Πολλά χρόνια πριν, Πάσχα, βρέθηκα στα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Ένα κόσμο που δεν ήξερα πως υπάρχει. Ο πατέρας μου ήταν σαν να βρέθηκε στο χωριό του της παλιάς εποχής. Ένιωσα μια στεναχώρια γιατί εκείνος μπορούσε να συνεννοηθεί άνετα μαζί τους μια και μίλαγε τη γλώσσα του, τα Τσακώνικα και ιταλικά. Εγώ αισθάνθηκα πως κάτι είχα χάσει. Κάτι σταμάτησε στη δική μου γενιά. Κάτι που κράταγε αιώνες.
Περπατώντας πια στα έρημο χωριό πάνω στο Πάρνωνα, εύχομαι πολλές φορές ο χρόνος να γύριζε πίσω για να έχω την ευκαιρία να ζήσω μια παράδοση που έμαθα μόνο από παραμύθια και μύθους. Να έβλεπα τη προγιαγιά μου που ήταν η μαμή του χωριού να φτιάχνει τα βότανά της και να της κλέψω εκείνο το παλιό βιβλίο πριν προλάβουν οι Γερμανοί να το κάνουν...