ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΗΛΕΙΑ
Πολιτιστική και πολιτική
εξέλιξη, εθνολογικά δεδομένα και προβλήματα
Για την επίτευξη των παραπάνω
βασιστήκαμε στην περιγραφή, καταγραφή και μελέτη αδημοσίευτου υλικού, κυρίως
ακέραιων αγγείων, από πέντε ταφικά σύνολα ή νεκροταφεία (Διάσελλα, Μακρίσια,
Στραβοκέφαλο, Νέο Μουσείο, Στρέφι), την αναδημοσίευση παλαιοτέρων ανασκαφών,
όπως για παράδειγμα στον Κακόβατο, καθώς και την αξιοποίηση του συνόλου των
βιβλιογραφικών πηγών. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν παλαιοβοτανολογικές αναλύσεις,
συντάχθηκε προκαταρκτική οστεολογική έκθεση για το οστεολογικό υλικό από το
Στρέφι, ενώ απανθρακωμένοι καρποί από τον μερικώς ανασκαμμένο οικισμό του
Κακοβάτου αναλύθηκαν με C14 Βασικό χαρακτηριστικό της παρούσας εργασίας
αποτέλεσε και η ακριβής γνώση της τοπογραφίας, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της
αυτοψίας και της περιήγησης στο σύνολο των αρχαιολογικών χώρων ή θέσεων. Στη
συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα συμπεράσματα αυτής της μελέτης.
Κώστας Νικολέντζος
Γεωγραφικές και πολιτιστικές
ενότητες
Κατά την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού, στην Ηλεία διαμορφώνονται τρεις γεωγραφικές και πολιτιστικές ενότητες: η
βόρεια Τριφυλία, η περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας, του Πύργου και της Κεντρικής
Ηλείας και τέλος η βορειοανατολική Ηλεία μαζί με την Αχαΐα. Τα οικιστικά
κατάλοιπα υπήρξαν ελάχιστα. Ωστόσο, ο εντοπισμός και η έρευνα δεκάδων ταφικών
μνημείων –τύμβων, θολωτών, θαλαμωτών, λακκοειδών και των λεγόμενων «υβριδικών»,
δηλαδή ημιτελών θαλαμωτών– παρέχει τη δυνατότητα εκτίμησης της πληθυσμιακής
πυκνότητας και της χωρικής εξάπλωσης των οικισμών κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Στη διάρκεια της Ύστερης Εποχής
του Χαλκού, το οικιστικό πλέγμα διαμορφώνεται κατά μήκος σημαντικών
συγκοινωνιακών αξόνων, που σχετίζονται με:
α) χερσαία «περάσματα», από τη
βόρεια προς τη νότια Πελοπόννησο (Επιτάλιο, Σαμικό, Κακόβατος, Λέπρεο).
β) ποταμούς, οι οποίοι, κατά την
Ύστερη Χαλκοκρατία, πιθανώς υπήρξαν στο σύνολό τους ή εν μέρει πλωτοί.
Πληθυσμιακή συγκέντρωση παρατηρείται κατά μήκος του Αλφειού (Διάσελλα, Νέο
Μουσείο, Στρέφι, Μακρίσια, Μιράκα) ή των παραποτάμων του (Κλαδέος, Στραβοκέφαλο,
Καυκανιά). Σημαντικός ποταμός, κατά μήκος του οποίου συγκροτήθηκαν οικιστικά
σύνολα, υπήρξε και ο Πηνειός (Κλινδιάς, Αγραπιδοχώρι, Αγ. Τριάδα). Και στις δύο
περιπτώσεις διευκολυνόταν η πρόσβαση προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου αλλά και
προς τις ακτές του Ιονίου.
Πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι
Υστεροελλαδική (ΥΕ) Ι–ΙΙ
περίοδος: Οι πρώιμοι μυκηναϊκοί χρόνοι περιορίζονται γεωγραφικά στην περιοχή της
βόρειας Τριφυλίας, δηλαδή την Ηλεία στα νότια του Αλφειού. Τα χαρακτηριστικά της
περιόδου συνοψίζονται στα εξής:
α) Συναντάται γενικευμένη χρήση
ταφικών τύμβων (Σαμικό, Προφήτης Ηλίας Μακρισίων – εικ. 4, 16). Στην περίπτωση
της Ηλείας, όπως και της Μεσσηνίας, οι τύμβοι δέχονται περισσότερες από μία
ταφές, λειτουργώντας ως οικογενειακοί τάφοι.
β) Χτίζονται εντυπωσιακοί, ως
προς το μέγεθος (Κακόβατος) ή και μικρότεροι (Σαμικό) θολωτοί τάφοι (εικ. 4). Ο
αρχιτεκτονικός τύπος απαντά με αυξημένη συχνότητα στη Μεσσηνία, όπου σπανίζουν
οι θαλαμωτοί, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην Τριφυλία.
γ) Τα ανασκαμμένα ταφικά
μνημεία, οι θολωτοί Α, Β και C του Κακοβάτου (εικ. 6-10), και ιδίως ο C (εικ. 7,
10), παρουσιάζουν πληθώρα αρχιτεκτονικών «αρχαϊσμών», όπως η χρήση μικρών
διαστάσεων λίθων, η απουσία δρόμου και διαμορφωμένου στομίου και ένα ελάχιστα
σκαμμένο όρυγμα αντιστήριξης στο φυσικό έδαφος, χαρακτηριστικά που δηλώνουν ότι
η περιοχή εντάσσεται σε μία διοικητική ή πολιτειακή οντότητα, στο πλαίσιο της
οποίας ο θολωτός τάφος έχει υιοθετηθεί ως πρακτική ταφής, και ότι έχουν
πραγματοποιηθεί πειραματισμοί και έχουν εξαχθεί συμπεράσματα για την εξασφάλιση
της στατικότητάς του. Είναι φανερό πως η κατασκευή των τάφων αυτών απαιτεί
εξειδικευμένα συνεργεία, απασχόληση δεκάδων ανθρώπων και επένδυση χρόνου και
χρήματος. Στην ουσία λοιπόν η ανέγερση ενός μνημείου με διάμετρο και ύψος
περίπου 12 μ., αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τον πλούτο αλλά και την ανάγκη
προπαγάνδας και εμπέδωσης της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικοοικονομικής
ιεραρχίας.
δ) Η ένταξη της βόρειας
Τριφυλίας στη μεσσηνιακή πολιτισμική και πολιτική ενότητα μαρτυρείται όχι μόνο
από την κατασκευή τύμβων και θολωτών τάφων, αλλά και από την εκτέλεση παρόμοιων
ταφικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα η παρουσία κεκαμμένου ξίφους στον τάφο Β
του Κακοβάτου, την προσφορά παραπλήσιων κτερισμάτων μικροτεχνίας και
μεταλλοτεχνίας (χρυσό περίαπτο γλαυκός, ήλεκτρο, ψήφοι αμέθυστου, ξίφος τύπου Α
– εικ. 12-13), την απόθεση αγγείων, όμοιων είτε ως προς το σχήμα είτε ως προς το
διάκοσμο. Αναφέρονται ενδεικτικά η αμφίπροχος κύλικα, αμφορείς με ελλειπτικό
στόμιο, πιθοειδή, κάνθαρος, ανακτορικοί πιθαμφορείς.
ΚΕΚΑΜΜΕΝΟ ΞΙΦΟΣ ΜΕ ΕΠΙΜΗΛΙΟ 14-
15ος ΑΙΩΝΑΣ -ΝΙΧΩΡΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ε) Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής
σημασίας, αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο
ή ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους,
μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού
ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την
εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη
νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση
εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους
κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα
αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη
μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και
χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας. Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε
ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε
πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν
στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή
προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ήλεκτρου εξηγεί την
παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται
σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας
τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.
στ) Η χρήση λάκκων εντός των
θολωτών ή των τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την
υλοποίηση πολλαπλών ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των
νεκρών.
ζ) Η Τριφυλία είναι ενταγμένη
στον μυκηναϊκό κόσμο. Δεν βρίσκεται στην περιφέρειά του αλλά αποτελεί
αναπόσπαστο τμήμα της όμορης Μεσσηνίας, η οποία κατέστη το δεύτερο, μετά την
Αργολίδα, κέντρο διαμόρφωσης του αποκαλούμενου μυκηναϊκού πολιτισμού.
Ύστεροι μυκηναϊκοί χρόνοι
ΥΕ ΙΙΙΑ/Β: Κατά την περίοδο αυτή
η κατάσταση αλλάζει και το πληθυσμιακό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο βάρους
μετατοπίζεται βορειότερα. Οι οικισμοί του Κακοβάτου και του Σαμικού σταδιακά
εγκαταλείπονται. Ο τύμβος στο Σαμικό εξακολουθεί να δέχεται ταφές μέχρι και την
ΥΕ ΙΙΙΒ, οι οποίες είναι ελάχιστες και με κτερίσματα μεσσηνιακής προέλευσης,
όπως ραμφόστομη πρόχου και κωνικό ρυτό. Κατά μήκος του Αλφειού και των
παραπόταμων του αναδύονται νέα οικιστικά σύνολα, το κράτος της Πύλου ακμάζει
επεκτείνοντας ίσως γεωγραφικά τον έλεγχό του προς τον Αλφειό, ενώ παράλληλα,
αποκτώντας συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα, οδηγεί σε οικονομικό μαρασμό τα
περιφερειακά «βασίλεια–ηγεμονίες», όπως για παράδειγμα τον Κακόβατο. Μία
μεταβολή των εθίμων ταφής ή, πιθανότερα, η αντικατάσταση του ήλεκτρου από κάποιο
άλλο, περισσότερο προσιτό, υλικό, όπως η υαλόμαζα η οποία παράγεται μαζικά με τη
χρήση μήτρας, προκαλούν την κατάρρευση του εμπορίου κεχριμπαριού, τη σχεδόν
ολοκληρωτική εξαφάνισή του από τους ενταφιασμούς, αιτίες που συντείνουν στον
οικονομικό μαρασμό του Κακοβάτου. Η πολιτική κυριαρχία της επικράτειας του
Νέστορος και η αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα οικονομία επιβεβαιώνονται από τις
γραπτές πηγές της εποχής, δηλαδή τις πινακίδες της Γραμμικής Β και τα Ομηρικά
Έπη, τα οποία απηχούν την εποχή και κατατάσσονται στις έμμεσες πηγές
πληροφόρησης.
Οι νεκροί ενταφιάζονται σε
θαλαμωτούς, λακκοειδείς και «υβριδικούς» τάφους (δηλαδή ταφικά μνημεία που
διαθέτουν στοιχεία των θαλαμωτών, όπως ο δρόμος και ο θάλαμος, ο οποίος όμως εδώ
είναι εξαιρετικά μικρός, αλλά που έμειναν ημιτελή και δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως
οι θαλαμωτοί και των οποίων οι αιτίες κατασκευής παραμένουν ασαφείς – αδυναμία
ολοκλήρωσης, αιφνίδιος θάνατος πολλών μελών της κοινότητας, κατασκευαστικές
αδυναμίες;) και όχι σε θολωτούς τάφους.
Στην περίπτωση των θαλαμωτών τάφων
εξακολουθούν όμως να χρησιμοποιούνται ταφικοί λάκκοι ή πλευρικές κόγχες,
προκειμένου να ταφεί το σύνολο της οικογένειας σε ένα μνημείο. Οι λακκοειδείς
είτε συγκροτούνται σε αυτόνομο νεκροταφείο, όπως στην Καυκανιά, κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ,
είτε ανοίγονται μεταξύ νεκροταφείων θαλαμωτών, όπως στο Στρέφι και τον Αρβανίτη.
Στη δεύτερη περίπτωση «διαμερισματοποιούνται», δηλαδή χωρίζονται σε μικρότερα
τμήματα ή θήκες ενταφιασμών ή διαιρούνται με απλό, πρόχειρα κατασκευασμένο
τοιχάριο, όπως στο Στρέφι, ή με επιμελημένη ξερολιθιά, όπως στον Αρβανίτη. Τα
κτερίσματα δηλώνουν ότι δεν παρατηρείται υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου ή
κοινωνικής και πολιτικής δύναμης σε συγκεκριμένα άτομα ή πληθυσμιακές ομάδες.
Οι «ακρίτες» της περιοχής της
Ολυμπίας εξακολουθούν να διατηρούν στενές σχέσεις με τη Μεσσηνία, κάποια ταφικά
κτερίσματα είναι μάλλον μεσσηνιακής προέλευσης, ενώ εμφανίζονται και σχήματα
όπως για παράδειγμα οι τρίωτοι αμφορείς, τα οποία επιχωριάζουν στη νοτιοδυτική
Πελοπόννησο και δεν απαντούν συχνά εκτός αυτής. Στο σχηματολόγιο της περιόδου
κυριαρχούν τα αλάβαστρα, οι ψευδόστομοι και οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι.
Ο διάκοσμος περιορίζεται σε
γραμμικά και αφηρημένα σχέδια, όπως αγκώνες σε ψευδοστόμους και τρίωτους
αμφορείς, δικτυωτό σε αλάβαστρα και απιόσχημους πιθαμφορίσκους και σπάνια σε
ψευδόστομους, ενάλληλες γωνίες, φυλλοφόρος σε πιθαμφορίσκους, ψευδόστομους και
αλάβαστρα, σχηματοποιημένο μυκηναϊκό άνθος, αχιβάδα κ.λπ..
Στιλιστικά, η Ηλειακή κεραμική
κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ/Β διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες αγγείων. Η πρώτη περιλαμβάνει
σχήματα κλειστών, τα οποία δεν φέρουν εξεζητημένη διακόσμηση και συνήθως
αποδίδονται ολόβαφα, όπως οι δίωτοι αμφορείς και τα άωτα αλαβαστροειδή. Στην
ίδια ομάδα πρέπει να ενσωματωθούν και τα αγγεία πόσεως, όπως τα κυάθια.
Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν οι
ψευδόστομοι, οι αμφορείς, οι απιόσχημοι πιθαμφορίσκοι. Τα συγκεκριμένα αγγεία
διακοσμούνται με τα συνήθη για την υπόλοιπη μυκηναϊκή επικράτεια μοτίβα, ο πηλός
και το επίχρισμά τους είναι καλύτερης ποιότητας, ενώ το σχήμα αποδίδεται
προσεκτικά .
ΥΕ ΙΙΙΓ:
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ, οι κοινότητες του Αλφειού παρακμάζουν και ορισμένες
εγκαταλείπονται. Ελάχιστα νεκροταφεία δέχονται ταφές κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ: Νέο
Μουσείο, Κλαδέος, Μακρίσια, Διάσελλα. Αντίθετα, ακμάζει η γεωγραφική ενότητα της
βορειοανατολικής Ηλείας, αποκτώντας διασυνδέσεις με την Αχαΐα και την Αρκαδία.
Στην Αγία Τριάδα δημιουργείται μεγάλο νεκροταφείο με 45 θαλαμωτούς τάφους, του
οποίου η πλειονότητα των ταφών εντάσσονται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Ταυτόχρονα, νέοι τάφοι
κατασκευάζονται και στον Κλαδέο, στην περιοχή της Αρχαίας Ολυμπίας.
Κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ το κράτος της
Πύλου, ως συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός και διοικητικός μηχανισμός και
πολιτειακός οργανισμός, έχει καταρρεύσει. Η πτώση του πολιτικοδιοικητικού
κατεστημένου προκαλεί αναταράξεις σε ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Η οικονομία
νεκρώνει και πολλές κοινότητες, που είχαν οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς
με το μεσσηνιακό κράτος, αποδομούνται. Αντίθετα, φαίνεται πως δημιουργούνται
νέες κοινωνικοοικονομικές δομές στη βορειοανατολική Ηλεία. Οι κάτοικοι της
περιοχής εντάσσονται σε μία πολιτιστική ενότητα (βορειοδυτική Πελοπόννησος,
Ιόνια Νησιά, Κεντρική Στερεά Ελλάδα) με κοινά γνωρίσματα, η οποία δεν δείχνει
σημάδια κατωτερότητας απέναντι σε άλλες ευημερούσες περιοχές του μυκηναϊκού
κόσμου.
Συγκεκριμένα διακρίνονται:
- Ταυτόσημη ταφική πρακτική. Οι
νεκροί ενταφιάζονται σε θαλαμωτούς τάφους, αποτίθενται επί του φυσικού εδάφους
(σποραδικά σε λάκκους και σπάνια σε κόγχες του δρόμου), οι δευτερογενείς ταφές
(ανακομιδές) παραμερίζονται και εάν απαιτηθεί η διενέργεια πρόσθετων ταφών,
λαξεύονται παραθάλαμοι (Αγία Τριάδα). Όστρακα, προερχόμενα από τα νεκροταφεία
της Αγίας Τριάδας και του Κλαδέου, απεικονίζουν την πρόθεση και την εκφορά των
νεκρών, αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες την ταφική πρακτική. Στο κέντρο της
σκηνής πρόθεσης στο όστρακο από την Αγία Τριάδα, εικονίζεται ανδρική μορφή,
ξαπλωμένη σε νεκρική κλίνη. Κάτω από την κλίνη κείται, με όρθιο το κεφάλι,
κάποιο κατοικίδιο, πιθανώς σκύλος ή γάτα. Στα δεξιά της κλίνης έχει αποδοθεί
ανδρική μορφή, με σαφή υποδήλωση του φύλου και σε μετωπική στάση, ενώ στα
αριστερά έχουν τοποθετηθεί δύο γυναίκες–θρηνωδοί, σε μετωπική στάση και με το
κεφάλι τους στραμμένο προς το νεκρό. Το όστρακο του Κλαδέου συμπληρώνει θεματικά
την προαναφερθείσα παράσταση, καθώς εικονίζει εκφορά νεκρού. Δύο ανδρικές μορφές
μεταφέρουν στα χέρια τη νεκρική κλίνη με το νεκρό. Πίσω από αυτούς ακολουθεί
γυναικεία μορφή με τη χαρακτηριστική χειρονομία της θρηνωδού και πιθανώς
δεύτερη, από την οποία σώζονται μόνο τα πόδια. Η απόδοση των μορφών είναι
πανομοιότυπη με αυτή της Αγίας Τριάδας. Τόσο το θέμα όσο και η τεχνοτροπική
απόδοση των μορφών βρίσκει παράλληλα σε παραστάσεις πρόθεσης της γεωμετρικής
περιόδου, δηλώνοντας την αδιάσπαστη συνέχεια και τον γνήσια συντηρητικό
χαρακτήρα των εθίμων ταφής.
- Στις ορεινές κοινότητες
παραμένει η έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι πλουσιότεροι σε κτερίσματα
και πλέον επιμελώς λαξευμένοι τάφοι καταλαμβάνουν το κέντρο του νεκροταφείου,
ενώ οι φτωχότεροι και πρόχειρα κατασκευασμένοι την περιφέρειά του. Κάποιοι
θαλαμωτοί τάφοι περιέχουν αποκλειστικά κεραμική, σε άλλες περιπτώσεις τα αγγεία
συνυπάρχουν με ευρήματα από υαλόμαζα, ημιπολύτιμους λίθους, φαγεντιανή, οστό και
σπανιότερα από μέταλλο. Τα ευρήματα από το Στραβοκέφαλο και πρόσφατα από τη θέση
«Καραβά» Καυκανιάς δηλώνουν τη χρήση των πλακιδίων υαλόμαζας για την κατασκευή
νεκρικών διαδημάτων.
- Οι ταφές «πολεμιστών» είναι
σπάνιες. Ουσιαστικά, μόνο ένας τάφος της Αγίας Τριάδας μπορεί να χαρακτηρισθεί
ως τέτοιος. Αντίθετα, αρκετοί τάφοι που περιέχουν ως κτερίσματα πληθώρα και
ποικιλία αμυντικών και επιθετικών όπλων, έχουν εντοπισθεί και ερευνηθεί στην
Αχαΐα, όπως στην Κρήνη και την Καλλιθέα. Ίσως λοιπόν η ένταξη της κοινότητας της
Αγίας Τριάδας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα της Αχαΐας εξασφάλιζε την
ασφάλεια των κατοίκων της πρώτης.
- Διαμορφώνονται ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά κεραμικής, που απαντούν αρκετά συχνά στη βορειοδυτική
Πελοπόννησο, την Κεφαλονιά και την Κεντρική–Ανατολική Στερεά Ελλάδα (εικ.
25-27), όπως:
α) Ο εντοπισμός δίωτων και
τετράωτων αμφορέων μεγάλων διαστάσεων. Αντίθετα, δεν κατασκευάζονται τρίωτοι
ούτε δίωτοι αμφορείς με τις λαβές στον ώμο, σχήματα που απαντούν συχνά κυρίως
στην κεντρική Ηλεία. Επισημαίνονται επίσης πτηνόσχημοι ασκοί (μόνο ένας στην
κεντρική Ηλεία) καθώς και κυλινδρικά ή τριποδικά αλάβαστρα. Επιπλέον,
παρατηρούνται μικρά ποσοστά αγγείων πόσεως. Η προσφορά μεγάλων αμφορέων στους
νεκρούς ίσως δηλώνει μεταβολή στην οικονομία αλλά και στις ταφικές πρακτικές.
Όσοι βίωσαν την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων επιθυμούν την αποθησαύριση
υλικών αγαθών, και οι αμφορείς συμβάλλουν στην εξασφάλιση εφοδίων για το
«ταξίδι» των νεκρών προς την αιωνιότητα.
β) Η παρουσία προχοϊκών κυάθων
στην Κεφαλονιά, την Ιθάκη και την Ηλεία (ορισμένα ηλειακά εντάσσονται στην ΥΕ
ΙΙΙΒ).
γ) Ο διάκοσμος του σώματος
διαφοροποιείται έντονα συγκριτικά με τα αντίστοιχα δείγματα της ΥΕ ΙΙΙΑ/Β. Ο
κεραμέας τείνει είτε να αποδώσει ολόβαφο το μέγιστο τμήμα του αγγείου πλην του
ώμου είτε να το καλύψει με ισομεγέθεις και σε ίσες αποστάσεις τοποθετημένες
ταινίες, όπως παρατηρείται σε ψευδόστομους, δίωτους και τετράωτους αμφορείς και
σε ληκύθους.
δ) Ο ώμος διακοσμείται με
γραμμικά ή αφηρημένα μοτίβα, ενώ γίνονται δημοφιλή τα πολλαπλά επάλληλα
ημικύκλια, που αποδίδονται σε διάφορες παραλλαγές (περίστικτα, κροσσωτά).
ε) Η χρήση αποκομμένων βάσεων
κυλίκων ή κρατήρων ως πώματα αγγείων. Το φαινόμενο παρατηρείται στη διάρκεια της
ΥΕ ΙΙΙ και επιχωριάζει στην Ηλεία.
στ) Δεν εντοπίζονται σκύφοι ή
κύλικες, που είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.
Επίλογος
Το τέλος κάθε επιστημονικής
μελέτης αφήνει ανοιχτά ερωτήματα, τα οποία θα κληθούν επόμενοι ερευνητές να
απαντήσουν, έχοντας πιθανώς στη διάθεσή τους νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα,
πληρέστερη στρωματογραφική τεκμηρίωση και ικανοποιητική διεπιστημονική
υποστήριξη. Η Ηλεία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αποδώσει σημαντικά ταφικά
σύνολα, τα οποία έχουν αλλάξει την άποψή μας για το ρόλο της περιοχής κατά τη
διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Ο Dickinson, το 1982, θεωρούσε το ρόλο
της ασήμαντο, τα δεδομένα όμως δείχνουν ότι η περιοχή αυτή αποτέλεσε ζωντανό,
δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα ενός πολιτισμού, που δεν υπήρξε στάσιμος. Οι
κάτοικοι της Ηλείας, εκμεταλλευόμενοι τις άριστες κλιματολογικές συνθήκες, την
εύφορη γη και τη στρατηγική της θέση ανέπτυξαν έναν πολιτισμό, του οποίου τις
ιδιαιτερότητες τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε.
Η έρευνα όμως, όπως και η ζωή,
συνεχίζεται προσφέροντας πάντα νέα, επιστημονικά τεκμηριωμένα αποτελέσματα.
ΚΑΚΟΒΑΤΟΥ
ΗΛΕΙΑΣ
Ο Κακόβατος, θέση στρατηγικής σημασίας,
αναπτύσσεται γοργά και εξελίσσεται σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο ή
ηγεμονία της ευρύτερης περιοχής. Οι κάτοικοί του κτίζουν θολωτούς τάφους,
μνημειοποιώντας την είσοδο του οικισμού και διατρανώνοντας τη δύναμη του τοπικού
ηγεμόνα ή της οικογένειάς του. Ασχολούνται με τη γεωργία και ιδιαίτερα με την
εντατική καλλιέργεια σύκων, η οποία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη τη
νοτιοδυτική Πελοπόννησο, και σχηματίζεται ένα κοινωνικό μόρφωμα με «εξειδίκευση
εργασίας». Ακόμη, από τα ταφικά κτερίσματα διαπιστώνεται ότι κάποιοι από τους
κατοίκους ασχολήθηκαν ενεργά και με το εμπόριο. Έτσι λοιπόν εξηγείται η πληθώρα
αντικειμένων, ορισμένα εκ των οποίων αποτελούν μοναδικά παραδείγματα για τη
μυκηναϊκή αρχαιολογία, όπως ένα αγγείο από υαλόμαζα, τα περίαπτα από ήλεκτρο και
χρυσό, το ειδώλιο υαλόμαζας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΘΟΛΩΤΟΙ Α ΤΟΜΗ ΚΑΤΟΨΗ Β Γ ΚΑΤΟΨΕΙΣ -
ΣΤΟ ΚΑΚΟΒΑΤΟ ΚΑΤΑ DORPFELD
Ο Κακόβατος, κοντά στις ακτές του Ιονίου και σε
ελάχιστη απόσταση από τα Ιόνια νησιά, όπως τη Ζάκυνθο ή την Κεφαλονιά, υπήρξε
πιθανότατα η απόληξη ενός πολύπλοκου συστήματος εμπορείων, τα οποία μετέφεραν
στη μυκηναϊκή επικράτεια ήλεκτρο, κατεργασμένο ή ακατέργαστο. Η ανταλλαγή
προϊόντων για την εξασφάλιση ικανοποιητικών ποσοτήτων ηλέκτρου εξηγεί την
παρουσία στους θολωτούς τάφους του Κακοβάτου ευρημάτων, τα οποία επισημαίνονται
σε σημαντικά ανακτορικά κέντρα όπως η Αργολίδα και η Μεσσηνία, επιβεβαιώνοντας
τις εμπορικές σχέσεις των κατοίκων του με το σύνολο της μυκηναϊκής επικράτειας.
στ) Η χρήση λάκκων εντός των θολωτών ή των
τύμβων ανατρέχει στη Μέση Εποχή του Χαλκού και συνδυάζει την υλοποίηση πολλαπλών
ενταφιασμών αλλά και την εξασφάλιση της ατομικότητας των νεκρών.
ΤΑΦΟΣ Α
ΤΑΦΟΣ Β
ΤΑΦΟΣ Γ
"ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ".
ΗΛΕΙΑ
ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΤΗΣ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ
Από τα μέχρι τώρα γνωστά
στοιχεία, προκύπτει, ότι ο ανακαλυφθείς τάφος στην "Τριανταφυλλιά" είναι τού
εξελιγμένου τύπου των θολωτών τάφων, όπως περιγράφηκαν προηγουμένως. Και μάλλον
πρόκειται για τάφο κάποιου τοπικού άρχοντα της εποχής. Δέον να σημειωθεί, ότι οι
Μυκηναϊκοί τάφοι, που έχουν ανακαλυφθεί στην Αγία Τριάδα και στην Δάφνη είναι
θαλαμοειδείς και όχι θολωτοί.
ΤΡΑΓΑΝΑ
ΒΙΓΛΙΤΣΑ
Εικ. 10. Τραγάνα, Θολωτός Τάφος 1. Σχέδιο αποτυπώματος σφραγίδας από σάρδιο, με παράσταση γρύπα (κατά Korres, CMS, V, Suppl ΙΑ, 1992). Μουσείο Χώρας
; color: #3f3c32; font-size: 12.0pt;">Εικ. 11.
Βιγλίτσα Τραγάνας. Τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής, με τον Θολωτό Τάφο 1 (επάνω)
και τον Θολωτό Τάφο 2, κάτω (κατά Κορρέ 1977).
Δύο σημαντικοί θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής εποχής έχουν έλθει στο φως στην τοποθεσία Βιγλίτσα, στο νότιο άκρο μιας πλαγιάς πάνω στην οποία βρίσκεται και το χωριό Τραγάνα, λίγο βορειότερα. Στη Βιγλίτσα φθάνει κανείς ακολουθώντας την παράκαμψη προς Τραγάνα, από διασταύρωση πάνω στον κύριο δρόμο για την Πύλο. Οι πρώτες έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1909-1912 από τους αρχαιολόγους Α. Σκιά και Κ. Κουρουνιώτη, ενώ συστηματική ανασκαφή έγινε αργότερα από τον Σπ. Μαρινάτο (δεκαετία 1950).
Συμπληρωματικές έρευνες έγιναν από τον Γ.
Κορρέ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Οι δύο θολωτοί τάφοι «βασιλικών
διαστάσεων», που αποκαλύφθηκαν χρονολογούνται στην Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (γύρω
στο 1680π.Χ.). Θα πρέπει να συνδεθούν άμεσα με πιθανό οικισμό πάνω στο ύψωμα της
Βιγλίτσας ή σύμφωνα με άλλους στο σημερινό χωριό της Τραγάνας και στα Βορούλια,
800 μ. περίπου βορειότερα, όπου ήλθε στο φως μια αποθήκη με 120 και πλέον αγγεία
της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης.
ΤΑΦΟΣ ΙΙ
Ο Τάφος 2, με διάμετρο θαλάμου 7,20 μ., κτίσθηκε
πιθανότατα κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε
σχεδόν μέχρι τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής. Το εσωτερικό του τάφου είχε
διαταραχθεί από τη μετατροπή του σε κατοικία ή αγροικία κατά την Ελληνιστική
εποχή (323-31π.Χ.), όπως μαρτυρούν η κτιστή εστία και τα οικιακά και
αποθηκευτικά αγγεία, που βρέθηκαν στο εσωτερικό του. Ένας όμως από τους λάκκους
του δαπέδου του περιείχε δύο άθικτες καύσεις νεκρών του προχωρημένου 14ου αιώνα
π.Χ. Ο Τάφος 1, με διάμετρο θαλάμου 7,30 μ., είναι περισσότερο επιμελημένης
κατασκευής. Φαίνεται να είναι ελαφρώς μεταγενέστερος από τον Τάφο 2, ιδρυμένος
λίγο μετά το 1500 π.Χ. Χρησιμοποιήθηκε, με κάποια διακοπή, μέχρι και την
Πρωτογεωμετρική εποχή.
ΤΑΦΟΣ Ι
Τα ευρήματα των τάφων ήταν
πλουσιότατα: δύο θησαυροί χάλκινων σκευών, οπλισμός, σφραγιδόλιθοι, μυκηναϊκή
κεραμική, χρυσό περιδέραιο και άλλα μικροαντικείμενα. Εντυπωσιακά είναι τα ίχνη
από αρματοτροχιές, πιθανότατα της ταφικής άμαξας, που βρέθηκαν στο δρόμο του
Τάφου 1. Από τα ευρήματα του Τάφου 1 που βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χώρας,
ξεχωρίζουν ένα μεγάλο χάλκινο δίωτο αγγείο και τρεις πιθαμφορείς με φυτικά
θέματα (φυλλωσιές κισσού, αλυσίδες φύλλων κισσού και κρίνα) από την εποχή της
αρχικής χρήσης του τάφου. Από τον Τάφο 1 προέρχεται και μια πήλινη πυξίδα του
12ου αιώνα π.Χ, εκτεθειμένη σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σπάνια
απεικόνιση ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου. Τέλος, στα ευρήματα από την πρόσφατη
έρευνα του ίδιου τάφου συγκαταλέγεται και σφραγίδα από σάρδιο, με
σχηματοποιημένο πτερωτό γρύπα.
Σε διάφορα σημεία του σύγχρονου
χωριού Τραγάνα βρέθηκαν αποσπασματικά λείψανα του Μυκηναϊκού οικισμού στον οποίο
ανήκαν οι τάφοι, ενώ στη θέση «Βορούλια» αποκαλύφθηκε κτίριο, σύγχρονο των
θολωτών τάφων με αποθηκευτική προφανώς χρήση, αφού μέσα σε αυτό βρέθηκαν
περισσότερα από 100 ακέραια αγγεία Μυκηναϊκών χρόνων για την αποθήκευση τροφών.
ΤΡΑΓΑΝΑ -ΘΟΛ. ΤΑΦΟΣ 1 -ΕΤΟΣ 1956 ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ
ΜΑΡΙΝΑΤΟΥ -ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΛΑΞΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΑΠΕΔΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΠΛΑΤΑΝΟΒΡΥΣΗ
Το 2002, σωστική ανασκαφή που
πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στο χώρο αποκάλυψε θολωτό τάφο
που χρονολογείται στην Μυκηναϊκή περίοδο (1680-1060 π.Χ.). Ο τάφος διαμέτρου
5,16μ., με σωζόμενο ύψος 2,80μ. είχε ήδη συληθεί από την αρχαιότητα, ωστόσο στο
εσωτερικό του διασώθηκαν λίγα από τα άλλοτε πλούσια κτερίσματά του: ψήφοι από
φαγεντιανή και κορναλίνη, φυλλάρια χρυσού, αιχμή βέλους, σφραγιδόλιθος από ορεία
κρύσταλλο και διακοσμημένα πήλινα αγγεία της Μυκηναϊκής εποχής. Σε μικρή
απόσταση στα δυτικά του τάφου διακρίνεται άλλος θολωτός τάφος μικρών διαστάσεων
του οποίου η κορυφή της θόλου είχε καταρρεύσει.
Ο τάφος αυτός ερευνήθηκε στα
τέλη της δεκαετίας του 1960 αλλά δεν απέδωσε ευρήματα. Από τα κατασκευαστικά του
στοιχεία όμως πιθανόν χρονολογείται στους Πρωτογεωμετρικούς χρόνους (1060-900
π.Χ.). Προφανώς στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει εκτεταμένο νεκροταφείο, που ίσως
θα μπορούσε να συσχετιστεί με την προϊστορική οικιστική εγκατάσταση που έχει
εντοπιστεί στην περιοχή του Χανδρινού.
ΨΑΡΙ
Μυκηναϊκό
κέντρο στη ΒΑ Τριφυλία με μεγάλων διαστάσεων θολωτούς τάφους, terra incognita
μέχρι το 1980. Εντοπίζεται στο μακρόστενο και επιβλητικό ύψωμα "Μετσίκι", 4 χλμ.
βόρεια της κοινότητας Δωρίου, ανάμεσα στο Κάτω (σημερινό) και στο Πάνω (παλιό)
Ψάρι της πεδιάδας Σουλιμά, που κατοικήθηκε από αλβανόφωνους χριστιανούς Έλληνες. Ο
θολωτός τάφος 1, συλημένος από την αρχαιότητα, αποτελεί τυπικό δείγμα
ηπειρωτικού θολωτού τάφου της πρώιμης υστεροελλαδικής (ΥΕ) περιόδου, σύμφωνα και
με τα λίγα ευρήματα που απέδωσε. Έχει σωζόμενο ύψος 3,5μ., ταφικό θάλαμο
διαμέτρου 9,10μ., είσοδο κτιστή (δρόμος και στόμιο) συνολικού μήκους 11μ. και
λιθενδυμένο τύμβο με αναλημματικό περίβολο σε ορισμένα σημεία.
Στο επιβλητικό ύψωμα Μετσίκι, φυσικά οχυρωμένη θέση με
εποπτεία ως το Ιόνιο πέλαγος, έχουν εντοπιστεί δύο μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι. Η
ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε έναν από τους μεγαλύτερους θολωτούς τάφους της
Μεσσηνίας τον θολωτό τάφο 1 που χρονολογείται στην περίοδο 1600-1400 π.Χ.
Λιθόχτιστη θόλος διαμέτρου 10μ. σκέπαζε τον ταφικό θάλαμο
και δρόμος μήκους 11μ. οδηγούσε στην είσοδό του. Ο τάφος είχε συληθεί ήδη από
την αρχαιότητα και μόνο τα λιγοστά ευρήματα μαρτυρούν το άλλοτε πλούσιο
περιεχόμενό του. Ο δεύτερος τάφος σε απόσταση 100μ από τον τάφο 1 δεν έχει
ερευνηθεί ακόμα. Ωστόσο διακρίνεται στη θέση του το ανώφλι του. Από την
επιφανειακή έρευνα της γύρω περιοχής μαρτυρείται ανθρώπινη δραστηριότητα από
τους προϊστορικούς έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους (2050π.Χ. -400μ.Χ. )
ΒΟΛΙΜΙΔΙΑ
(ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ
ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ)
Πηγή ζωής για την Κοινότητα της
Χώρας, με άφθονα νερά, ευρισκόμενη σε απόσταση 3 χλμ. περίπου βορειοανατολικά
της κωμόπολης, ανάμεσα σε αιωνόβια πλατάνια και λεύκες. Δυστυχώς, η μορφή της
πηγής υπέστη κατά τα τελευταία χρόνια "διαρκείς" αλλοιώσεις από ωμές
"στιγμιαίες" επεμβάσεις. Η ύπαρξη του Κεφαλόβρυσου συνετέλεσε σημαντικά στην
ίδρυση του Μυκηναϊκού οικισμού των Βολιμιδίων. Το όνομα του χρησιμοποιήθηκε από
τον Μαρινάτο για τον ορισμό της παλαιότερης ομάδας τάφων του νεκροταφείου που
ερεύνησε στην περιοχή.
ΚΕΦΑΛΟΒΡΥΣΟ ΕΥΡΗΜΑ 15 – 14
ΑΙΩΝΑΣ ΠΧ
Τα Βολιμίδια είναι περιοχή 800
μ. περίπου βορειοανατολικά της Χώρας όπου είχε αναπτυχθεί σημαντικός Μυκηναϊκός
οικισμός, με εκτεταμένο νεκροταφείο. Ανασκαφές στα Βολιμίδια έγιναν από τον Σπ.
Μαρινάτο (1952-54, I960,1964-65) και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας
(1971-72,1990). Η περιοχή, στην οποία η κατοίκηση συνεχίσθηκε, σχεδόν χωρίς
διακοπή, 4η χιλιετία πΧ μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια, έχει
ταυτισθεί από τον Μαρινάτο με την παλαιά Πύλο (Παλαίπυλο), πόλη που αναφέρει ο
Στράβων (8,359) ότι βρισκόταν κάτω από το Ορος Αιγάλεω. Από τον John Chadwick
και άλλους ταυτίζεται με τη θέση pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας
άμεσα εξαρτημένο από το Ανάκτορο του Εγκλιανου που αναφέρεται στα κείμενα των
πινακίδων της Γραμμικής Β από το Ανάκτορο.
Εκτός από ένα τάφο πρώιμου λακκοειδούς τόπου που χρονολογείται στην ύστερη Μεσοελλαδική εποχή (Κεφαλόβρυσου Τ. 1), οι τάφοι του Μυκηναϊκού νεκροταφείου είναι όλοι θαλαμωτοί, λαξευμένοι με επιδεξιότητα στο μαλακό πέτρωμα της περιοχής. Από το νεκροταφείο, έχουν μέχρι στιγμής ερευνηθεί 35 τάφοι, ενώ είναι γνωστή η θέση και αρκετών άλλων. Μαζί με εκείνο στην αρχαία Θουρία (σημερινή θέση Ελληνικά) κοντά στην Καλαμάτα, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων στη Μεσσηνία. Οι τάφοι είναι διευθετημένοι σε συστάδες που είναι γνωστές από τα ονόματα των ιδιοκτητών των αγρών ή τις τοποθεσίες. Οι τάφοι κάθε συστάδας, οι περισσότεροι σε χρήση για μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να ανήκαν σε οικογένειες ή γένη του γειτονικού συνοικισμού. Εύκολα προσιτή στον επισκέπτη σήμερα είναι η ομάδα τάφων Αγγελοπούλου (π.χ. Εικ. 9). Οδηγείται εκεί από μικρή παράκαμψη στην αριστερή πλευρά της κεντρικής Λεωφόρου Βολιμιδίων στην πορεία για τη Μεταμόρφωση.
Κεφαλόβρυσο 1600 πχ ,ο τάφος αυτός είναι ο δεύτερος
κατά σειράν αρχαιότητας στη Μεσσηνία από αυτούς που έχουν ανακαλυφθεί. Ο πρώτος
είναι ο θολωτός τάφος του Κορυφασίου.
Σε μικρή απόσταση, ΝΑ του χωριού
Κεφαλόβρυσο (πρώην Χαλβάτσου), βρέθηκε τυχαία σε εργασίες διαμόρφωσης ένας
νεομυκηναϊκός Θολωτός τάφος στην τοποθεσία «Παλιόμυλος».Ο μικρός θολωτός τάφος
του Κεφαλόβρυσου έχει κτιστό σαν κυψέλη νεκρικό θάλαμο, με διάμετρο 3,20 μ. και
μέγιστο ύφος 2,50 μ. Δεν είχε δρόμο και στόμιο, όπως άλλοι μεσσηνιακοί τάφοι του
είδους του.
Είχε χρησιμοποιηθεί για ταφές μιας οικογένειας ή ενός γένους, όπως
φάνηκε από τους σχεδόν διαλυμένους από την υγρασία της περιοχής σκελετούς που
βρέθηκαν στο δάπεδο του, Από τον πρώτο καθαρισμό των πενιχρών του κτερισμάτων
(λίγα χειροποίητα και τροχήλατα αγγεία, μερικές χάλκινες χάντρες, πήλινα
σφονδύλια και ορισμένα οστέινα αντικείμενα) φαίνεται να ανήκει χρονολογικά γύρω
στο 1500 π.Χ. (ΥΕII περίοδος). Το πιο σημαντικό στοιχείο που κερδήθηκε από την
αποκάλυψη του τάφου αυτού είναι η μορφή του. Σώζεται ακέραιος ως την κορυφή του
και έχει θύρα χαμηλή, ύφους μόλις 2,98 μ. Δύο μεγάλες πλακοειδείς ασβεστολιθικές
πέτρες χρησιμοποιήθηκαν ως κατώφλι και ανώφλι. Πάνω από το ανώφλι υπάρχει
επίστεψη από 8 περίπου σειρές μικρότερων πλακωτών λίθων, που εντάσσονται σε ένα
νοητό ορθογώνιο πλαίσιο. Με την πάροδο του χρόνου οι πέτρες μετατοπίστηκαν σε
ορισμένα σημεία, ώστε το λίθινο αυτό σύνολο να έχει τη μορφή τραπεζίου που
εδράζεται με τη μικρότερη πλευρά στο μέσον του ανωφλιού τάφου.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις
μας, η κατασκευή αυτή φαίνεται πως αποτελούσε διακοσμητικό στοιχείο της πρόσοψης
του μνημείου. Ενας λίθινος περίβολος φαίνεται πως περιέβαλε το μνημείο, όμως
επιβάλλεται συμπληρωματική έρευνα στα ενδεδειγμένα σημεία για πιο συγκεκριμένες
διαπιστώσεις. Ο νέος μυκηναϊκός τάφος ανήκει στην ομάδα των μικρών μεσσηνιακών
θολωτών, που έχουν ανασκαφεί και σε άλλες περιοχές της Μεσσηνίας (Κουκουνάρα,
Καρποφόρα, Βλαχόπουλο, Παπούλια Πυλίας και Χαλκιάς Τριφυλίας), και ίσως μας
δίνει μια ιδέα για τη διαμόρφωση της ανωδομής και της πρόσοψης που πιθανόν είχαν
οι μικροί θολωτοί ή κάποιοι από αυτούς, οι οποίοι όντως πολυπληθείς στη
Μεσσηνία, έχουν βρεθεί γκρεμισμένοι τουλάχιστον μέχρι το ύψος του ανωφλιού τους,
Ο θολωτός τάφος του Κεφαλόβρυσου, καίτοι μικρός, είναι ο δεύτερος στη Μεσσηνία
που βρέθηκε ακέραιος μέχρι την κορυφή του μετά τον θολωτό τάφο της Μάλθης, που
ανασκάφηκε κοντά στο Βασιλικό το 1926 από τον Σουηδό αρχαιολόγο Μ. Ν. Valmin, Οι
μόνοι άλλοι ακέραιοι θολωτοί στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα, είναι ο «τάφος του
Ατρέως» στις Μυκήνες και ένας ακόμη θολωτός κοντά στην Καρδίτσα.
Η περιοχή στην οποία βρέθηκε το
μνημείο ήταν περισσότερο γνωστή για την μεσαιωνική εγκατάσταση, που εντοπίζεται
στο λόφο «Κάστρο», σε μικρή απόσταση από τον θολωτό, ο οποίος περιβάλλεται από
πλήθος κεραμικών καταλοίπων τουλάχιστον της ύστερης Ρωμαιοκρατίας. Με τον
εντοπισμό και την ανασκαφή του νέου θολωτού είναι βέβαιο ότι και σε αυτή την
εύφορη και πλούσια σε πηγές νερού περιοχή της Μεσσηνίας, υπήρξε μια μυκηναϊκή
εγκατάσταση μάλλον αγροτικού χαρακτήρα, πάντως πρωιμότερη από εκείνες στις
οποίες ανήκουν οι κοντινοί προς το μνημείο μυκηναϊκοί τάφοι των Διοδίων
(θολωτός) και του Αριστομένη (θαλαμωτός). Η θέση προστίθεται στον ήδη μακρύ
κατάλογο των προανακτορικών εγκαταστάσεων που διαμορφώνουν την τοπογραφία της
Μυκηναϊκής Μεσσηνίας, και ο ίδιος ο θολωτός τάφος με την ενδιαφέρουσα
αρχιτεκτονική μορφή, επιβεβαιώνει αυτό που είναι ήδη γνωστό από την αρχαιολογική
έρευνα:
Οτι αυτός ο τύπος ταφικού
μνημείου της Μυκηναϊκής εποχής, παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία στη Μεσσηνία ως
προς τη σύλληψη, δομή και εξέλιξη με πρόγονο τον τύμβο των Μεσοελλαδικών χρόνων.
Οι παλαιότεροι Μυκηναϊκοί τάφοι
της ομάδος Κεφαλόβρυσου είναι του σπηλαιώδους τύπου, με θαλάμους ακανόνιστου
ελλειψοειδούς σχήματος. Οι θάλαμοι, όμως, των περισσοτέρων τάφων είναι κυκλικοί
με θόλωση, σε μίμηση προφανώς της μορφής των συγχρόνων Μεσσηνιακών κτιστών
θολωτών τάφων και σχετικά μεγάλοι, με διάμετρο κατά μέσο όρο 4-5 μ.. Οι δρόμοι
τους είναι κατά κανόνα βραχείς, σχετικά ευρείς και κατηφορικοί και οδηγούν σε
καλοδιαμορφωμένη είσοδο που φραζόταν με ξερολιθιά. Λόγω του ειδικού σχήματος
τους, οι τάφοι των Βολιμιδίων μπορούν να συγκριθούν με τους λαξευτούς θολοειδείς
τάφους στην Πελλάνα της Λακωνίας και άλλους ανάλογης μορφής στην Θάψο της
Σικελίας.
Οι τάφοι, στη πλειονότητα τους, βρέθηκαν να περιέχουν μεγάλο αριθμό ταφών στο εσωτερικό τους. Όπως δείχνει και το χρονολογικό εύρος της κεραμεικής που περιείχαν, χρησιμοποιήθηκαν για μακρά χρονική περίοδο από τα ίδια, πιθανότατα, γένη της Παλαιπύλου. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη στους κυκλικούς τάφους μικρών βόθρων (λάκκων) ανοιγμένων στην περιφέρεια του δαπέδου ή κογχών στα τοιχώματα του θαλάμου για την τοποθέτηση των οστών των παλαιοτέρων νεκρών (ανακομιδών).
Ο ΤΑΦΟΣ 3 ΤΟΥ 16 ΑΙΩΝΑ ΠΧ
Τα περιεχόμενα των Μυκηναϊκών τάφων των Βολιμιδίων δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Οι τάφοι είναι σαφώς πτωχότεροι σε κτερίσματα από τους αντίστοιχους θαλαμωτούς τάφους των Μυκηνών. Χαρακτηριστική είναι η απουσία, ανάμεσα στα κτερίσματα, αντικειμένων από πολύτιμα υλικά. Ο κύριος όγκος των ευρημάτων αποτελείται από διακοσμημένα αγγεία που καλύπτουν στο σύνολο τους το διάστημα από τα μέσα του 16ου έως τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Πέρα από τις διάφορες ομάδες κεραμεικής, ανάμεσα στα Μυκηναϊκά ευρήματα των Βολιμιδίων που εκτίθενται σε προθήκες της πρώτης αίθουσας του Μουσείου Χώρας, ξεχωρίζουν ένα ασυνήθιστο τριποδικό αγγείο για προσφορά σπονδών, χάλκινα μαχαιρίδια, χάλκινες και λίθινες αιχμές βελών, πήλινα ειδώλια των συνήθων τύπων, λίγοι ημιπολύτιμοι λίθοι και ένας μικρός χάλκινος αφιερωματικός διπλούς πέλεκυς Κρητικού τύπου, μοναδικός στη Μεσσηνία.
Από τις ανασκαφές, τέλος, προέκυψαν άφθονα στοιχεία για εντατική χρήση των Μυκηναϊκών τάφων στα μεταγενέστερα ιστορικά χρόνια, για νέους ενταφιασμούς και για την άσκηση, κατά περιόδους, ταφικής λατρείας
Εικ. 9. Βολιμίδια Χώρας. Κάτοψη και τομή Θαλαμοειδρυς Τάφου 8 της ομάδος Αγγελοπούλου (κατά Ιακωβίδη 1966).
ΧΑΛΚΙΑΣ -ΘΕΣΕΙΣ
«ΑΗΛΙΑΣ» ΚΑΙ «ΚΡΟΪΚΑΝΟΥ»
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 1 -ΧΑΛΚΙΑΣ
-ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΩΖΟΜΕΝΟ ΥΨΟΣ 2,50 Μ
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 2
-ΧΑΛΚΙΑΣ
Στα μέσα
της δεκαετίας του 1990 εντοπίστηκε από ντόπιο βοσκό ο ένας εκ των τριών
μυκηναϊκών θολωτών τάφων, ο θολωτός τάφος 1 (θέση «Αηλιάς»). Η σωστική
ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αποκάλυψε τον
παρακείμενο θολωτό τάφο 2 (θέση «Αηλιάς») καθώς και τον θολωτό τάφο 3 στον
γειτονικό λοφίσκο (θέση «Κροϊκάνου»).
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 3
- ΧΑΛΚΙΑΣ
Οι τρείς
μικροί λιθόκτιστοι θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής περιόδου (1680-1060π.Χ.),
υποδηλώνουν την ύπαρξη Μυκηναϊκού συνοικισμού στην περιοχή. Είχαν συληθεί ήδη
από την αρχαιότητα, ωστόσο στο διαταραγμένο εσωτερικό τους βρέθηκαν καλής
ποιότητας πήλινα αγγεία, λίθινες αιχμές βελών, ειδώλια, σφραγιδόλιθοι, χάνδρες
από ημιπολύτιμους λίθους και υαλόμαζα καθώς και κέρας ελαφιού. Τα σημαντικότερα
από αυτά τα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
ΒΑΦΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗ
ΕΥΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΦΕΙΟ
ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ
Ο θολωτός τάφος
του Βαφειού ανεσκάφη από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, το έτος 1889.
Χρονολογείται στην πρώιμη μυκηναϊκή εποχή (1500 π.Χ. περίπου).
Ο τάφος ήταν
συλημένος αλλά περιείχε ένα στενόμακρο λάκκο, μέσα στον οποίο βρέθηκαν σπουδαία
ταφικά ευρήματα (κτερίσματα): όπλα, σφραγιδόλιθοι, τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα
με σκηνές κυνηγιού ταύρου κλπ. Η ταφή αποδόθηκε στο λεγόμενο Πρίγκηπα του
Βαφειού, ο οποίος είχε θησαυρίσει αντικείμενα πολυτελείας, εισηγμένα, με
ανταλλαγή το περίφημο μάρμαρο της περιοχής, γνωστό ως Lapis Lacedaemonius.
"Ο Χρήστος Τσούντας στο Βαφειό, κοντά στο
Αμυκλαίο της Σπάρτης στη Λακωνία, ολοκλήρωσε τις έρευνες ενός θολωτού τάφου που
είχε ανακαλυφτεί δεκαετίες ολόκληρες πριν, και ανακάλυψε μέσα σ' αυτόν ολόκληρο
θησαυρό: χάλκινα ξίφη, μαχαίρια, σφραγιδόλιθους από κάθε λογής πολύτιμους
λίθους, λυχνάρια, σκεύη και πολλά άλλα. Όμως τα πιο θαυμαστά ήταν δυο χρυσά
κύπελλα, τα "ποτήρια του Βαφειού" που χρονολογούνται στο 15ο αι. π.Χ.
Είναι και τα δυο φτιαγμένα με μοναδική τέχνη,
από τον ίδιο τεχνίτη και αποτελούν ζευγάρι. Αν και τα δυο στολίζονται με
ανάγλυφες παραστάσεις βοδιών, οι σκηνές είναι πολύ αντίθετες. Η μια είναι ήρεμη
και ειδυλλιακή ενώ η άλλη έντονη και άγρια.
Στο ένα κύπελο, με την ήρεμη σκηνή, ένας άντρας
έχει δέσει το πόδι ενός ταύρου με σκοινί και τον απομακρύνει, ενώ στη μέση ένας
ταύρος και μια αγελάδα, συναντιούνται. Στη δεξιά άκρη ένας άλλος ταύρος φαίνεται
σα να 'ρχεται εκείνη τη στιγμή.
Στο άλλο κύπελο παριστάνεται το κυνήγι τριών
άγριων ταύρων. Ο ένας έχει πιαστεί κιόλας στο δίχτυ της παγίδας, ενώ οι άλλοι
τρέχουν να ξεφύγουν.
Και στα δυο ποτήρια έχουν παρασταθεί με
εξαιρετική τέχνη οι θάμνοι, τα δέντρα, τα φυλλώματα, οι βράχοι. Τα λυγερά και
νευρώδη σώματα των αντρών και η απεικόνιση της φύσης και του βίου των ζώων, όπως
λέει ο Χρ. Τσούντας, φανερώνουν γνωρίσματα κρητικής τέχνης. Ο επιδέξιος τεχνίτης
αυτών των περίφημων ποτηριών πρέπει να ήταν Μινωίτης."
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΠΑΠΟΥΛΙΩΝ
Ο τύμβος στη θέση Αγ. Ιωάννης Παπουλίων (Εικόνα
22) ανασκάφηκε από τον Σπ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1954-1955. Εργασίες έγιναν
επίσης υπό την εποπτεία του Γ. Κορρέ κατά τα έτη 1978 και 1980.
Με βάση τα ευρήματα των ετών 1954 και 1980 ο
τύμβος φαίνεται να είχε δύο κατασκευαστικές φάσεις (αρχές ΜΕ και Τέλη ΜΕ).
Περιείχε ταφές μέσα σε πίθους, τοποθετημένους σε οριζόντια διάταξη και ακτινωτά
σ την περιφέρεια του. Στο κέντρο περίπου του τύμβου, υπήρχε πεταλόσχημη
κατασκευή που ερμηνεύτηκε ως κενοτάφιο σε σχήμα οικίας. Το κενοτάφιο, σ το
κέντρο του τύμβου και οι ταφές σ τους πίθους ανήκουν σύμφωνα με τον Μαρινάτο,
στην ύστερη μεσοελλαδική φάση.
Κατά Mee & Cavabagh 1998 Αγ. Ιωάννης
Παπούλια Πυλέας
Ο Κορρές ωστόσο αναφέρει ότι πρόκειται για
μεταγενέστερη κατασκευή που άλλαξε την αρχική μορφή του εσωτερικού του ΜΕ τύμβου
(Κορρές, 1980: 149). Θεωρεί ότι πρόκειται για ανάλογη περίπτωση με αυτή της
Βοϊδοκοιλιάς αλλά στη θέση του θολωτού έχουμε αυτό το κενοτάφιο το οποίο μοιάζει
με θόλο και θα μπορούσε να αποτελεί τον πρόδρομο του Μεσσηνιακού θολωτού τάφου (Korres,
1990: 9). Σε κοντινή απόσταση με τον τύμβο, στην είσοδο του χωριού Παπούλια,
βρέθηκε μικρός θολωτός τάφος που περιείχε δύο λάκκους και ίχνη πυρράς σ το
δάπεδο του. Από τα λίγα μυκηναϊκά όστρακα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του ο τάφος
χρονολογείται στην ΥΕ περίοδο (ΠΑΕ, 1955: 255 & Antonaccio, 1995: 73)
http://www.hellinon.net/ANEOMENA/TholotoiTafoi.htm ΕΡΓΑΣΙΑ -ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ
ΑπάντησηΔιαγραφή