Του Θέμη Τζήμα
Στην ταινία “V for Vendetta” η Μ.Βρετανία πέφτει στα χέρια ενός φασίστα
καγκελαρίου εξαιτίας μιας καλοστημένης προβοκάτσιας: μιας επίθεσης
υποτίθεται με βιολογικά όπλα εναντίον παιδιών. Χάρη σε αυτό το γεγονός ο
φόβος εξαπλώνεται παντού και ένα φασιστικό κόμμα, τάζοντας ασφάλεια και
στοχοποιώντας διάφορες ομάδες του πληθυσμού επιβάλλει το αυταρχικό
κράτος του τρόμου.
Η πραγματικότητα είναι πιο εντυπωσιακή: η ελληνική- και όχι μόνο-
κοινωνία αποδεικνύει ότι δε χρειάζεται κάποια ιδιαιτέρως καλοστημένη
προβοκάτσια για να αρχίσουν να μισούν ή να ανέχονται το μίσος και να
ηγεμονεύονται από αυτό συγκεκριμένες, διευρυνόμενες ομάδες πληθυσμού.
Χρειάζονται απλά αρκετές μικρές και μεσαίες πληγές στο κοινωνικό σώμα
που αφήνει το πολιτικό- οικονομικό κατεστημένο να κακοφορμίσουν,
ορισμένες εξτρεμιστικές ομάδες και ένα ευρύ κενό παιδείας.
Θέλω κυρίως να σταθώ σε αυτό το τελευταίο. Διαβάζω τα σχόλια στο
διαδίκτυο κάτω από διάφορα άρθρα. Σχόλια που αναρτά κυρίως αλλά όχι
μόνο, νεότερος κόσμος και πιο φιλικός προς τις νέες τεχνολογίες.
Αναρτήσεις σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και φυσικά αυτό το νέο
δημοφιλές είδος ιστοσελίδων που έχουν λίγο απ' όλα, στο πλαίσιο ενός
γενικευμένου, εύπεπτου αχταρμά.
Είναι αξιοσημείωτο πόσο μίσος βρίσκει κανείς στους παραπάνω χώρους.
Μίσος που καταδεικνύει σύγχυση, αποπροσανατολισμό, κρυμμένο φόβο και
αδυναμία. Μίσος για τους μετανάστες και δη για τους Πακιστανούς στις
μέρες μας, μίσος για την αριστερά, μίσος για όσους ψηφίσανε ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ,
μίσος για τους πολιτικούς ή την πολιτική εν γένει, μίσος για κάθε
αρθρογράφο που γράφει κάτι που δε μας αρέσει ή που νομίζουμε ότι γράφει
κάτι που δε μας αρέσει.
Δεν πρόκειται πάντα ή κυρίως για βαθύ μίσος με στέρεη επεξεργασία. Είναι
συχνά μια επιφανειακή αρχικά, τυφλή αντίδραση που προκύπτει κυρίως από
το τεράστιο κενό παιδείας της κοινωνίας μας. Μέχρι και τα μέσα του '80
υπήρχε μια δομημένη αριστερή πρωτοπορία στην κοινωνία μας που θεωρούσε
υποχρέωσή της να διαβάζει και να αποκτά ακόμα και από μόνη της επαρκή
εφόδια ώστε να μπορεί να ερμηνεύσει τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις.
Στην πορεία το -θετικότατο- άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε
συνδυασμό με την πολιτικοποίηση εντός του ακαδημαϊκού χώρου θεωρήθηκε
πως θα παρήγαγε πολίτες με περιεκτική παιδεία, ικανούς να
πρωταγωνιστήσουν στην παραγωγική και πολιτισμική πρόοδο της χώρας.
Κάπου όμως μετά τα μέσα της δεκαετίας του '80, η “υπόθεση” άρχισε να
στραβώνει μαζί με το ξεθύμασμα της πρώιμης μεταπολιτευτικής διαδικασίας.
Εκεί δε, που ξεκίνησε η ισοπέδωση του γενικού επιπέδου πολιτικής και
κοινωνικής παιδείας ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '90 με τη
δημιουργία του καρτέλ των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και την
παλινόρθωση της χουντικής αισθητικής. Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί
θεωρούμε, η αισθητική και δη ενός πανίσχυρου μέσου όπως της τηλεόρασης
δεν αφορά απλά τη λίγο πιο εύκολη διασκέδαση, ούτε είναι ζήτημα μιας
ελίτ.
Κάθε μέρα παρήλαυναν επί ώρες όλα τα λούμπεν στοιχεία από τις οθόνες
μας, η διασκέδασή μας έγινε σε πολλές περιπτώσεις ο πόνος ανθρώπων με
προφανή διανοητικά ή συμπεριφορικά προβλήματα και μια επαρχιωτική
απομίμηση του lifestyle άλλων χωρών έγινε “mainstream” και “trendy”, από
εξειδικευμένα μάλιστα προς τούτο έντυπα.
Μια γενιά τηλεϋπουργών και τηλεβουλευτών ήρθε στα πράγματα διαλύοντας
κάθε δημοκρατική, πολιτική και κομματική διαδικασία, υπό τις επευφημίες
παπαγάλων- σχολιαστών και παρουσιαστών που εξόρισαν την πολιτική
συζήτηση και τους διαχρονικούς όρους ανάλυσης ως “ξύλινο λόγο”, προς
όφελος της κενολογίας και της “πολιτικής ορθότητας”.
Το εκπαιδευτικό σύστημα έμεινε τραγικά πίσω από τις εξελίξεις. Σε καμία
του βαθμίδα δε δόθηκε η ελαχίστη σημασία στη σύγχρονη πολιτική και
κοινωνική παιδεία: στην επαφή με την ουσία των εννοιών, στη δυνατότητα
διαρκούς αυτομόρφωσης, στις αναλυτικές ικανότητες των νέων πολιτών, στην
ίδια την έννοια του πολίτη. Τα πανεπιστήμια άρχισαν να βγάζουν σωρηδόν
αδαείς τύπους από πολιτικής και κοινωνικής άποψης, που το μόνο που
ξέρανε ήταν ότι έπρεπε να βγάλουν λεφτά, να κάνουν καριέρα, να ζήσουν
βάσει του νέου lifestyle και να μένουν μακρυά από τα κόμματα και από την
πολιτική, κρίνοντάς την με κοινοτοπίες του τύπου “είμαι
πολιτικοποιημένος αλλά όχι κομματικοποιημένος”.
Η υστέρηση της ακαδημαϊκής κοινότητας μάλιστα ήταν τέτοια ώστε ένα τμήμα
της αποδέχθηκε ως μεταρρύθμιση το νόμο των Διαμαντοπούλου-
Σπηλιωτόπουλου για τα ΑΕΙ, που γύριζε τα ελληνικά πανεπιστήμια 30 χρόνια
πίσω!
Η εξάπλωση του διαδικτύου γέννησε αρχικά ορισμένες ελπίδες. Όντως ένα
τμήμα του προσέφερε και προσφέρει εναλλακτική, γρήγορη και εύστοχη
ενημέρωση και ανάλυση. Η συντριπτική του πλειοψηφία ωστόσο κατακλύζεται
από πραγματικά σκουπίδια, που διά της υπερπληροφόρησης διαστρεβλώνουν,
συκοφαντούν, εκβιάζουν, χτίζουν τις νέες σχέσεις διαπλοκής και
παρασιτισμού.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού βρέθηκε απολύτως απροετοίμαστη: τα όποια
εφόδια παιδείας είχε αποδείχτηκαν ως επί το πλείστον εντελώς ανεπαρκή.
Αν το έλεγε το δελτίο των οχτώμισι- τότε- και σήμερα αν το λέει το
internet είναι αλήθεια.
Όσο ωστόσο η Ελλάδα, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος ζούσαν στη φούσκα των
90's, με το φτηνό χρήμα και την αφελή πίστη σε ένα διαρκώς επιταχυνόμενο
και μεγεθυνόμενο καπιταλισμό για τους περισσοτέρους, όλα τα παραπάνω
δεναποτελούσαν παρά περιθωριακές συζητήσεις. Η ΟΝΕ, οι Ολυμπιακοί, η
ανάγκη για φτηνά εργατικά χέρια για τις βρώμικες, κακοπληρωμένες
δουλειές, η κοσμική ζωή με στημένες εκκεντρικότητες της πλάκας που
ωστόσο γεννούσαν ακόμα τότε ενδιαφέρον δεν άφηναν πολύ χώρο να φανεί ότι
κάτι πήγαινε πολύ στραβά με την κοινωνία μας.
Αυτό το κενό παιδείας ήταν που πολλαπλασίασε τη σύγχυση και το σοκ της
κρίσης. Χωρίς έρμα σε έννοιες με ουσία, χωρίς σταθερές και δυνατότητες
ανάλυσης, χωρίς βαθιά γνώση, χωρίς πρωτοπορία κομματική και πνευματική
παραδοθήκαμε ως κοινωνία στην ορμητική είσοδο του αδιανόητου: η υπόσχεση
της διαρκούς κοινωνικής και οικονομικής ανόδου, της καριέρας, της καλής
ζωής, της ασφάλειας διαψεύστηκε έμπρακτα, βίαια και εξατομικευμένα.
Εν τέλει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας παραδόθηκαν στις πιο εύπεπτες και
εύκολες αναλύσεις. Φταίει αυτός που μιλάει άλλη γλώσσα και έχει άλλο
χρώμα. Φταίει ο πολιτικός αλλά κυρίως η πολιτική, άρα η δημοκρατία.
Φταίει ο φοιτητής που κάνει καταλήψεις. Φταίει ο δημόσιος υπάλληλος.
Φταίει ο “ψευτοδιανοούμενος” της αριστεράς. Φταίει αυτός που αγωνίστηκε
κατά της χούντας και μετά έγινε υπουργός, λες και υπουργός έπρεπε να
γίνει εκείνος που είχε υπηρετήσει τη χούντα. Φταίει ο δικομματισμός, εν
γένει και έτσι, χωρίς καμία ανάλυση. Φταίει πάντα ο άλλος, αυτός με τον
οποίο συγκεκριμένεςκοινωνικές μερίδες δεν μπορούσαν ποτέ ή δεν μπορούν
πλέον να ταυτιστούν. Φταίει μια ανθελληνική συνωμοσία του Σόρος, του
Κίσσινγκερ, των Αμερικανό- Εβραίων κλπ. Κάποιοι ξένοι εισβολείς,
Πακιστανοί και Αφγανοί υπό τις εντολές της Τουρκίας ίσως- αλήθεια βάσει
ποιων ιστορικών δεσμών;
Αυτό το κενό ήρθε να αξιοποιήσει και να “αναβαθμίσει” η Χρυσή Αυγή.
Αρχικά πάτησε σε αυτό το και έδειξε τον ιδανικό εχθρό: τον ξένο, το
μετανάστη. Σταδιακά και όταν από περιθωριακή ομάδα ήρθε στο κέντρο της
πολιτικής έδειξε και δείχνει επιπλέον κατηγορίες “ενόχων”, πολλές εκ των
οποίων αναφέρθηκαν παραπάνω. Η Χρυσή Αυγή όμως δεν πατάει πλέον απλά
πάνω στο προαναφερθέν κενό. Λειτουργεί ως οργανωμένος πυρήνας που
επιδιώκει να κατακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία εμεπεδώνοντας το κενό
παιδείας.
Είναι με άλλα λόγια η ιδανική συνεχιστής της trash- tv, του “ελληνάρα”
φοροφυγά, του φοβισμένου πλέον καριερίστα, του αντιπολιτικού, κοινωνικά
αμόρφωτου που θέλει απλά να κλειστεί στην ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων,
αν γίνεται χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει πέρα από τη γειτονιά του. Η Χρυσή
Αυγή επιθυμεί να χτίσει μια ηττημένη, παραδομένη στους φόβους της
κοινωνία, που μετατρέπει τη χρόνια αδυναμία της σε μίσος για κάποιον
ακόμα πιο αδύναμο.
Αυτό το κενό παιδείας μπορεί να καταπιεί μια ολόκληρη κοινωνία. Να την
κοιμίσει μέσα στο φόβο και στο μίσος, από τα οποία θα ξυπνήσει ηττημένη
και στιγματισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου