Συγγραφέας:Τσαπόγας Μίλτος(Kane)
Το Κάστρο της Μονεμβασιάς στη Μηχανή του Χρόνου
Όπως του Μιζηθρά το κάστρο, τα φημισμένα φρούρια του Ναυπλίου και τα θαλασσοδαρμένα καστέλια Μεθώνης και Κορώνης, έτσι, τόσο σπουδαίος είναι και ο οχυρός αυτός ξερόβραχος της ανατολικής Λακωνίας που πρόκειται να επισκεφτούμε στο νέο μας αυτό ταξίδι του Φλεβάρη.
Η Μονεμβασιά, οι ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι αποικήθηκε για πρώτη φορά το έτος 583 μ. Χ. κατά την περίοδο διακυβέρνησης του αξιόλογου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μαυρίκιου. Την χρονική εκείνη περίοδο, όπως μας γνωρίζει ένας ιδιόμορφος παλαιοχριστιανικός κώδικας που βρέθηκε από τους αρχαιολόγους, Λάκωνες κυνηγημένοι από επιδρομές Αβάρων «δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν .....
ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον. Εν τούτοις,
έχουν διασωθεί μαρτυρίες οι οποίες καταδυκνίουν ότι η κορυφή του βράχου -μάλλον άγνωστο σε ποιό σημείο της- είχε οχυρωθεί από πολύ παλαιότερα, από τα χρόνια που τα ελληνικά πελάγη αφροκοπούσαν κατά το πέρασμα των καραβιών των μεγάλων κυρίαρχων της εποχής του Χαλκού Μινωϊτών. Οι Μινωίτες λοιπόν, οι μεγάλοι αυτοί θαλασσοκράτορες της αρχαιότητας, φαίνεται ότι θεμελίωσαν το πρώτο στην ιστορία φρούριο της Μονεμβασιάς μέσω του οποίου αποσκοπούσαν στο να προστατεύουν το πολύ λειτουργικό αραξοβόλι της Επιδαύρου Λιμηράς.
Από τα τέλη του 6ου αιώνα μ. Χ. έως και τα μέσα του 13ου, η Μονεμβασιά ξεκινά σταδιακά από πολίχνη σημασίας δευτερεύουσας για τον μεσαιωνικό Μοριά, να εξελίσεται σε μια από τις ισχυρότερες καστροπολιτείες της αυτοκρατορίας, δίχως να της λείπουν ωστόσο και οι επιθεσείς τις οποίες δέχθηκε, όχι μόνον από τους διάφορους επιδρομείς (η σημαντικότερη επίθεση που δέχθηκε ως τον 13ο αιώνα και η οποία αποκρούσθηκε επιτυχώς, ήταν στα 1147 από το νορμανδικό στόλο και το ναύαρχό του Γεώργιο Αντιοχέα), αλλά και από την ίδια τη μοίρα. Στα 746 στη μικρή πόλη της Μονεμβασιάς ξεσπά ο θανατηφόρος λοιμός της πανώλης, ο βράχος ερειμώνεται όμως καταφέρνει ξανά να αποκτήσει ζωή και λαμπρότητα ύστερα από ελάχιστα χρόνια.
Αρκετούς αιώνες κατόπιν αυτού του γεγονότος, στα 1246, ένας ακόμη λαός της μεσαιωνικής Ευρώπης παίρνει το δρόμο για τον τριακοσσίων μέτρων ύψους απόκρημνο βράχο των ακτών της Λακωνικής με προθέσεις κατάκτησης. Επικεφαλής των πολιορκητών δεν ήταν άλλος από το θαρραλέο φράγκο ιππότη και πρίγκιπα του Μοριά Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο (Guillame de Villehardouin). Για τον Βιλλεαρδουίνο, η Μονεμβασιά θα αποτελούσε το πολυτιμότερο έπαθλο των κατακτήσεών του, καθότι ήταν η μοναδική καστροπολιτεία της Πελοποννήσου που είχε κατορθώσει να παραμείνει σε χέρια ελληνικά όλα τα χρόνια -μισό αιώνα περίπου- που το υπόλοιπο διαμέρισμα ρημαζόταν από το σπαθί των σταυροφορεμένων ιπποτών. Αιτία ωστόσο που ο Βιλλεαρδουίνος ποθούσε τόσο να κατακτήσει το απόρθητο φρούριο, αποτελούσε και η συνεχής επικοινωνία με την οποία βρισκόταν η Μονεμβασιά με τις βυζαντινές δυνάμεις της Νίκαιας οι οποίες είχαν αυτοκράτορα τους το Θεόδωρο Α' Λάσκαρη που σκόπευε χρησιμοποιώντας τη χερσόνησο να επιχειρήσει την ανάκτηση των βυζαντινών εδαφών. Έτσι λοιπόν, ο πρίγκιπας, βλέποντας τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν, μάζεψε ιππότες και πεζούς, έκανε και τις κατάλληλες συμφωνίες με τους κόμιτες και μαρκησίους από τη Στερεά Ελλάδα, πήρε στο πλευρό του και τον υποτελή του «Μέγα Κύρη» της Αθήνας Γκυ Ντελαρός και κατά το Μάρτιο μήνα, έχοντας επιπλέον εξασφαλίσει τη ναυτική βοήθεια της Βενετίας ξεκινά τον πόλεμο. Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να παρακολουθήσουμε πως περιέγραψε ο ανώνυμος φραγκορωμιός συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως την απαρχή της μεγάλης αυτής πολιορκίας:
Κι αφότου άνοιξε ο καιρός από τον μάρτιον μήναν
καταπαντόθεν ήλθασιν εκείνα τα φουσσάτα,
εις τα λιβάδια του Νικλίου, εκείσε εις τους κάμπους
εγίνετον η σώρεψις εκείνων των φουσσάτων,
κι απέκει ολόρθα εδιάβησαν εις την Μονοβασίαν.
Τα κάτεργα τα τέσσαρα ήλθαν των Βενετίκων
Κ' εστήκαν από τον αιγιαλόν, την θάλασσαν επιάσαν,
Εδιόρθωσεν ο πρίγκιπας τον παρακαθισμόν του,
Με τέτοιον τρόπο κι αφορμήν την επαρακαθίσαν
Ετότε την Μονοβασίαν, ως το κλουβί το αηδόνι...
Σαν το αηδόνι στο κλουβί λοιπόν, περικυκλωμένοι από ολούθε οι Μονεμβασιώτες αρνούμενοι να παραδώσουν την προγονική του γη τραβούν το σκοινί της πολιορκίας για τρία έτη. Όμως, στο τρίτο έτος, η δίψα τους για την ανεξαρτησία έρχεται κατάματα με την ανάγκη τους για ζωή και αρχίζουν να λυγίζουν. Οι ατσαλόφρακτοι ιππότες κατά τη συνήθη πολιορκητική τακτική, τους είχαν αποκόψει από κάθε πηγή τροφής κι εκείνοι, αφού εξάντλησαν κάθε προμήθεια για να επιβιώσουν «εφάγασιν τους ποντικούς, ομοίως και τα κατσία (δηλ. τις γάτες). Δίχως να έχουν πιά με τι να τραφούν οι Έλληνες αποφασίζουν να ζητήσουν από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο συνθηκολόγηση. Κι έτσι, οι τρεις μεγάλοι άρχοντές τους, οι Μαμωνάς, Σοφιανός και Δαιμονογιάννης, με την καρδιά κατάμαυρη από την οδυνηρή απόφαση, διασχίζουν το δεκατετράτοξο γεφύρι που ένωνε βράχο και στεριά -τη «Μόνη Έμβαση» από την οποία απέκτησε η πόλη το όνομά της- και φθάνουν στη σκηνή του πρίγκιπα όπου κανονίζουν μαζί του τη συμφωνία.
Παρά ταύτα, επτά έτη κατόπιν, η μοίρα θα αποφάσιζε να παίξει παιχνίδι περίεργο στους φράγκους και στον υπερόπτη πρίγκιπά τους, ο οποίος αιχμαλωτίζεται από τους βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας και για να εξαγοράσει την ελευθερία του αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του τέσσερα μεγάλα κάστρα, τα κάστρα Μαΐνης, Γερακιού, Μυστρά και Μονεμβασιάς. Τα φλάμπουρα των Βυζαντινών ανεμίζονται και πάλι απάνω στον ξερόβραχο ο οποίος κατορθώνει να ηρεμήσει για τρεις δεκαετίες. Λίγο πρωτού εκπνεύσει ο 13ος αιώνας, οι Μονεμβασιώτες δέχονται τη σφοδρή επίθεση των ανδρών του ξακουσμένου Καταλανού ναυάρχου της εποχής Ρογήρου ντε Λούρια (Roger de Lluria), ωστόσο, με την αυγή του 14ου αι. ο βράχος της Μονεμβασιάς ως μοναδικό πλέον λιμάνι του Δεσποτάτου του Μορέως θα απολάμβανε επιπλέον προνόμια από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο.
Κατόπιν αυτών, η Μονεμβασιά, μέχρι και τα χρόνια της εθνεγερσίας θα πηγαινοερχόταν ενναλάξ στα ξένα χέρια των Ενετών και των Τούρκων (αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι, για μια εικοσιπενταετία, από το 1690 έως το 1715, είχαν καταστήσει τη Μονεμβασιά πρωτεύουσα ολόκληρης της Λακωνίας) ώσπου τελικώς να καταλήξει στους φυσικούς της ιδιοκτήτες, έπειτα από τετράμηνη πολιορκία που οι Τούρκοι υπέστησαν από τα ψυχωμένα λιοντάρια του εικοσιένα.
Διαβαίνοντας τη «Μόνη Έμβαση». Εικόνες κι Εντυπώσεις από το Κάστρο Σήμερα
Η βυζαντινή πολίχνη της Μονεμβασιάς βρίσκεται κτισμένη επάνω σε γιγαντιαίο 300 μ. ύψους και 1,8 χιλ. μήκους άνυδρο βράχο της ανατολικής Λακωνίας ο οποίος βρέχεται από όλες τις μεριές του από το θαλασσινό νερό, ενώ επικοινωνεί με τη στεριά μέσω μιας γέφυρας μήκους 130 μέτρων. Από τα υπολλείματα των ετών εκείνων, σήμερα παραμένουν σε άρτια κατάσταση ελάχιστα, ωστόσο εντυπωσιακά, με θαυμαστό παράδειγμα το βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας του κάστρου για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά σε λίγο.
Η είσοδος για το σημερινό παραδοσιακό οικισμό είναι ιδιαιτέρως γραφική, καμαροσπέπαστη, κι αποτελεί τμήμα των εξωτερικών τειχών του κάστρου. Τη διαβαίνει κανείς μονάχα με τα πόδια, έτσι όπως γίνεται η κυκλοφορία και μέσα στην πόλη, μια πόλη η οποία με τη μοναδική αρχιτεκτονική της τροφοδοτεί τη φαντασία του ανθρώπου όσο κάθε άλλη με εικόνες ρομαντισμού, όλες βγαλμένες από τα ηρωϊκά χρόνια της εποχής του μεσαίωνα. Το δρομάκι που θα ακολουθήσει ο ταξιδιώτης για να σκαρφαλώσει στο κάστρο, είναι όλο καλντεριμωμένο και από την αρχή του σε περνά από όλα τα μικρομάγαζα, τα ταβερνάκια και τα ξενοδοχεία της πολίχνης που κάθε ένα από αυτά συνθέτει το μωσαϊκό του αναπαλαιωμένου οικισμού της «Κάτω Πόλης». Στη συνέχεια, περπατώντας κατά την ανατολή, συναντά κανείς τη λιλιπούτεια -πλην όμως κτισμένη όμορφα με ένα μεγάλο κανόνι στη μέση της- πλατεΐτσα του οικισμού όπου βρίσκεται από το 12ο αι. μ. Χ. το βυζαντινό εκκλησάκι του Χριστού του Ελκόμενου. Προτού περάσει κανείς την πόρτα του αξίζει να ρίξει την προσοχή του στο υπέρθυρο όπου μια μαρμάρινη πλάκα αναπαριστά δύο παγώνια τα οποία κρατούν με τα νύχια τους ένα φίδι, ενώ στη μέση διακρίνεται το κεφάλι μιας αγελάδας.
Και άλλες εκκλησίες υπάρχουν στην «Κάτω Πόλη», όπως της Παναγιάς της Χρυσαφίτισσας (16ος αι.), της Μυρτιδιώτισσας (18ος αι.) αλλά και του Αγίου Νικολάου που' χει εντοιχισμένη στο υπέρθυρο μια επιγραφή κτητορική όπου είναι σκαλισμένος ένας βυζαντινός δικέφαλος αετός. Πάνωθε, ορθώνει το ανάστημά του περικυκλώνοντας περίτεχνα τον ξερόβραχο, το επιβλητικό κάστρο όπου και ο ερειπιώνας της «Απάνω Πόλης». Για να φτάσει κάποιος στην καρδιά του φρουρίου, θέλει ίσα με είκοσι λεπτά ανάβαση, μα είναι τέτοια η διαδρομή που για να σ' ανταμείψει για τον κόπο σου σε περνά μέσα από τείχη Ενετικά και Τούρκικα, χώρους ανήλιαγους και πύλες καμαροσκέπαστες με σιδεροντυμένες βαριές καστρόπορτες διάτρητες από σφαίρες. Ένα τοπίο αλλοτινό, παραμυθένιο. Ανάμεσα στην πληθώρα των λειψάνων που ανεμοδέρνονται ολιμερίς από τους θαλασσινούς αέρηδες του Μυρτώου, στέκει διατηρημένη ως άνθρωπος εν μέσω φαντασμάτων η βυζαντινή εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.
Η Αγιά-Σοφιά μας ιστορεί μια πλάκα εμπρός της, είναι οκταγωνικός τρουλαίος ναός με πρόκτισμα στη νότια πλευρά. Κτίσθηκε το 12ο αιώνα (1149-1150). Ο γλυπτός της διάκοσμος χρονολογείται το 12ο αιώνα και οι τοιχογραφίες του ανάγονται στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα. Η γραπτή και προφορική παράδοση συνδέει την εκκλησία με τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328). Ο ναός, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια. Μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού, επειδή θεωρήθηκε πιστό αντίγραφο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Στην περίοδο της Α' Τουρκοκρατίας (1540-1690) μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, το «Φετιχέ» ή του «Σουλτάνου Σουλεϊμάν» με την προσθήκη μιχράμπ (κόχγη ιερού) και μιναρέ στη νότια πλευρά. Στην περίοδο της Β' Ενετοκρατίας (1690-1715) αποτέλεσε το καθολικό μονής δυτικού δόγματος αφιερωμένο στη Madonna del Carmine, με την προσθήκη διώροφου εξωνάρθηκα. Ως μουσουλμανικό τέμενος επαναλειτούργησε στην περίοδο της Β' Τουρκοκρατίας (1715-1821) και επέστρεψε στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1821. Τέλος, οι χρονολογίες 1827 και 1845 στη δυτική όψη αντιστοιχούν σε εργασίες επισκευής του ναού. Το μνημείο αναστηλώθηκε το 1958/59 από τον Ευστάθιο Στίκα.
Λίγες εκατοντάδες βήματα από την Αγιά-Σοφιά και σε σημείο όπου μπορεί κανείς να ατενίσει από ψηλά τη «Μόνη Έμβαση» καθώς και τη σύγχρονη άκομψη πόλη της Μονεμβασιάς, βρίσκεται η ακρόπολη του κάστρου, που, σαν όλες τις ακροπόλεις των τόσο παλαιών φρουρίων της πατρίδας μας, είναι γεμάτη από τα πέτρινα σκέλεθρα του δοξασμένου της παρελθόντος. Η Μονεμβασιά, ένεκα της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης έχει χαρακτηρισθεί και έχει μείνει στην ιστορία με την ονομασία «Το Γιβραλτάρ» της Ελλάδος και της Ανατολής. Για ετούτο το «Γιβραλτάρ» λοιπόν, που με τους ανθρώπους του και τα τετράψηλα καλοδουλεμένα του τείχη στάθηκε ως ήρωας έπους μεσαιωνικού σε κάθε πρόκληση εχθρική, έγραψε ο έμπειρος καστροπεριηγητής του περασμένου αιώνα Ιωάννης Σφηκόπουλος τα κάτωθι, που θα αποτελέσουν και τον επίλογο του ταξιδιού μας:
«Δεν νομίζω πως η θέση που κατέχει στην καρδιά του κάθε Έλληνα η Ακρόπολη κι ο Παρθενώνας θα πρέπει να να είναι πιο μεγάλη από αυτή που θα πρέπει να κατέχει η Μονεμβασία. Το αίσθημα της υπερηφάνειας που μας καταλαμβάνει όταν ατενίζουμε την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα νομίζω πως πρέπει να είναι το ίδιο μ' αυτό που αισθανόμεθα όταν ατενίζουμε τη Μονεμβασιά, το γίγα αυτό του Μεσαιωνικού Ελληνικού μεγαλείο και της παλληκαριάς.»
Πηγές
* Νικόλαου Κουμαρτζή: Κάστρα και Θρύλοι στην Ελλάδα, Αρχέτυπο.
* ’γνωστου: Το Χρονικόν του Μορέως, Εκάτη.
* R. Klaus-U.Steinmuller: Μονεμβασιά, Ιστορία και Περιγραφή της Πόλεως.
* Αλέξανδρου Παραδείση: Κάστρα και Φρούρια στην Ελλάδα, Ευσταθιάδης.
* Δομή Εγκυκλοπαίδεια, Δομή.
* Φώτη Κόντογλου, Ο Καστρολόγος, Αρμός.
κουτί:
Το Περίφημο Κρασί «Malvasia»
Παρότι το οδοιπορικό μας δεν δύναται να αναπτύξει σε βάθος την ιστορία της πόλεως της Μονεμβασιάς, αξίζει να σημειωθεί πως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης κατά τα χρόνια του μεσαίωνα, ήταν η παραγωγή και εξαγωγή του ξακουσμένου γλυκού κρασιού «Malvasia», ενός ποτού το οποίο κατασκευάζεται σήμερα από την Οινοποιητική Μονεμβασιάς.
Ο ιστορικός βράχος της Μονεμβασιάς και η «Μόνη Έμβαση».
Τα τείχη του κάστρου όπως περικυκλώνουν το γιγάντιο ξερόβραχο της Λακωνίας.
Η είσοδος στην «Κάτω Πόλη».
Περπατώντας στο λιθόστρωτο δρομάκι της «Κάτω Πόλης».
Μερική άποψη του βράχου από το μονοπάτι για το κάστρο.
Σούρουπο στην ερειπωμένη «Απάνω Πόλη».
Κτίσμα σχήματος τετραγώνου (πιθανότατα πύργος) στην «Απάνω Πόλη».
Ο βυζαντινός ναός της Αγιά-Σοφιάς ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση αποτελεί μικρογραφία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης.
Μια από τις λιγοστές αίθουσες που έχουν διασωθεί στο κάστρο.
Νύχτα στη γεμάτη με υπέροχα παλαιά αρχοντικά «Κάτω Πόλη».
Από την Ομάδα Πυθέας
Το Κάστρο της Μονεμβασιάς στη Μηχανή του Χρόνου
Όπως του Μιζηθρά το κάστρο, τα φημισμένα φρούρια του Ναυπλίου και τα θαλασσοδαρμένα καστέλια Μεθώνης και Κορώνης, έτσι, τόσο σπουδαίος είναι και ο οχυρός αυτός ξερόβραχος της ανατολικής Λακωνίας που πρόκειται να επισκεφτούμε στο νέο μας αυτό ταξίδι του Φλεβάρη.
Η Μονεμβασιά, οι ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι αποικήθηκε για πρώτη φορά το έτος 583 μ. Χ. κατά την περίοδο διακυβέρνησης του αξιόλογου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μαυρίκιου. Την χρονική εκείνη περίοδο, όπως μας γνωρίζει ένας ιδιόμορφος παλαιοχριστιανικός κώδικας που βρέθηκε από τους αρχαιολόγους, Λάκωνες κυνηγημένοι από επιδρομές Αβάρων «δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν .....
ευρόντες και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον. Εν τούτοις,
έχουν διασωθεί μαρτυρίες οι οποίες καταδυκνίουν ότι η κορυφή του βράχου -μάλλον άγνωστο σε ποιό σημείο της- είχε οχυρωθεί από πολύ παλαιότερα, από τα χρόνια που τα ελληνικά πελάγη αφροκοπούσαν κατά το πέρασμα των καραβιών των μεγάλων κυρίαρχων της εποχής του Χαλκού Μινωϊτών. Οι Μινωίτες λοιπόν, οι μεγάλοι αυτοί θαλασσοκράτορες της αρχαιότητας, φαίνεται ότι θεμελίωσαν το πρώτο στην ιστορία φρούριο της Μονεμβασιάς μέσω του οποίου αποσκοπούσαν στο να προστατεύουν το πολύ λειτουργικό αραξοβόλι της Επιδαύρου Λιμηράς.
Από τα τέλη του 6ου αιώνα μ. Χ. έως και τα μέσα του 13ου, η Μονεμβασιά ξεκινά σταδιακά από πολίχνη σημασίας δευτερεύουσας για τον μεσαιωνικό Μοριά, να εξελίσεται σε μια από τις ισχυρότερες καστροπολιτείες της αυτοκρατορίας, δίχως να της λείπουν ωστόσο και οι επιθεσείς τις οποίες δέχθηκε, όχι μόνον από τους διάφορους επιδρομείς (η σημαντικότερη επίθεση που δέχθηκε ως τον 13ο αιώνα και η οποία αποκρούσθηκε επιτυχώς, ήταν στα 1147 από το νορμανδικό στόλο και το ναύαρχό του Γεώργιο Αντιοχέα), αλλά και από την ίδια τη μοίρα. Στα 746 στη μικρή πόλη της Μονεμβασιάς ξεσπά ο θανατηφόρος λοιμός της πανώλης, ο βράχος ερειμώνεται όμως καταφέρνει ξανά να αποκτήσει ζωή και λαμπρότητα ύστερα από ελάχιστα χρόνια.
Αρκετούς αιώνες κατόπιν αυτού του γεγονότος, στα 1246, ένας ακόμη λαός της μεσαιωνικής Ευρώπης παίρνει το δρόμο για τον τριακοσσίων μέτρων ύψους απόκρημνο βράχο των ακτών της Λακωνικής με προθέσεις κατάκτησης. Επικεφαλής των πολιορκητών δεν ήταν άλλος από το θαρραλέο φράγκο ιππότη και πρίγκιπα του Μοριά Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο (Guillame de Villehardouin). Για τον Βιλλεαρδουίνο, η Μονεμβασιά θα αποτελούσε το πολυτιμότερο έπαθλο των κατακτήσεών του, καθότι ήταν η μοναδική καστροπολιτεία της Πελοποννήσου που είχε κατορθώσει να παραμείνει σε χέρια ελληνικά όλα τα χρόνια -μισό αιώνα περίπου- που το υπόλοιπο διαμέρισμα ρημαζόταν από το σπαθί των σταυροφορεμένων ιπποτών. Αιτία ωστόσο που ο Βιλλεαρδουίνος ποθούσε τόσο να κατακτήσει το απόρθητο φρούριο, αποτελούσε και η συνεχής επικοινωνία με την οποία βρισκόταν η Μονεμβασιά με τις βυζαντινές δυνάμεις της Νίκαιας οι οποίες είχαν αυτοκράτορα τους το Θεόδωρο Α' Λάσκαρη που σκόπευε χρησιμοποιώντας τη χερσόνησο να επιχειρήσει την ανάκτηση των βυζαντινών εδαφών. Έτσι λοιπόν, ο πρίγκιπας, βλέποντας τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν, μάζεψε ιππότες και πεζούς, έκανε και τις κατάλληλες συμφωνίες με τους κόμιτες και μαρκησίους από τη Στερεά Ελλάδα, πήρε στο πλευρό του και τον υποτελή του «Μέγα Κύρη» της Αθήνας Γκυ Ντελαρός και κατά το Μάρτιο μήνα, έχοντας επιπλέον εξασφαλίσει τη ναυτική βοήθεια της Βενετίας ξεκινά τον πόλεμο. Χρήσιμο είναι στο σημείο αυτό να παρακολουθήσουμε πως περιέγραψε ο ανώνυμος φραγκορωμιός συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως την απαρχή της μεγάλης αυτής πολιορκίας:
Κι αφότου άνοιξε ο καιρός από τον μάρτιον μήναν
καταπαντόθεν ήλθασιν εκείνα τα φουσσάτα,
εις τα λιβάδια του Νικλίου, εκείσε εις τους κάμπους
εγίνετον η σώρεψις εκείνων των φουσσάτων,
κι απέκει ολόρθα εδιάβησαν εις την Μονοβασίαν.
Τα κάτεργα τα τέσσαρα ήλθαν των Βενετίκων
Κ' εστήκαν από τον αιγιαλόν, την θάλασσαν επιάσαν,
Εδιόρθωσεν ο πρίγκιπας τον παρακαθισμόν του,
Με τέτοιον τρόπο κι αφορμήν την επαρακαθίσαν
Ετότε την Μονοβασίαν, ως το κλουβί το αηδόνι...
Σαν το αηδόνι στο κλουβί λοιπόν, περικυκλωμένοι από ολούθε οι Μονεμβασιώτες αρνούμενοι να παραδώσουν την προγονική του γη τραβούν το σκοινί της πολιορκίας για τρία έτη. Όμως, στο τρίτο έτος, η δίψα τους για την ανεξαρτησία έρχεται κατάματα με την ανάγκη τους για ζωή και αρχίζουν να λυγίζουν. Οι ατσαλόφρακτοι ιππότες κατά τη συνήθη πολιορκητική τακτική, τους είχαν αποκόψει από κάθε πηγή τροφής κι εκείνοι, αφού εξάντλησαν κάθε προμήθεια για να επιβιώσουν «εφάγασιν τους ποντικούς, ομοίως και τα κατσία (δηλ. τις γάτες). Δίχως να έχουν πιά με τι να τραφούν οι Έλληνες αποφασίζουν να ζητήσουν από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο συνθηκολόγηση. Κι έτσι, οι τρεις μεγάλοι άρχοντές τους, οι Μαμωνάς, Σοφιανός και Δαιμονογιάννης, με την καρδιά κατάμαυρη από την οδυνηρή απόφαση, διασχίζουν το δεκατετράτοξο γεφύρι που ένωνε βράχο και στεριά -τη «Μόνη Έμβαση» από την οποία απέκτησε η πόλη το όνομά της- και φθάνουν στη σκηνή του πρίγκιπα όπου κανονίζουν μαζί του τη συμφωνία.
Παρά ταύτα, επτά έτη κατόπιν, η μοίρα θα αποφάσιζε να παίξει παιχνίδι περίεργο στους φράγκους και στον υπερόπτη πρίγκιπά τους, ο οποίος αιχμαλωτίζεται από τους βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας και για να εξαγοράσει την ελευθερία του αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του τέσσερα μεγάλα κάστρα, τα κάστρα Μαΐνης, Γερακιού, Μυστρά και Μονεμβασιάς. Τα φλάμπουρα των Βυζαντινών ανεμίζονται και πάλι απάνω στον ξερόβραχο ο οποίος κατορθώνει να ηρεμήσει για τρεις δεκαετίες. Λίγο πρωτού εκπνεύσει ο 13ος αιώνας, οι Μονεμβασιώτες δέχονται τη σφοδρή επίθεση των ανδρών του ξακουσμένου Καταλανού ναυάρχου της εποχής Ρογήρου ντε Λούρια (Roger de Lluria), ωστόσο, με την αυγή του 14ου αι. ο βράχος της Μονεμβασιάς ως μοναδικό πλέον λιμάνι του Δεσποτάτου του Μορέως θα απολάμβανε επιπλέον προνόμια από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο.
Κατόπιν αυτών, η Μονεμβασιά, μέχρι και τα χρόνια της εθνεγερσίας θα πηγαινοερχόταν ενναλάξ στα ξένα χέρια των Ενετών και των Τούρκων (αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι, για μια εικοσιπενταετία, από το 1690 έως το 1715, είχαν καταστήσει τη Μονεμβασιά πρωτεύουσα ολόκληρης της Λακωνίας) ώσπου τελικώς να καταλήξει στους φυσικούς της ιδιοκτήτες, έπειτα από τετράμηνη πολιορκία που οι Τούρκοι υπέστησαν από τα ψυχωμένα λιοντάρια του εικοσιένα.
Διαβαίνοντας τη «Μόνη Έμβαση». Εικόνες κι Εντυπώσεις από το Κάστρο Σήμερα
Η βυζαντινή πολίχνη της Μονεμβασιάς βρίσκεται κτισμένη επάνω σε γιγαντιαίο 300 μ. ύψους και 1,8 χιλ. μήκους άνυδρο βράχο της ανατολικής Λακωνίας ο οποίος βρέχεται από όλες τις μεριές του από το θαλασσινό νερό, ενώ επικοινωνεί με τη στεριά μέσω μιας γέφυρας μήκους 130 μέτρων. Από τα υπολλείματα των ετών εκείνων, σήμερα παραμένουν σε άρτια κατάσταση ελάχιστα, ωστόσο εντυπωσιακά, με θαυμαστό παράδειγμα το βυζαντινό ναό της Αγίας Σοφίας του κάστρου για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικά σε λίγο.
Η είσοδος για το σημερινό παραδοσιακό οικισμό είναι ιδιαιτέρως γραφική, καμαροσπέπαστη, κι αποτελεί τμήμα των εξωτερικών τειχών του κάστρου. Τη διαβαίνει κανείς μονάχα με τα πόδια, έτσι όπως γίνεται η κυκλοφορία και μέσα στην πόλη, μια πόλη η οποία με τη μοναδική αρχιτεκτονική της τροφοδοτεί τη φαντασία του ανθρώπου όσο κάθε άλλη με εικόνες ρομαντισμού, όλες βγαλμένες από τα ηρωϊκά χρόνια της εποχής του μεσαίωνα. Το δρομάκι που θα ακολουθήσει ο ταξιδιώτης για να σκαρφαλώσει στο κάστρο, είναι όλο καλντεριμωμένο και από την αρχή του σε περνά από όλα τα μικρομάγαζα, τα ταβερνάκια και τα ξενοδοχεία της πολίχνης που κάθε ένα από αυτά συνθέτει το μωσαϊκό του αναπαλαιωμένου οικισμού της «Κάτω Πόλης». Στη συνέχεια, περπατώντας κατά την ανατολή, συναντά κανείς τη λιλιπούτεια -πλην όμως κτισμένη όμορφα με ένα μεγάλο κανόνι στη μέση της- πλατεΐτσα του οικισμού όπου βρίσκεται από το 12ο αι. μ. Χ. το βυζαντινό εκκλησάκι του Χριστού του Ελκόμενου. Προτού περάσει κανείς την πόρτα του αξίζει να ρίξει την προσοχή του στο υπέρθυρο όπου μια μαρμάρινη πλάκα αναπαριστά δύο παγώνια τα οποία κρατούν με τα νύχια τους ένα φίδι, ενώ στη μέση διακρίνεται το κεφάλι μιας αγελάδας.
Και άλλες εκκλησίες υπάρχουν στην «Κάτω Πόλη», όπως της Παναγιάς της Χρυσαφίτισσας (16ος αι.), της Μυρτιδιώτισσας (18ος αι.) αλλά και του Αγίου Νικολάου που' χει εντοιχισμένη στο υπέρθυρο μια επιγραφή κτητορική όπου είναι σκαλισμένος ένας βυζαντινός δικέφαλος αετός. Πάνωθε, ορθώνει το ανάστημά του περικυκλώνοντας περίτεχνα τον ξερόβραχο, το επιβλητικό κάστρο όπου και ο ερειπιώνας της «Απάνω Πόλης». Για να φτάσει κάποιος στην καρδιά του φρουρίου, θέλει ίσα με είκοσι λεπτά ανάβαση, μα είναι τέτοια η διαδρομή που για να σ' ανταμείψει για τον κόπο σου σε περνά μέσα από τείχη Ενετικά και Τούρκικα, χώρους ανήλιαγους και πύλες καμαροσκέπαστες με σιδεροντυμένες βαριές καστρόπορτες διάτρητες από σφαίρες. Ένα τοπίο αλλοτινό, παραμυθένιο. Ανάμεσα στην πληθώρα των λειψάνων που ανεμοδέρνονται ολιμερίς από τους θαλασσινούς αέρηδες του Μυρτώου, στέκει διατηρημένη ως άνθρωπος εν μέσω φαντασμάτων η βυζαντινή εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.
Η Αγιά-Σοφιά μας ιστορεί μια πλάκα εμπρός της, είναι οκταγωνικός τρουλαίος ναός με πρόκτισμα στη νότια πλευρά. Κτίσθηκε το 12ο αιώνα (1149-1150). Ο γλυπτός της διάκοσμος χρονολογείται το 12ο αιώνα και οι τοιχογραφίες του ανάγονται στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα. Η γραπτή και προφορική παράδοση συνδέει την εκκλησία με τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328). Ο ναός, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ήταν αφιερωμένος στην Παναγία Οδηγήτρια. Μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 αφιερώθηκε στη Σοφία του Θεού, επειδή θεωρήθηκε πιστό αντίγραφο της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Στην περίοδο της Α' Τουρκοκρατίας (1540-1690) μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, το «Φετιχέ» ή του «Σουλτάνου Σουλεϊμάν» με την προσθήκη μιχράμπ (κόχγη ιερού) και μιναρέ στη νότια πλευρά. Στην περίοδο της Β' Ενετοκρατίας (1690-1715) αποτέλεσε το καθολικό μονής δυτικού δόγματος αφιερωμένο στη Madonna del Carmine, με την προσθήκη διώροφου εξωνάρθηκα. Ως μουσουλμανικό τέμενος επαναλειτούργησε στην περίοδο της Β' Τουρκοκρατίας (1715-1821) και επέστρεψε στη χριστιανική λατρεία μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1821. Τέλος, οι χρονολογίες 1827 και 1845 στη δυτική όψη αντιστοιχούν σε εργασίες επισκευής του ναού. Το μνημείο αναστηλώθηκε το 1958/59 από τον Ευστάθιο Στίκα.
Λίγες εκατοντάδες βήματα από την Αγιά-Σοφιά και σε σημείο όπου μπορεί κανείς να ατενίσει από ψηλά τη «Μόνη Έμβαση» καθώς και τη σύγχρονη άκομψη πόλη της Μονεμβασιάς, βρίσκεται η ακρόπολη του κάστρου, που, σαν όλες τις ακροπόλεις των τόσο παλαιών φρουρίων της πατρίδας μας, είναι γεμάτη από τα πέτρινα σκέλεθρα του δοξασμένου της παρελθόντος. Η Μονεμβασιά, ένεκα της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης έχει χαρακτηρισθεί και έχει μείνει στην ιστορία με την ονομασία «Το Γιβραλτάρ» της Ελλάδος και της Ανατολής. Για ετούτο το «Γιβραλτάρ» λοιπόν, που με τους ανθρώπους του και τα τετράψηλα καλοδουλεμένα του τείχη στάθηκε ως ήρωας έπους μεσαιωνικού σε κάθε πρόκληση εχθρική, έγραψε ο έμπειρος καστροπεριηγητής του περασμένου αιώνα Ιωάννης Σφηκόπουλος τα κάτωθι, που θα αποτελέσουν και τον επίλογο του ταξιδιού μας:
«Δεν νομίζω πως η θέση που κατέχει στην καρδιά του κάθε Έλληνα η Ακρόπολη κι ο Παρθενώνας θα πρέπει να να είναι πιο μεγάλη από αυτή που θα πρέπει να κατέχει η Μονεμβασία. Το αίσθημα της υπερηφάνειας που μας καταλαμβάνει όταν ατενίζουμε την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα νομίζω πως πρέπει να είναι το ίδιο μ' αυτό που αισθανόμεθα όταν ατενίζουμε τη Μονεμβασιά, το γίγα αυτό του Μεσαιωνικού Ελληνικού μεγαλείο και της παλληκαριάς.»
Πηγές
* Νικόλαου Κουμαρτζή: Κάστρα και Θρύλοι στην Ελλάδα, Αρχέτυπο.
* ’γνωστου: Το Χρονικόν του Μορέως, Εκάτη.
* R. Klaus-U.Steinmuller: Μονεμβασιά, Ιστορία και Περιγραφή της Πόλεως.
* Αλέξανδρου Παραδείση: Κάστρα και Φρούρια στην Ελλάδα, Ευσταθιάδης.
* Δομή Εγκυκλοπαίδεια, Δομή.
* Φώτη Κόντογλου, Ο Καστρολόγος, Αρμός.
κουτί:
Το Περίφημο Κρασί «Malvasia»
Παρότι το οδοιπορικό μας δεν δύναται να αναπτύξει σε βάθος την ιστορία της πόλεως της Μονεμβασιάς, αξίζει να σημειωθεί πως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης κατά τα χρόνια του μεσαίωνα, ήταν η παραγωγή και εξαγωγή του ξακουσμένου γλυκού κρασιού «Malvasia», ενός ποτού το οποίο κατασκευάζεται σήμερα από την Οινοποιητική Μονεμβασιάς.
Ο ιστορικός βράχος της Μονεμβασιάς και η «Μόνη Έμβαση».
Τα τείχη του κάστρου όπως περικυκλώνουν το γιγάντιο ξερόβραχο της Λακωνίας.
Η είσοδος στην «Κάτω Πόλη».
Περπατώντας στο λιθόστρωτο δρομάκι της «Κάτω Πόλης».
Μερική άποψη του βράχου από το μονοπάτι για το κάστρο.
Σούρουπο στην ερειπωμένη «Απάνω Πόλη».
Κτίσμα σχήματος τετραγώνου (πιθανότατα πύργος) στην «Απάνω Πόλη».
Ο βυζαντινός ναός της Αγιά-Σοφιάς ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση αποτελεί μικρογραφία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης.
Μια από τις λιγοστές αίθουσες που έχουν διασωθεί στο κάστρο.
Νύχτα στη γεμάτη με υπέροχα παλαιά αρχοντικά «Κάτω Πόλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου