ξαναγύρισε στην πατρίδα του το 1914, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα μέσα στο κόμμα του Εθνικού Ινδικού Κογκρέσου υποστηρίζοντας ότι η Ινδία ήταν ώριμη για να αυτοκυβερνηθεί. Οργάνωσε ομάδες οπαδών για να αγωνιστούν εναντίον της.... πολιτικής και κοινωνική αδικίας. Στο μεταξύ προσπαθούσε να συμφιλιώσει τους Ινδούς με τους Μουσουλμάνους, αλλά το 1922 τον συνέλαβαν οι Άγγλοι. Δύο χρόνια μετά βγήκε από τη φυλακή. Αφού αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική ζωή, περιηγήθηκε σε ολόκληρη την Ινδία για να πείσει όλους για την κατάργηση των καστών.
Το 1930 τον βλέπουμε επικεφαλής της περίφημης «πορείας του αλατιού», ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον του φόρου που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι στην Ινδία, πορεία που την επανέλαβαν χιλιάδες Ινδοί, ως το σημείο να γίνει ένα πανίσχυρο κίνημα που συγκλόνισε ως τα βάθη της την ατάραχη ινδική αδιαφορία και οδήγησε για πρώτη φορά μια απολιτική και αδιάφορη μάζα στους πολιτικούς αγώνες. Έτσι ο Γκάντι συνελήφθη κι άλλες φορές από τους Άγγλους, έκανε απεργίες πείνας ως ένδειξη διαμαρτυρίας και όταν πια το πρόβλημα της ανεξαρτησίας της Ινδίας άρχισε να βρίσκει λύση, προσπάθησε να συμφιλιώσει Ινδούς και Μουσουλμάνους. Ένας όμως Ινδός νεαρός εθνικιστής, στις 30 Ιανουαρίου του 1948, τον σκότωσε, προκαλώντας τη συγκίνηση και την αγανάκτηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Υπήρξε μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα της Ινδίας, που εκδήλωνε τις βαθιές φιλοσοφικές του πεποιθήσεις στην πολιτική του δράση. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στους υψηλότερους σκοπούς: στην ανεξαρτησία της Ινδίας, στην ισότητα δικαιωμάτων των παριών, στην ειρήνη μεταξύ των ινδουιστών και των μουσουλμάνων.
Στην Ινδία, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τόπο, κάθε μορφή της ανθρώπινης δράσης, ιδιαίτερα σε εξαίρετες ψυχές σαν του Γκάντι, γίνεται με φόντο το άπειρο. Δρώντας ο άνθρωπος κατέχεται από την πεποίθηση ότι πρέπει να υπηρετήσει κάποια ανώτερη υπερβατική αξία. Η φιλοσοφία, λοιπόν, είναι θέμα πρακτικό, που εκφράζεται όχι μόνο με γραπτά κείμενα, αλλά με όλη την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο Γκάντι, εκφραστής αυτής της φιλοσοφίας, πίστευε ότι όλα τα όντα, από το Θεό μέχρι το τελευταίο πλάσμα, υπάρχουν σε μια μόνο κλίμακα, της οποίας τις βαθμίδες το καθένα έχει τη δυνατότητα να ανέβει.
Συνηγορεί υπέρ της δράσης, με χαρακτήρα ιερότητας, αφού είναι εμπνευσμένη από βαθύτατη, υπερβατική πνευματικότητα. Οι Ινδοί, που έχουν μια διαφορετική από μας αντίληψη περί αγιοσύνης, τον κατατάσσουν μεταξύ των αγίων τους, και γι αυτό τον αποκαλούσαν Mahatma ( Maha Atma = μεγάλο πνεύμα, μεγάλη ψυχή) κι όταν ακόμη ζούσε, γιατί, όπως είπαμε, στην Ινδία η αγιοσύνη δεν απονέμεται από ιερατικά συμβούλια, αλλά από την αλάθητη λαϊκή διαίσθηση.
Ο Γκάντι, σε όλη τη ζωή του, αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του με μόνο του όπλο το ηθικό του ανάστημα και την πραγματική λατρεία που του είχε ολόκληρη η Ινδία, επειδή ενσάρκωνε το προαιώνιο πνεύμα της.
Ο θεός, για το Γκάντι, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι μια ζωντανή παρουσία, της οποίας η φωνή είναι μέσα στον άνθρωπο. Στην παρουσία αυτή έδινε την ονομασία Sat, ύπαρξη, απόλυτο ον, θεός, αλήθεια. Η θυσία για την αλήθεια αυτή είναι ο μόνος τρόπος διάδοσής της. Κι έτσι φτάνουμε στη 2η βασική ιδέα της φιλοσοφίας του Γκάντι, στην ιδέα της ahimsa της < μη βίας>, της αποχής από τη βία, που έπαιξε τόσο τεράστιο ρόλο στην απελευθέρωση της Ινδίας. Για αυτόν η ahimsa εκτείνεται σε κάθε ενέργεια που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και έχει 2 βασικές πηγές: την αγάπη σε κάθε πλάσμα και την ανάγκη αυτοελέγχου για την πραγμάτωσή μας στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Μη βία δε σημαίνει υποταγή στον κακοποιό. Σημαίνει αντίθεση με όλες τις δυνάμεις της ψυχής στη δύναμη του τυράννου. Η αναζήτηση της αλήθειας, ως σκοπός της ζωής του, και η μη βία, ως μέσο για να φτάσει σε αυτό το σκοπό, ήταν οι δυο του πνεύμονες. Χωρίς αυτές δε θα μπορούσε να ζήσει, όπως ο ίδιος έλεγε. Η αναζήτηση της αλήθειας αποκλείει τη χρήση βίας, γιατί ο άνθρωπος, καθώς δεν έχει τη ικανότητα να γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια, δεν μπορεί να έχει το θάρρος και να τιμωρεί. Χρειάζεται η Δικαιοσύνη που ανοίγει το δρόμο της αγάπης.
Τάχθηκε κατά της κληρονομικής κάστας και υπέρ της κάστας που ορίζεται ως θεία επιταγή καταμερισμού των έργων και συντελεί στην αρμονική συμβίωση, γιατί αποτρεπόταν χάρις αυτήν η κοινωνική διαμάχη. Ο Γκάντι πίστευε ότι κάθε εργασία έχει αξιοπρέπεια, ειδικά η χειρωνακτική, γι αυτό και ο ίδιος, κλώθοντας νήμα, έδινε το παράδειγμα. Το έκανε επίσης και για πρακτικούς οικονομικούς λόγους, δηλαδή για την καταπολέμηση της ανεργίας το χειμώνα και για τον αγώνα κατά της επιβολής των αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και για μια επιστροφή στον ινδικό τρόπο σε όλες τις φάσεις της ζωής.
Στα πλαίσια της ανάγκης μας για αυτοέλεγχο, με σκοπό τη λύτρωση, ο Γκάντι πίστευε στην αποτελεσματικότητα της σεξουαλικής εγκράτειας, την οποία ο ίδιος εφάρμοζε σε συμφωνία με τη γυναίκα του. Η αυτοκυριαρχία εξυψώνει το πνεύμα. Έλεγε «ζούμε όχι για να τρώμε, να ντύνουμε και να καλοπιάνουμε το σώμα μας. Φροντίζουμε το σώμα μας για να ζούμε». Η ζωή αρχίζει αφού ικανοποιηθούν οι σωματικές ανάγκες. Όταν όλες οι προσπάθειες αποσκοπούν στο σώμα, το πνεύμα μαραίνεται. Την έννοια αυτή του ελέγχου των παθών την μετέφερε και στον κοινωνικό τομέα, με την εφαρμογή της ahimsa, της αποχής από τα πολιτικά πάθη. Μετέφερε την ιδέα αυτή από το πεδίο της ατομικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της κοινωνίας και του εθνικοπολιτικού αγώνα.
Πίστευε ότι ο αγώνας είναι καλύτερος, όχι όταν φέρουμε πλήγματα στον εχθρό, αλλά όταν υπομένουμε, πράγμα που προϋποθέτει πίστη στο θεό και πνεύμα αυτοθυσίας. Θεωρούσε ότι τα εκατομμύρια των Ινδών δεν ελέγχονται χωρίς την ψυχική ανωτερότητα των ηγετών τους. Και αυτός το πέτυχε. Και θυσιάστηκε για το ιδεώδες της συναδελφοσύνης Ινδουιστών-Μουσουλμάνων. Η αγάπη του Γκάντι για την αλήθεια ήταν τέτοια, ώστε πολλές φορές έβαζε σε δύσκολη θέση τους πολιτικούς οπαδούς του. Έλεγε πάντα την αλήθεια, γιατί πίστευε βαθιά ότι μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν είναι δυνατόν παρά να υπηρετήσει την Ινδία στον αγώνα της εναντίον των Άγγλων, να υπηρετήσει κάθε δίκαιη υπόθεση.
Ο Γκάντι ήταν πολύ επηρεασμένος από τη Μπακαβάτ Γκίτα και το υπερβατικό κλίμα, μέσα στο οποίο ελάμβανε ο Αρζούνα τις συμβουλές του Κρίσνα. Το στοιχείο αυτό της υπερβατικότητας, μέσα στο οποίο τοποθετούσε τη δράση του, είναι καθαρά αδβαιιτικό. Βγαίνει έξω από τα πλαίσια του αισθηματισμού και της κοινώς εννοούμενης αγάπης. Υπερβαίνει και το σκοπό της δράσης, της απελευθέρωσης της Ινδίας. Πάντοτε η φλογερή αγάπη του Γκάντι για τη χώρα του ξεπερνιόταν, και η δράση του αποκτούσε την «αγία εκείνη αδιαφορία» που συνιστούσε ο Κρίσνα στον Αρζούνα.
Την κοινωνική τάξη που ήθελε να εγκαθιδρύσει, την αποκαλούσε sarvodaya, που σημαίνει το κοινό καλό, το μεγαλύτερο δυνατό καλό για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, ενώ με τον όρο svarajya εννοούσε την πολιτική ανεξαρτησία. Αυτό συνδυασμένο με την svadeshi , τον ινδικό τρόπο ζωής, ήταν το ιδεώδες της Γκαντικής πολιτείας.
Στον τομέα της μεταφυσικής, ο Γκάντι πίστευε ότι τα πάντα είναι διαπερασμένα από την υπέρτατη ουσία, το θεό. Και δίπλα στη Μπακαβάτ Γκίτα θαύμαζε περισσότερο τους πρώτους στίχους του Isa Upanishad «Έφθασα στο συμπέρασμα ότι, εάν όλα τα ουπανισάντς και οι άλλες γραφές ξαφνικά γίνονταν στάχτη και σώζονταν στις μνήμες των Ινδών μόνο ο στίχος. Όλα αυτά και ό,τι κινείται στη γη διαπερνώνται από το Μπράχμα, ο Ινδουισμός θα ζούσε αιώνια». Δεν περιφρονούσε το λογισμό, δεν του απέδιδε όμως την αποκλειστική αξία σαν όργανο της γνώσης που του δίνουμε στη Δύση. Για αυτό και ήταν υπέρ μιας ολοκληρωμένης μόρφωσης του ανθρώπου που περιελάμβανε οτιδήποτε, μια φιλοσοφική και θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων. Επειδή πίστευε στην ενότητα που πραγματώνεται δια του θεού που διαπερνά τα πάντα, η υπηρεσία στους συνανθρώπους ήταν για αυτόν η καλύτερη μορφή λατρείας.
Ο Γκάντι επηρεάστηκε, εκτός από τη Μπακαβάτ Γκίτα, και από τη Ραμαγιάνα (θεία επίκληση), την «επί του όρους ομιλία» και επίσης από τον Τορώ, Τολστόι, Ράσκιν, τους οποίους θαύμαζε πολύ.
Ο Γκάντι ήταν βαθιά δημοκρατικός, γιατί πίστευε στην αξία του ατόμου. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κυβερνά χωρίς τη συγκατάθεση του λαού. Αλλά η δημοκρατία για αυτόν συνδυάζεται με την πειθαρχία. Ένας εκ φύσεως δημοκράτης είναι και εκ φύσεως πειθαρχημένος. Η δημοκρατία έρχεται με φυσικό τρόπο σε εκείνον που είναι συνηθισμένος να υπακούει πρόθυμα σε όλους τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους. Οι αρετές που συνοδεύουν την πολιτική του δράση είναι η απέραντη μετριοπάθεια, η λογική συγκεκριμένων αιτημάτων και η αδαμάντινη αδιαλλαξία των ηθικών αρχών του αγώνα του. Αυτός ήταν ο Γκάντι. Ένας πραγματικός επαναστάτης με διαφορετική θεώρηση για το σύμπαν και τη ζωή. Ένας ρήτορας που έμοιαζε περισσότερο με Δάσκαλο.
Ήταν η ζωντανή συνείδηση της Ινδίας. Όλη του η δράση είχε τη σφραγίδα της ιερότητας και όταν η σφαίρα του Godse ( ενός συντηρητικού Ινδού νέου που θεωρούσε ότι ο Γκάντι ήταν πολύ υποχωρητικός έναντι των μουσουλμάνων) τον έπληξε θανάσιμα, πρόλαβε να φωνάξει «Ram,Ram», το όνομα υπό το οποίο ένοιωθε το θεό. Η μορφή του Γκάντι ήταν μια από τις μεγαλύτερες της Ιστορίας. Η διδασκαλία του και οι αρχές του ξεπερνούν τα ινδικά όρια, και το πανανθρώπινο περιεχόμενό τους απέχει πολύ από του να έχει εξαντληθεί.