ΛΟΓΩ ΑΥΞΗΜΕΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΟΎΜΕ ΤΗΝ ΣΥΧΝΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟ BLOG. ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΘΕΙ, ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΣΥΧΝΑ ΠΥΚΝΑ ΜΕ ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΜΑΣ. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
Η ομορφιά είναι διαφορετική για τον καθένα. Πολλά όμορφα θα συναντήσεις εδώ μέσα. Θα ενημερωθείς, θα χαρείς, θα λυπηθείς, θα γελάσεις, θα προβληματιστείς, θα μάθεις, θα εκνευριστείς και θα νιώσεις πολλά ακόμα συναισθήματα. Μπορείτε ελέυθερα να αντιγράφεται τις αναρτήσεις μας αυτούσιες ή σε τμήματα αρκεί να αναφέρεστε στην πηγή με ενεργό link

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

0 Λατέρνα… μια παλιά ιστορία

Η ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο.
Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με...
καρφιά.

Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής. Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής.

Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.


Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα.

Οι δυο τους πολλοί καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα. Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια.

Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το “σταμάτημα” των τραγουδιών.


Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.

Στην Κωνσταντινούπολη ήταν “αρχόντισσα και κυρά” σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου.
Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη “χρυσή του εποχή”.

Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες.

Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.


Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση….κυριολεκτικά τίποτα.
Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε….

Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα.
Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.

Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.


Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι οι “Οργανοποιοί” – κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι – οι “Σταμπαδόροι” – ή “καρφωτές” έκαναν τα τραγούδια.

Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το “σταμπάρισμά” του στον κύλινδρο. Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,….άνθρωποι που γνώρισαν τεράστια δόξα στο χώρο αυτό. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος.


Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της. Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν.
Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821.

Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες.
Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.


Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με την εμφάνιση του γραμμόφωνου και του ραδιοφώνου.

Αρχίζει τότε να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού.
Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.

Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν.

Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ αυτό θέτει “εκτός νόμου” και τη λατέρνα.
Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και αποσύρονται στις αποθήκες.


Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά.

Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” το 1955 και το “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο” το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη.

Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο.


Η λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.

Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το “Ποτέ την Κυριακή”, “Τα κόκκινα φανάρια”. ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το “Απόδραση στην Αθήνα”.
Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.



Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική.



Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά – σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: “Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου” Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει.
Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995.

Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστής του έργου του έγινε ο Αντώνης Νασιόπουλος, που πολύ βοήθησε και επηρεάστηκε από τον προηγούμενο.

Άλλος επίσης άξιος συνεχιστής είναι ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για την αναβίωση και την κατασκευή της λατέρνας.

Το βιβλίο του μάλιστα “Λατέρνα η αρχόντισσα του δρόμου” είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για τη λατρεία αυτή τη στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...