Ο Ινδός πολιτικός που εφάρμοσε την αντίσταση χωρίς χρήση βίας πέτυχε την ανεξαρτησία της πατρίδας του από τους Βρετανούς 64 χρόνια πριν
Η δολοφονία του μεγάλου Ινδού πολιτικού, φιλοσόφου και στοχαστή Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, στις αρχές του 1948, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στον μεταπολεμικό κόσμο το οποίο επηρέασε καθοριστικά την ιστορία και το μέλλον της ινδικής χερσονήσου.
Η δολοφονία του μεγάλου Ινδού πολιτικού, φιλοσόφου και στοχαστή Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, στις αρχές του 1948, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στον μεταπολεμικό κόσμο το οποίο επηρέασε καθοριστικά την ιστορία και το μέλλον της ινδικής χερσονήσου.
Ο θάνατος του Γκάντι το 1948 ήταν απώλεια μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη της ιστορίας στην ευρύτερη περιοχή και είναι σημαντικό, για την ορθή εκτίμηση των πραγμάτων, να αναζητήσει κάποιος τους λόγους που οδήγησαν τον φανατικό ινδουιστή στο να δολοφονήσει τον Γκάντι, λαμβανομένων υπόψη και των σημερινών σχέσεων Ινδίας - Πακιστάν. Επιπλέον, τόσο η πολιτική πορεία του Γκάντι όσο και το ιστορικό γεγονός της δολοφονίας του δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη την παγκόσμια ιστορία. Εξάλλου αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Μαχάτμα Γκάντι αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες, παγκοσμίας εμβέλειας, τον 20ό αιώνα.
Ο Γκάντι γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ινδίας στις 2 Οκτωβρίου 1869 και μεγάλωσε σε πολιτικό περιβάλλον, αφού η οικογένειά του (πατέρας και παππούς) είχε διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην τοπική κοινωνία της περιοχής τους. Επηρεαζόμενος από τη μητέρα του, ήταν ιδιαίτερα πιστός τηρώντας με ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις των ιδουιστών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε ηλικία 13 ετών, πιστοί στην παράδοση, οι γονείς του αποφάσισαν να τον νυμφεύσουν με τη 10χρονη Καστουρμπάι. Τον Σεπτέμβριο του 1888 ο Γκάντι μετέβη στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά. Η ζωή στο Λονδίνο και οι συνήθειες των Βρετανών, αν και προκαλούν εντύπωση στον νεαρό Γκάντι, δεν επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και την καθημερινότητά του. Τον Ιούνιο του 1891 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, για να επιστρέψει αμέσως στην Ινδία όπου και θα παραμείνει μέχρι και το 1893. Ακολούθως, και αφού η προσπάθειά του να σταδιοδρομήσει στη χώρα ως νομικός αποτυγχάνει, ο Γκάντι αποφασίζει να μεταβεί στη Νότια Αφρική για να εργαστεί.
Οι πρώτες εμπειρίες στη Νότια Αφρική δεν ήταν καθόλου θετικές σημαδεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του Γκάντι. Αρχικά αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των εκεί δικαστών για να βγάλει το παραδοσιακό τουρμπάνι που είχε στο κεφάλι του όταν εισερχόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ αργότερα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το τρένο όταν του ζητήθηκε να μεταφερθεί από το βαγόνι της πρώτης θέσης, για το οποίο είχε αγοράσει εισιτήριο, στο τελευταίο βαγόνι του τρένου λόγω της καταγωγής του.
Επηρεαζόμενος από τα γεγονότα αυτά, τα οποία είχαν άμεση σχέση με την εφαρμογή της πολιτικής των διακρίσεων που προκαλούσε σοβαρά προβλήματα και σε σημαντικό αριθμό Ινδών που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα, ο Γκάντι αποφάσισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην πολιτική ζωή. Επρόκειτο για την περίοδο κατά την οποία ο Ινδός πολιτικός θα πρωτοαναφερθεί στην τακτική της παθητικής αντίστασης, δηλαδή της αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας, ως μέσο για αντιμετώπιση των καταπιεστών του. Υποστηρίζοντας αυτή τη μορφή του αγώνα, ο Γκάντι δήλωνε ότι «η χρήση βίας μπορεί να φαίνεται καμιά φορά ότι κάνει καλό, το καλό αυτό όμως είναι προσωρινό, ενώ το κακό που προξενεί είναι μόνιμο». Η θεωρία του, όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί, ήταν σαφώς επηρεασμένη, ανάμεσα σε άλλα, τόσο από τον Χριστιανισμό όσο και από τα γραφόμενα του Τολστόι. Οπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια περίπτωση, η μη βία προϋποθέτει πίστη στο Θεό και πίστη στον άνθρωπο.
Οι αγώνες του στη Νότια Αφρική, ειδικότερα με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των συμπατριωτών του, τους οποίους μάλιστα πέτυχε να οργανώσει, είχαν θετικά αποτελέσματα αφού η Νοτιοαφρικανική Ενωση αναγκάστηκε να αναγνωρίσει αρκετά δικαιώματα για τους Ινδούς που ζούσαν στη χώρα.
Επιστροφή στην Ινδία
Στις αρχές του 1915 ο Γκάντι θα επιστρέψει στην Ινδία, σε μια εποχή που το κίνημα για ανεξαρτησία από τη βρετανική αποικιοκρατική δύναμη, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, είχε εντείνει τον αγώνα του. Με την αποκτηθείσα εμπειρία και τη σαφή αναγνώριση των αγώνων του στη Νότια Αφρική, ο ώριμος, πλέον, πολιτικά Γκάντι θα καταστεί σταδιακά ο ηγέτης του Εθνικού Κογκρέσου και κατ’ επέκταση του αντιαποικιακού αγώνα εναντίον των Βρετανών πρεσβεύοντας το δόγμα της παθητικής αντίστασης. Ηταν αυτή την περίοδο που δόθηκε στον Γκάντι το προσωνύμιο Μαχάτμα που σημαίνει «μεγάλη ψυχή».
Ο Ινδός ηγέτης επισκέφθηκε ολόκληρη τη χώρα πρωτοστατώντας σε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις του ινδικού λαού, πάντοτε άνευ χρήσεως βίας, με στόχο την ανεξαρτησία. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο το 1922 φυλακίστηκε (για πρώτη φορά) από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Μετά την απελευθέρωσή του ο Γκάντι επικεντρώθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στο να φέρει πιο κοντά τους ινδουιστές με τους μουσουλμάνους της χώρας, που σταδιακά και με την κατάλληλη «ενθάρρυνση» από τους Βρετανούς άρχισαν να αλληλοαντιμετωπίζονται με καχυποψία. Την ίδια στιγμή, ο Γκάντι, ταξιδεύοντας σε ολόκληρη την Ινδία, επικεντρώθηκε στο να αλλάξει αρκετές από τις κοινωνικές συνήθειες των συμπατριωτών του τις οποίες θεωρούσε αναχρονιστικές, όπως για παράδειγμα ο γάμος σε μικρή ηλικία.
Σταδιακά θα επέλθει η κλιμάκωση του αντιαποικιακού αγώνα, με τους Γκάντι και Νεχρού να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Το 1930 ο Γκάντι πρωτοστάτησε στη γνωστή «Πορεία του Αλατιού» κατά την οποία χιλιάδες Ινδοί περπάτησαν απόσταση σχεδόν 200 μιλίων προς τη θάλασσα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για το μονοπώλιο των Βρετανών σε ένα τόσο σημαντικό και πρώτης ανάγκης προϊόν όπως το αλάτι. Ο ρόλος του στο συγκεκριμένο περιστατικό οδήγησε και πάλι στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Βρετανούς που ευελπιστούσαν ότι με τον τρόπο αυτόν θα κατέστελλαν γενικότερα το κύμα διαμαρτυρίας που είχε προκληθεί από την πρωτοβουλία του Γκάντι. Σε αντίθεση όμως, η φυλάκιση του Γκάντι θα οδηγήσει σε περαιτέρω αντιδράσεις προς τους Βρετανούς αποικιοκράτες οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν και, έπειτα από σχετικές συνομιλίες μαζί του, να χαλαρώσουν σε κάποιο βαθμό τους σχετικούς κανονισμούς που αφορούσαν την παραγωγή αλατιού.
Η διάσκεψη του Λονδίνου
Το 1931, εκπροσωπώντας το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ο Γκάντι συμμετείχε στο Round Table Conference που έγινε στο Λονδίνο με θέμα συζήτησης την ενδεχόμενη παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών στους κατοίκους της Ινδίας. Το συνέδριο όχι μόνο δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, αλλά ενίσχυσε την καχυποψία ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους της Ινδίας. Την ίδια στιγμή η κατάσταση στη χώρα θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη, με την αποικιακή κυβέρνηση να σκληραίνει τη συμπεριφορά της προς τους κατοίκους της χώρας και τον Γκάντι να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για ακόμη μια φορά.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι σημαντικές νίκες των Ιαπώνων θα αναγκάσουν το Λονδίνο, όντας σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση, να αναζητήσει τη βοήθεια του ινδικού λαού, ο Γκάντι ήταν αυτός που πρωτοστάτησε στο να μην αποδεχθούν, κατ’ αρχήν, οι Ινδοί να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών. Η συγκεκριμένη του στάση, την οποία το Λονδίνο επιχείρησε να ανατρέψει, ήταν αποτέλεσμα και της πεποίθησής του ότι η βία δεν μπορούσε να επιφέρει τα όποια θετικά αποτελέσματα. Ηταν εξάλλου της άποψης ότι «ο οφθαλμός αντί οφθαλμού καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό». Την ίδια στιγμή, η στάση του απέναντι στο βρετανικό αίτημα ήταν αποτέλεσμα και της θέσης και επιδίωξής του για άμεση παραχώρηση ανεξαρτησίας στη χώρα. Αποτέλεσμα της στάσης και της δράσης του ήταν να οδηγηθεί ξανά στη φυλακή. Ωστόσο, η στάση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση των Βρετανών, για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των Ινδών στον πόλεμο, να υποσχεθούν την παραχώρηση ανεξαρτησίας στην Ινδία μετά το τέλος του.
Εχασε τη ζωή του από έναν φανατικό ομόθρησκό του
Μετά το πέρας του πολέμου και εφόσον πια η ανεξαρτησία προέβαλλε ως πολύ πιο εφικτός στόχος, δεδομένης της υποχρεωτικής αναδίπλωσης της Μεγάλης Βρετανίας και της συνεπαγόμενης απόφασης να δοθεί ανεξαρτησία στην Ινδία, ο Γκάντι, έχοντας επίγνωση των δυσκολιών και των προβλημάτων μιας τέτοιας εξέλιξης, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις προσπάθειες τερματισμού των εχθροπραξιών στη χώρα ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Οι προσπάθειές του δεν έφεραν θετικό αποτέλεσμα και ως εκ τούτου (και σε μια προσπάθεια αποφυγής περισσότερων εχθροπραξιών) την ώρα της κρίσης, της αποχώρησης δηλαδή των Βρετανών από τη χώρα, το καλοκαίρι του 1947, ο Γκάντι, που ήταν από τους μεγαλύτερους πολέμιους της διαίρεσης της Ινδίας, αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια τέτοια εξέλιξη που προέβλεπε την ίδρυση δύο ξεχωριστών κρατών, της σημερινής Ινδίας και ενός ακόμα κράτους που θα αποτελούνταν από το σημερινό Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Στην απόφαση του Γκάντι να συμβιβαστεί με την ιδέα της διαίρεσης της χώρας του συνέβαλε καθοριστικά η κλιμάκωση της βίας, η οποία, πέραν της έντονης ιδεολογικής του εναντίωσης στο συγκεκριμένο μέσο, θα αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή που σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία ήταν πιθανό να φέρει μεγαλύτερα δεινά στον ινδικό λαό.
Στις 30 Ιανουαρίου 1948, σε ηλικία 78 ετών, ο Γκάντι θα δολοφονηθεί στο Νέο Δελχί ενώ ήταν καθ’ οδόν για την απογευματινή του προσευχή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Δολοφόνος του Ινδού ηγέτη ήταν ο Ναθουράμ Γκόντσε, φανατικός ομόθρησκός του, ο οποίος θεωρούσε την πολιτική Γκάντι πολιτική κατευνασμού, κατά την αντίληψή του, ως προς τους μουσουλμάνους της χώρας, υπεύθυνη για τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος ολόκληρη την Ινδία και έτυχε ευρείας κάλυψης σε παγκόσμια κλίμακα. Επεσε θύμα «βίας». Ενός μέσου επίτευξης πολιτικών στόχων του οποίου υπήρξε πάντοτε πολέμιος.
Για την Ινδία, η ιστορία του Μαχάτμα Γκάντι είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της χώρας πριν από την ανεξαρτησία. Για τον κόσμο γενικότερα, οι παρακαταθήκες του πολιτικού, του φιλοσόφου, του στοχαστή Γκάντι αποτελούν μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας, καθιστώντας τον Ινδό ηγέτη παγκόσμιο σύμβολο. Οι πολιτικές του παρακαταθήκες αποτελούν μάλιστα μέχρι σήμερα πρότυπο για ακτιβιστές, ειδικότερα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο Γκάντι: «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς». Η δράση και η πολιτική του φιλοσοφία συνεχίζουν να εμπνέουν, συνιστώντας πορεία πλεύσης, πολλούς λαούς ή κοινωνικές ομάδες που διεκδικούν ακόμη τα δίκαιά τους.
* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο Γκάντι γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ινδίας στις 2 Οκτωβρίου 1869 και μεγάλωσε σε πολιτικό περιβάλλον, αφού η οικογένειά του (πατέρας και παππούς) είχε διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην τοπική κοινωνία της περιοχής τους. Επηρεαζόμενος από τη μητέρα του, ήταν ιδιαίτερα πιστός τηρώντας με ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις των ιδουιστών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε ηλικία 13 ετών, πιστοί στην παράδοση, οι γονείς του αποφάσισαν να τον νυμφεύσουν με τη 10χρονη Καστουρμπάι. Τον Σεπτέμβριο του 1888 ο Γκάντι μετέβη στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά. Η ζωή στο Λονδίνο και οι συνήθειες των Βρετανών, αν και προκαλούν εντύπωση στον νεαρό Γκάντι, δεν επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και την καθημερινότητά του. Τον Ιούνιο του 1891 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, για να επιστρέψει αμέσως στην Ινδία όπου και θα παραμείνει μέχρι και το 1893. Ακολούθως, και αφού η προσπάθειά του να σταδιοδρομήσει στη χώρα ως νομικός αποτυγχάνει, ο Γκάντι αποφασίζει να μεταβεί στη Νότια Αφρική για να εργαστεί.
Οι πρώτες εμπειρίες στη Νότια Αφρική δεν ήταν καθόλου θετικές σημαδεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του Γκάντι. Αρχικά αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των εκεί δικαστών για να βγάλει το παραδοσιακό τουρμπάνι που είχε στο κεφάλι του όταν εισερχόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ αργότερα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το τρένο όταν του ζητήθηκε να μεταφερθεί από το βαγόνι της πρώτης θέσης, για το οποίο είχε αγοράσει εισιτήριο, στο τελευταίο βαγόνι του τρένου λόγω της καταγωγής του.
Επηρεαζόμενος από τα γεγονότα αυτά, τα οποία είχαν άμεση σχέση με την εφαρμογή της πολιτικής των διακρίσεων που προκαλούσε σοβαρά προβλήματα και σε σημαντικό αριθμό Ινδών που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα, ο Γκάντι αποφάσισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην πολιτική ζωή. Επρόκειτο για την περίοδο κατά την οποία ο Ινδός πολιτικός θα πρωτοαναφερθεί στην τακτική της παθητικής αντίστασης, δηλαδή της αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας, ως μέσο για αντιμετώπιση των καταπιεστών του. Υποστηρίζοντας αυτή τη μορφή του αγώνα, ο Γκάντι δήλωνε ότι «η χρήση βίας μπορεί να φαίνεται καμιά φορά ότι κάνει καλό, το καλό αυτό όμως είναι προσωρινό, ενώ το κακό που προξενεί είναι μόνιμο». Η θεωρία του, όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί, ήταν σαφώς επηρεασμένη, ανάμεσα σε άλλα, τόσο από τον Χριστιανισμό όσο και από τα γραφόμενα του Τολστόι. Οπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια περίπτωση, η μη βία προϋποθέτει πίστη στο Θεό και πίστη στον άνθρωπο.
Οι αγώνες του στη Νότια Αφρική, ειδικότερα με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των συμπατριωτών του, τους οποίους μάλιστα πέτυχε να οργανώσει, είχαν θετικά αποτελέσματα αφού η Νοτιοαφρικανική Ενωση αναγκάστηκε να αναγνωρίσει αρκετά δικαιώματα για τους Ινδούς που ζούσαν στη χώρα.
Επιστροφή στην Ινδία
Στις αρχές του 1915 ο Γκάντι θα επιστρέψει στην Ινδία, σε μια εποχή που το κίνημα για ανεξαρτησία από τη βρετανική αποικιοκρατική δύναμη, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, είχε εντείνει τον αγώνα του. Με την αποκτηθείσα εμπειρία και τη σαφή αναγνώριση των αγώνων του στη Νότια Αφρική, ο ώριμος, πλέον, πολιτικά Γκάντι θα καταστεί σταδιακά ο ηγέτης του Εθνικού Κογκρέσου και κατ’ επέκταση του αντιαποικιακού αγώνα εναντίον των Βρετανών πρεσβεύοντας το δόγμα της παθητικής αντίστασης. Ηταν αυτή την περίοδο που δόθηκε στον Γκάντι το προσωνύμιο Μαχάτμα που σημαίνει «μεγάλη ψυχή».
Ο Ινδός ηγέτης επισκέφθηκε ολόκληρη τη χώρα πρωτοστατώντας σε αλλεπάλληλες εξεγέρσεις του ινδικού λαού, πάντοτε άνευ χρήσεως βίας, με στόχο την ανεξαρτησία. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο το 1922 φυλακίστηκε (για πρώτη φορά) από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Μετά την απελευθέρωσή του ο Γκάντι επικεντρώθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στο να φέρει πιο κοντά τους ινδουιστές με τους μουσουλμάνους της χώρας, που σταδιακά και με την κατάλληλη «ενθάρρυνση» από τους Βρετανούς άρχισαν να αλληλοαντιμετωπίζονται με καχυποψία. Την ίδια στιγμή, ο Γκάντι, ταξιδεύοντας σε ολόκληρη την Ινδία, επικεντρώθηκε στο να αλλάξει αρκετές από τις κοινωνικές συνήθειες των συμπατριωτών του τις οποίες θεωρούσε αναχρονιστικές, όπως για παράδειγμα ο γάμος σε μικρή ηλικία.
Σταδιακά θα επέλθει η κλιμάκωση του αντιαποικιακού αγώνα, με τους Γκάντι και Νεχρού να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Το 1930 ο Γκάντι πρωτοστάτησε στη γνωστή «Πορεία του Αλατιού» κατά την οποία χιλιάδες Ινδοί περπάτησαν απόσταση σχεδόν 200 μιλίων προς τη θάλασσα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για το μονοπώλιο των Βρετανών σε ένα τόσο σημαντικό και πρώτης ανάγκης προϊόν όπως το αλάτι. Ο ρόλος του στο συγκεκριμένο περιστατικό οδήγησε και πάλι στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Βρετανούς που ευελπιστούσαν ότι με τον τρόπο αυτόν θα κατέστελλαν γενικότερα το κύμα διαμαρτυρίας που είχε προκληθεί από την πρωτοβουλία του Γκάντι. Σε αντίθεση όμως, η φυλάκιση του Γκάντι θα οδηγήσει σε περαιτέρω αντιδράσεις προς τους Βρετανούς αποικιοκράτες οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν και, έπειτα από σχετικές συνομιλίες μαζί του, να χαλαρώσουν σε κάποιο βαθμό τους σχετικούς κανονισμούς που αφορούσαν την παραγωγή αλατιού.
Η διάσκεψη του Λονδίνου
Το 1931, εκπροσωπώντας το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ο Γκάντι συμμετείχε στο Round Table Conference που έγινε στο Λονδίνο με θέμα συζήτησης την ενδεχόμενη παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών στους κατοίκους της Ινδίας. Το συνέδριο όχι μόνο δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, αλλά ενίσχυσε την καχυποψία ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους της Ινδίας. Την ίδια στιγμή η κατάσταση στη χώρα θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη, με την αποικιακή κυβέρνηση να σκληραίνει τη συμπεριφορά της προς τους κατοίκους της χώρας και τον Γκάντι να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για ακόμη μια φορά.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι σημαντικές νίκες των Ιαπώνων θα αναγκάσουν το Λονδίνο, όντας σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση, να αναζητήσει τη βοήθεια του ινδικού λαού, ο Γκάντι ήταν αυτός που πρωτοστάτησε στο να μην αποδεχθούν, κατ’ αρχήν, οι Ινδοί να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών. Η συγκεκριμένη του στάση, την οποία το Λονδίνο επιχείρησε να ανατρέψει, ήταν αποτέλεσμα και της πεποίθησής του ότι η βία δεν μπορούσε να επιφέρει τα όποια θετικά αποτελέσματα. Ηταν εξάλλου της άποψης ότι «ο οφθαλμός αντί οφθαλμού καταλήγει να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό». Την ίδια στιγμή, η στάση του απέναντι στο βρετανικό αίτημα ήταν αποτέλεσμα και της θέσης και επιδίωξής του για άμεση παραχώρηση ανεξαρτησίας στη χώρα. Αποτέλεσμα της στάσης και της δράσης του ήταν να οδηγηθεί ξανά στη φυλακή. Ωστόσο, η στάση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση των Βρετανών, για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των Ινδών στον πόλεμο, να υποσχεθούν την παραχώρηση ανεξαρτησίας στην Ινδία μετά το τέλος του.
Εχασε τη ζωή του από έναν φανατικό ομόθρησκό του
Μετά το πέρας του πολέμου και εφόσον πια η ανεξαρτησία προέβαλλε ως πολύ πιο εφικτός στόχος, δεδομένης της υποχρεωτικής αναδίπλωσης της Μεγάλης Βρετανίας και της συνεπαγόμενης απόφασης να δοθεί ανεξαρτησία στην Ινδία, ο Γκάντι, έχοντας επίγνωση των δυσκολιών και των προβλημάτων μιας τέτοιας εξέλιξης, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις προσπάθειες τερματισμού των εχθροπραξιών στη χώρα ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους. Οι προσπάθειές του δεν έφεραν θετικό αποτέλεσμα και ως εκ τούτου (και σε μια προσπάθεια αποφυγής περισσότερων εχθροπραξιών) την ώρα της κρίσης, της αποχώρησης δηλαδή των Βρετανών από τη χώρα, το καλοκαίρι του 1947, ο Γκάντι, που ήταν από τους μεγαλύτερους πολέμιους της διαίρεσης της Ινδίας, αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια τέτοια εξέλιξη που προέβλεπε την ίδρυση δύο ξεχωριστών κρατών, της σημερινής Ινδίας και ενός ακόμα κράτους που θα αποτελούνταν από το σημερινό Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Στην απόφαση του Γκάντι να συμβιβαστεί με την ιδέα της διαίρεσης της χώρας του συνέβαλε καθοριστικά η κλιμάκωση της βίας, η οποία, πέραν της έντονης ιδεολογικής του εναντίωσης στο συγκεκριμένο μέσο, θα αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή που σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία ήταν πιθανό να φέρει μεγαλύτερα δεινά στον ινδικό λαό.
Στις 30 Ιανουαρίου 1948, σε ηλικία 78 ετών, ο Γκάντι θα δολοφονηθεί στο Νέο Δελχί ενώ ήταν καθ’ οδόν για την απογευματινή του προσευχή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Δολοφόνος του Ινδού ηγέτη ήταν ο Ναθουράμ Γκόντσε, φανατικός ομόθρησκός του, ο οποίος θεωρούσε την πολιτική Γκάντι πολιτική κατευνασμού, κατά την αντίληψή του, ως προς τους μουσουλμάνους της χώρας, υπεύθυνη για τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος ολόκληρη την Ινδία και έτυχε ευρείας κάλυψης σε παγκόσμια κλίμακα. Επεσε θύμα «βίας». Ενός μέσου επίτευξης πολιτικών στόχων του οποίου υπήρξε πάντοτε πολέμιος.
Για την Ινδία, η ιστορία του Μαχάτμα Γκάντι είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της χώρας πριν από την ανεξαρτησία. Για τον κόσμο γενικότερα, οι παρακαταθήκες του πολιτικού, του φιλοσόφου, του στοχαστή Γκάντι αποτελούν μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας, καθιστώντας τον Ινδό ηγέτη παγκόσμιο σύμβολο. Οι πολιτικές του παρακαταθήκες αποτελούν μάλιστα μέχρι σήμερα πρότυπο για ακτιβιστές, ειδικότερα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο Γκάντι: «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς». Η δράση και η πολιτική του φιλοσοφία συνεχίζουν να εμπνέουν, συνιστώντας πορεία πλεύσης, πολλούς λαούς ή κοινωνικές ομάδες που διεκδικούν ακόμη τα δίκαιά τους.
* Ο κ. Νίκος Χριστοδουλίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου