Την παρακάτω ιστορία την αναφέρει μια κάποια κυρία Μ..., που τιμούσε με συχνές επισκέψεις με την οικογένειά της τα Σαββατοκύριακα το όρος Shasta και ιδιαίτερα τη περιοχή των «Λιβαδιών του Πάνθηρα», που έχει πάρει το όνομά της από το περίφημο Πάνθηρα του Σεντ Ζερμαίν, που έχει θεαθεί πολλές φορές σ’ αυτήν. Ένα από αυτά τα πρωινά που άνδρας της με τα παιδιά τους είχαν πάει για τις συνηθισμένες αγαπημένες τους «εξερευνήσεις» στο όρος, την πλησίασε ένας νεαρός στο χώρο κατασκήνωσής της πάνω στο βουνό και της ζήτησε ένα φλιτζάνι από το καφέ που είχε ετοιμάσει, ο οποίος, όπως της είπε, του «μύριζε διαρκώς από το πρωί».
Ο νεαρός αποδείχθηκε τελικά ένας ενδιαφέρον και ευχάριστος συνομιλητής και συζήτησαν αρκετή ώρα διάφορα θέματα κοινού ενδιαφέροντος και εσωτερικού περιεχομένου. Όταν του ανέφερε ότι είχε ακούσει ότι η Αδελφότητα του Όρους είχε φύγει για το Περού για ένα πιο σταθερό περιβάλλον, ο νεαρός της χαμογέλασε και της είπε ότι είχε ακούσει και αυτός αυτές τις ιστορίες, αλλά αν ήθελε θα μπορούσε να μπει η ίδια μέσα στο βουνό και να δει με τα μάτια της ποιος ήταν ακόμα εκεί, δείχνοντας με το τρόπο του ότι ήξερε πώς να την οδηγήσει μέσα σε αυτό.
Η γυναίκα νιώθοντας εμπιστοσύνη για το νεαρό τον ακολούθησε, αν και δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την οδηγήσει μέσα στο βουνό. Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν σε ένα ψηλό, παράξενα διαμορφωμένο βράχο ύψους 3 περίπου μέτρων και πλάτους 1,5 μέτρων. Η πρόσοψη του ήταν επίπεδη και κρυβόταν εν μέρει από τα κλαδιά των μπροστινών δένδρων. Η κορυφή του έγερνε προς το έδαφος στο πίσω μέρος του, μοιάζοντας έτσι με ένα σκαληνό τρίγωνο. Η μια πλάγια όψη του έμοιαζε σαν /l, ενώ το έδαφος γύρω του ήταν πολύ σκληρό συγκριτικά με το μαλακότερο έδαφος που είχαν περπατήσει για να φτάσουν μέχρι εκεί. Όπως αφηγήθηκε αργότερα η Κα Μ... σε ένα γράμμα σε μια φίλη της:
Ο νεαρός περπάτησε μέχρι τη πόρτα και την άγγιξε. Αμέσως αυτή άνοιξε προς τα μέσα και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω, όπως και έκανα. Διαβαίνοντας την ανοικτή πόρτα είδα 7 σκαλοπάτια να κατεβαίνουν προς ένα μικρό πλατύσκαλο και να συνεχίζουν μετά δεξιά προς τα κάτω. Ένιωθες μια υγρή, μουχλιασμένη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, αν και όχι δυσάρεστη, σα να είχαμε μπει σε μια περιοχή που δεν απολάμβανε τόσο συχνά τη παρουσία του καθαρού αέρα. Ήταν προφανές ότι ήμασταν μέσα στο βουνό γιατί τα τοιχώματα ήσαν πέτρινα.
Φθάσαμε στο πλατύσκαλο και σταμάτησα να κοιτάξω τριγύρω. Είδα ότι ήμασταν σε ένα μικρό έρημο δωμάτιο που μου έδωσε την αίσθηση μιας εισόδου ή προθαλάμου. Το δωμάτιο λουζόταν από ένα απαλό φως του οποίου τη πηγή δεν μπορούσα να εντοπίσω. Δεν υπήρχαν καθόλου λάμπες ή κανένας άμεσος φωτισμός.
Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια και ο νεαρός περπάτησε προς τον απέναντι τοίχο, τον άγγιξε και άνοιξε αμέσως μια πόρτα. Η πόρτα αυτή δεν ήταν ορατή από το πλατύσκαλο. Συγχωνευόταν με το τοίχο με ένα τέτοιο τρόπο, που αν δεν ήξερες πού ήταν, δε θα είχες καμιά ιδέα για την ύπαρξή της.
Τον ακολούθησα μέσα από τη πόρτα και βρέθηκα σε ένα πολύ μεγάλο, πέτρινο δωμάτιο με ψηλό ταβάνι. Και αυτό το δωμάτιο φωτιζόταν από μια απροσδιόριστη πηγή.
Καθώς διασχίσαμε το δωμάτιο προς ό,τι φαινόταν να είναι ένας μεγάλος διάδρομος, είδα έναν αριθμό εισόδων γύρω του, καθεμιά από τις οποίες φαινόταν να οδηγεί σε ένα μεγάλο διάδρομο.
Περπατήσαμε στην απέναντι πλευρά του δωματίου και συνεχίσαμε προς τα κάτω στο διάδρομο. Ο διάδρομος αυτός μας οδήγησε σε ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο, το οποίο είχε έπιπλα και μεγάλα κιβώτια με ένα γυάλινο περίβλημα. Ο νεαρός με πήρε προς αυτά και μου έδειξε μερικά κομμάτια επίπεδης πέτρας μέσα τους. Καθώς πλησίασα τα κιβώτια είδα ότι πάνω σε κάθε πέτρα υπήρχαν χαραγμένα κάποια γράμματα, αλλά δε μπορούσα να αναγνωρίσω τη γλώσσα. Γύρισα να τον ρωτήσω τι αντιπροσώπευαν αυτές οι πέτρες, αλλά προτού το κάνω μου χαμογέλασε και μου είπε: «Δε θυμάσαι τώρα, αλλά αυτές είναι οι ιερές πλάκες που εσύ και οι συνεργάτες σου βγάλατε από την Ατλαντίδα καθώς σηκώθηκαν τα νερά του κατακλυσμού για να καταστρέψουν τη χώρα».
Συνέχισε να μου εξηγεί ότι εμείς (δεν ήμουν σίγουρη προς το παρόν για το ποιους εννοούσε με αυτό το «εμείς») είχαμε πάρει τις πλάκες σε μια σπηλιά και τις είχαμε κρύψει εκεί. Καθώς έλεγε την ιστορία, μπορούσα να δω μέσα στο μυαλό μου έναν αριθμό μικρών σκαφών με δύο άτομα το καθένα, να κινιούνται πολύ γρήγορα μέσα από τα βαθιά νερά. Αυτά σιγά - σιγά επιβραδύνθηκαν καθώς πλησίαζαν μια σπηλιά και μόλις μπήκαν σε αυτή μπόρεσα να δω τα άτομα να σηκώνονται στην επιφάνεια του νερού.
Η σπηλιά ήταν πολύ μεγάλη.
Όταν τα άτομα των μικρών σκαφών άνοιξαν τα σκάφη τους για να βγουν, άλλα άτομα στη σπηλιά τους χαιρέτησαν και αφού πήραν με βιάση τις πέτρινες πλάκες εξαφανίσθηκαν μέσα της. Μόλις οι πλάκες απομακρύνθηκαν οι ιδιοκτήτες των σκαφών ξαναμπήκαν στα μικρά τους πλοιάρια και έφυγαν από τη σπηλιά με τον ίδιο τρόπο που είχαν μπει. Σε αυτό το σημείο ο οραματισμός μου σταμάτησε, αλλά είχα μια αίσθηση ότι είχα βρεθεί σε εκείνο το μέρος μαζί με αυτά τα άτομα. Χρειάσθηκαν να περάσουν λίγα λεπτά για να ξεπεράσω το συναίσθημα της ανησυχίας και της διέγερσης που είχα νιώσει καθώς παρακολουθούσα τα μικρά σκάφη στο νερό. Ένιωσα το συναίσθημα μιας μεγάλης ανακούφισης και ολοκλήρωσης μόλις παραδόθηκαν οι πλάκες και μπορούσα να ακούσω τις προσευχές και ευχαριστίες που πρόφεραν οι άνθρωποι στη σπηλιά.
Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχαν μερικοί πάγκοι χωρίς πλάτη, οι οποίοι βρισκόντουσαν μπροστά από κάθε κιβώτιο. Είχα την ίδια αίσθηση που ένιωθα όταν επισκεπτόμουνα ένα μουσείο.
Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα πώς να τον αποκαλώ. Δεν μου είχε πει το όνομά του. Τον ρώτησα λοιπόν πώς το λένε και μου είπε πώς μπορώ να τον φωνάζω Μάικελ.
Ο Μάικελ μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω ξανά και μπήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο (με την ευκαιρία το δωμάτιο του «μουσείου» και αυτό το δωμάτιο θα τα ονόμαζα αρκετά κανονικά δωμάτια. Τα ταβάνια τους είχαν ύψος περίπου 4,5 μέτρων και μαζί με τους τοίχους ήσαν καλυμμένα από κάποιο υλικό που φαινόταν σα μέταλλο, αν και δεν αισθάνθηκα τη ψυχρότητα που συνήθως αισθάνομαι όταν είμαι κοντά σε μέταλλο, αν αυτή η παρατήρηση μπορεί να βοηθήσει καθόλου). Τα δάπεδα ήσαν πολύ λεία - δεν έχω ιδέα εξ’ αιτίας ποιας λαμπερής επικάλυψης. Αυτό το δεύτερο δωμάτιο περιείχε επτά μεγάλους όρθιους κυλίνδρους ύψους 3 περίπου μέτρων και πλάτους 1,2 μέτρων. Πάλι δεν ξέρω από τι υλικό ήταν κατασκευασμένοι. Παρόλο που φαινόταν σα γυαλί, δε νομίζω ότι ήταν. Οι κύλινδροι αυτοί ήσαν γεμάτοι με μια υγρή ουσία (μιας ζελατινινοειδούς υφής) και στο καθένα τους έλαμπε μια ακτίνα φωτός προς τα κάτω από τη κορυφή τους. Η υγρή ουσία μέσα τους ήταν διαφορετικού χρώματος στον καθένα απ’ αυτούς. Τα χρώματα αυτά ήταν αρκετά ανάλογα με τα χρώματα που αποδίδουμε στα επτά βασικά τσάκρας.
Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχε ένας αριθμός ανθρώπων (μου φάνηκαν άνθρωποι σα κι εμένα) που δούλευαν γύρω από τους κυλίνδρους. Ο καθένας τους τοποθετούσε μικρά κομμάτια χαρτιού (τουλάχιστον φαινόταν σα χαρτί) πάνω στους διάφορους χρωματιστούς κυλίνδρους. Είδα ότι το κάθε «χαρτί» έγραφε κάτι πάνω του. Ο Μάικελ μου εξήγησε ότι αυτοί εργάζονταν θεραπεύοντας διάφορα άτομα και την ίδια τη Μητέρα Γη. Αυτοί έγραφαν πάνω σε αυτό το «προσάρτημα» (ή τα προσαρτήματα αν απαιτείτο ένας συνδυασμός χρωμάτων) το όνομα ή τη τοποθεσία αυτού που είχε ανάγκη από θεραπεία. Τα «προσαρτήματα» καθώς διασπείροντο οι θεραπευτικές ενέργειες ανελάμβαναν το χρώμα του κυλίνδρου. Όταν το προσάρτημα πετύχαινε το ακριβές χρώμα του κυλίνδρου ή την ακριβή απόχρωση που απαιτείτο από την επιγραφή, αυτό διαλυόταν.
Τους παρακολουθήσαμε να εργάζονται για λίγο και ο Μάικελ υπέδειξε ότι ίσως θα ήθελα να μελετήσω τη χρωματοθεραπεία. Συμφώνησα ότι μπορεί να ήθελα. Καθώς φύγαμε από το δωμάτιο θεραπείας, με κοίταξε και μου είπε: «Η οικογένειά σου επιστρέφει στο χώρο κατασκήνωσης. Καλύτερα να επιστρέψουμε κι εμείς».
Φύγαμε από τον ίδιο δρόμο που μπήκαμε. Όταν βρεθήκαμε πάλι στο δάσος, μου είπε: «Θα ξανασυναντηθούμε, γιατί υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα να δεις και να θυμηθείς. Να προσέχεις όταν θα κατεβαίνεις το βουνό. Να οδηγείς σιγά και θα ανακαλύψεις κάτι πολύ αγαπητό σου».
Ο Μάικελ δεν επέστρεψε στο χώρο κατασκήνωσης μαζί μου. Με χαιρέτησε με το χέρι του και επέστρεψε στην είσοδο του βουνού.
Τελικά αφού συνάντησε την οικογένειά της, κατέβηκαν προσεκτικά το βουνό μετά από τις νουθεσίες του Μάικελ και κάπου σε μια στροφή, κοντά σε ένα σταματημένο φορτηγό που τους έφραζε το δρόμο, συνάντησε την αγαπημένη, χαμένη πριν από έξη μήνες στο βουνό, αγριεμένη τώρα σιαμέζα γάτα της, η οποία μετά από ένα περιπετειώδες κυνηγητό και συνεχές κάλεσμα τελικά την αναγνώρισε και αφέθηκε να την πιάσει. Και η Κα Μ... συνεχίζει στο γράμμα της:
Πώς κατάφερε αυτός ο μικρός φιλαράκος να επιζήσει έξη μήνες πάνω στο βουνό, δεν μπορώ να το καταλάβω. Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι κάποιος τον βοήθησε. Είμαι αιώνια λοιπόν ευγνώμων σε όποιον τον βοήθησε και τον έχουμε πάλι μαζί μας...
Το επόμενο Σαββατοκύριακο ξαναεπιστρέψαμε στα Λιβάδια του Πάνθηρα. Όπως συνήθως ο άνδρας μου και τα παιδιά πήγαν για εξερεύνηση κι εγώ βρέθηκα να παρακολουθώ το μονοπάτι για τον Μάικελ. Αυτός εμφανίσθηκε λίγο μετά τις 10 το πρωί και περπατήσαμε για μια ακόμη φορά μέσα στα δένδρα.
Αφού μπήκαμε στο βουνό, περνώντας από το «μουσείο» και από το δωμάτιο θεραπείας, ο Μάικελ επέλεξε τώρα μια άλλη δίοδο. Αυτή ήταν στενότερη από τις προηγούμενες που είχα δει και σαφώς πέτρινη. Υπήρχε πάλι φως.
Περπατήσαμε για μια σύντομη απόσταση κάτω στη δίοδο και είδα ότι πλησιάζαμε μια περιοχή με αρκετά μηχανήματα. Τα μηχανήματα αυτά αποδείχθηκαν τελικά οχήματα. Ο Μάικελ περπάτησε στο πρώτο και μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Ήταν ένα μικρό όχημα με δυο καθίσματα. Δεν μπορούσαν να δω κανένα πίνακα οργάνων. Υπήρχε μόνο ένα μικρό μέρος που είχε πάνω του τρία κουμπιά. Πάτησε το ένα και το όχημα σηκώθηκε από το έδαφος. Αιωρήθηκε εκεί, μέχρι που πάτησε το δεύτερο κουμπί και αυτό άρχισε να κινείται προς τα μπρος. Δεν υπήρχε τιμόνι ή κανένα ορατό μέσον ελέγχου του οχήματος (ποτέ δεν ανακάλυψα σε τι χρησίμευε το τρίτο κουμπί).
Καθώς περνάγαμε μέσα από διάφορα τούνελ και στροφές, παρατήρησα διάφορα κομμάτια λάβας (τουλάχιστον αυτό σκέφθηκα ότι ήταν) πάνω στο δάπεδο του τούνελ και χωμένα στα τοιχώματα. Μερικά μέρη του τούνελ ήταν πολύ στενά και άλλα άνοιγαν σε μεγαλύτερες περιοχές. Ήταν ένας λαβύρινθος από τούνελ και παρακλάδια τους. Δεν έχω ιδέα πόσο μακριά είχαμε πάει, αν είχαμε ταξιδεύσει προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ή στο ίδιο επίπεδο. Υπήρχε πάντως μια σαφής διακύμανση της θερμοκρασίας καθώς ταξιδεύαμε στα διάφορα τούνελ. Τίποτα το πραγματικά δυσάρεστο, απλά υπήρχαν μέρη που ήσαν πιο θερμά από άλλα.
Φθάσαμε σε ένα χώρο προσγείωσης όπου υπήρχαν και άλλα τέτοια άδεια οχήματα. Βγήκαμε από το μικρό σκάφος και περάσαμε μέσα από μια άλλη δίοδο σε ένα μεγάλο δωμάτιο το οποίο ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα τούνελ στα οποία είχαμε μόλις ταξιδεύσει. Το δωμάτιο αυτό είχε ένα πολύ ψηλό ταβάνι και ήταν γεμάτο από θελκτικά πράσινα φυτά και λουλούδια, πολλά από τα οποία δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, όχι θερμό, και μπορούσα να αισθανθώ την υγρασία του αέρα.
Φαινόταν να υπάρχει ένα άμεσο ηλιακό φως μέσα του, αλλά δεν είδα καθόλου ανοίγματα που θα επέτρεπαν την είσοδο του ηλιακού φωτός.
Ρώτησα το Μάικελ για το φως και μου είπε ότι ήταν πράγματι ηλιακό φως και αυτό έφτανε στο δωμάτιο μέσω μιας σειράς κατοπτροειδών συσκευών που εχρησιμοποιούντο για να το συγκεντρώνουν από τη κορυφή του βουνού. Συνέχισε εξηγώντας μου ότι υπήρχαν πολλά δωμάτια σαν κι αυτό και εχρησιμοποιούντο για την καλλιέργεια της τροφής που ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση της απομένουσας φρουράς μέσα στο βουνό και για τη διατήρηση μιας κατάλληλης περιβαλλοντολογικής ισορροπίας για τους ενοίκους του. Μου έδειξε κάτι που φαινόταν να είναι ένα σύστημα εξαερισμού κοντά στην οροφή. Εξήγησε, ότι υπήρχαν πολλά τέτοια συστήματα σε όλη την έκταση του βουνού.
Περπατήσαμε ανάμεσα στα φυτά και τα δένδρα, μιλώντας για την Αδελφότητα, το μέλλον της Μητέρας Γης, τους χαμένους πολιτισμούς του παρελθόντος, την εργασία που πρέπει να γίνει για να διατηρήσουμε τη τωρινή κοινωνία μας, την προβλεπόμενη επερχόμενη κλίση του άξονα της γης και τελευταία για την ομορφιά μιας ασέληνης νύχτας. Ανακαλύψαμε ότι και οι δυο προτιμούσαμε τις ασέληνες νύχτες, γιατί μόνο τότε μπορεί να εκτιμήσει κανείς πραγματικά την ομορφιά του Σύμπαντος και των άστρων μας.
Καθώς φεύγαμε τον ρώτησα αν εξακολουθούσαμε να είμαστε στο Όρος Σάστα και μου απάντησε πως ναι. Μου έγνευσε να πλησιάσω το χώρο προσγείωσης και το μικρό σκάφος μας πήγε πίσω στην αφετηρία μας.
Περπατήσαμε έξω, μέσα στα δένδρα και στο ξέφωτο του λιβαδιού.
Ο Μάικελ μου είπε ότι την επόμενη φορά θα «ταξιδεύαμε».
Τον ρώτησα τι εννοούσε και απλώς μου χαμογέλασε και μου είπε: «Θα δεις».
Το επόμενο σαββατοκύριακο έκανε πολύ κρύο και αποφάσισε να πάει μόνη της με το φορτηγό στο «Λιβάδι του Πάνθηρα» αναζητώντας τον Μάικελ:
Μόλις έφτασα στο Λιβάδι του Πάνθηρα χάρηκα που δεν είχα φέρει τα παιδιά, γιατί έκανε πραγματικά πολύ κρύο και είχε πολύ άνεμο. Είχα παρκάρει το φορτηγό έτσι ώστε να μπορούσα να μείνω μέσα και να παρακολουθώ τη περιοχή απ’ όπου εμφανιζόταν συνήθως ο Μάικελ και όντως αυτός φάνηκε. Βγήκα για να το συναντήσω και για μια ακόμη φορά μπήκαμε μέσα στο βουνό.
Σχεδόν δεν άντεχα να περιμένω την εκπλήρωση αυτής της τελευταίας υπόσχεσης ότι θα «ταξιδεύαμε». Θα ήθελα να μπορούσα να τον σπρώξω μέσα από τις πόρτες και τις καθοδικές διόδους για να κινηθεί γρηγορότερα. Προς έκπληξή μου δεν μπήκαμε στη δίοδο όπου είχαμε ασφαλίσει το μικρό όχημα που μας είχε μεταφέρει μέσα από τα τούνελ στη τελευταία μου επίσκεψη.
Αντ’ αυτού συνεχίσαμε κάτω την κύρια δίοδο μέχρι που φτάσαμε σε μια σχετικά μεγαλύτερη είσοδο. Ο Μάικελ μου κράτησε τη πόρτα ανοικτή και όταν μπήκα στο δωμάτιο έμεινα άφωνη...
Κατά μήκος της αριστερής πλευράς του δωματίου υπήρχαν μερικές ελεύθερα ιστάμενες κονσόλες. Η κάθε μια τους είχε περίπου το μέγεθος και το σχήμα ενός μικρού γραφείου. Στη πλάτη της υπήρχε προσαρτημένο ένα ταμπλό που ανέβαινε 1,2 περίπου μέτρα πάνω από το «γραφείο» και φαινόταν να έχει βάθος τριάντα περίπου εκατοστά.
Υπήρχε μια μικρή σειρά αντικειμένων σα κουμπιά πάνω στα ταμπλό και εγκάρσια στο κάτω μέρος του μια σειρά από τρεμοσβήνοντα χρωματιστά κουμπιά. Παρατήρησα ότι καθώς τα χρώματα γινόντουσαν φωτεινότερα ή σκοτεινότερα, η ταχύτητα του τρεμοσβήματος αύξανε ή μειωνόταν αντιστοίχως. Ο Μάικελ μου εξήγησε σύντομα ότι οι κονσόλες είχαν χαρακτηριστικά που επέτρεπαν την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων και οποιασδήποτε διακύμανσης της θερμοκρασίας μέσα στα διάφορα μέρη του βουνού. Υποψιάστηκα ότι αυτή ήταν μια μάλλον περιορισμένη εξήγηση και ότι ο σκοπός τους ήταν ευρύτερος απ’ αυτό, αλλά δεν τον ρώτησα περισσότερα.
Σε ολόκληρο το τοίχο, προς τα δεξιά της πόρτας από την οποία μπήκαμε, υπήρχε ένα είδος χάρτη. Αναγνώρισα στο μισό του το ηλιακό μας σύστημα και τους διάφορους πλανήτες. Το άλλο μισό περιελάμβανε πλανήτες και αστέρια (υποθέτω ότι ήταν αστέρια) τα οποία δε γνώριζα. Πάνω σε διάφορα μέρη των δυο χαρτών υπήρχαν φώτα που πάλλονταν, μερικά από τα οποία φάνηκαν που και που να αλλάζουν θέση. Δε μου δόθηκε πολύ χρόνος για να κοιτάξω καλά από κοντά, παρόλο που το ήθελα, γιατί ο Μάικελ είχε κάτι άλλο στο μυαλό του.
Στη περιοχή απέναντι ακριβώς από τη πόρτα εισόδου υπήρχε ένα μεγάλο αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος με μια λαμπερή μεταλλοειδή επιφάνεια. Καθώς το πλησιάσαμε μπόρεσα να δω ότι δεν ήταν μεταλλικό.
Ο Μάικελ περπάτησε μέχρι αυτό το αντικείμενο, άγγιξε μια περιοχή περίπου στη μέση του και εμφανίσθηκε σιωπηλά ένα άνοιγμα. Μπήκαμε μέσα. Είδα ότι υπήρχαν πέντε καθίσματα συνεδεμένα όλα σε μια στερεή ακτίνα η οποία διέσχιζε το δάπεδο του αντικειμένου στον απέναντι τοίχο από την είσοδο. Ο Μάικελ πήρε ένα από τα καθίσματα και τον ακολούθησα. Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω, αλλά είχα εμπιστοσύνη στο Μάικελ ότι δε θα έβαζε τη ζωή μου σε κίνδυνο.
Το άνοιγμα από το οποίο μπήκαμε έκλεισε και είδα ότι η περιοχή που βρισκόμασταν ήταν στη πραγματικότητα ξεχωριστή από το εξωτερικό κέλυφος. Το αντικείμενο ήταν στη πραγματικότητα δύο αντικείμενα, το ένα φωλιασμένο μέσα στο άλλο. Άρχισα να νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι μου και πήρα ασυναίσθητα μερικές βαθιές, αργές αναπνοές για να ηρεμήσω.
Ζήτησα από το Μάικελ κάποια εξήγηση, γιατί ήμασταν σε αυτό το αντικείμενο και τι επρόκειτο να συμβεί. Μου εξήγησε ότι ο εσωτερικός σωλήνας, αυτός στον οποίο βρισκόμασταν, ήταν στη πραγματικότητα μια μορφή χρονομηχανής. Θα κάναμε ένα ταξίδι εκείνη την ημέρα με αυτή τη χρονομηχανή.
Μου εξήγησε ότι αυτή η χρονομηχανή είχε δημιουργηθεί και μεταφερθεί εδώ πριν από χιλιάδες αιώνες και είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς πολιτισμούς μέχρι να τελειοποιηθεί η προσωπική μορφή του «αστρικού» ταξιδιού, ή αλλιώς της «κατευθυνόμενης προβολής της συνείδησης». Είπε ότι αυτή τη μέρα θα έβλεπα μια παρελθούσα ιστορία που ελάχιστοι μπορούν να δουν αυτό το καιρό. Για τους σκοπούς του εκείνη την ημέρα και επειδή δεν είχα ιδέα σε τι αναφερόταν η κατευθυνόμενη προβολή της συνείδησης, το ταξίδι μας επρόκειτο να συμβεί μέσα σ’ εκείνο το σωλήνα.
Βρέθηκα να κοιτάω σε ένα σκηνικό που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Ήταν σα να παρακολουθούσα μια ταινία κινηματογράφου, εκτός από το ότι είχα την αίσθηση της κίνησης. Ο Μάικελ ενήργησε σαν ένας οδηγός καθώς εμφανίσθηκαν διάφορες σκηνές μπροστά μου. Δε θυμάμαι να είδα καθόλου παράθυρα στη συσκευή που είχαμε μπει, αλλά μπορούσα σίγουρα να δω αυτό που μου έδειχνε ο Μάικελ.
Στην αρχή νόμισα ότι πετούσα και τότε σκέφθηκα ότι απλώς παρατηρούσα και μετά αντελήφθηκα ότι καθόμουνα σε ένα σκάφος... Καθώς πέρασε γρήγορα δίπλα μου μια σκηνή, νόμισα ότι αναγνώρισα το Κρόνο με τους δακτυλίους του και μετά ήξερα που ήμουνα, όταν είδα τη Γη να εμφανίζεται μπροστά μου. Ταξιδεύαμε πολύ κοντά στην επιφάνεια του πλανήτη και φάνηκε να υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι σε αυτόν. Κάθε φορά που κάναμε το κύκλο του πλανήτη, η επιφάνειά του άλλαζε. Η ενέργειά του άλλαξε μαζί και τα χρώματα που εκπέμπονταν απ’ αυτόν. Είδα ιστιοφόρα να μετατρέπονται σε πολύ εξεζητημένα σκάφη που μπορούσαν να ταξιδεύουν πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Είδα ιπτάμενα σκάφη να περιβάλλουν το πλανήτη σχεδόν σε σχηματισμό και τα παρακολούθησα καθώς επιταχύνονταν έξω στο διάστημα για να γίνουν αόρατα στο ανθρώπινο μάτι και άλλα να κατεβαίνουν για να πάρουν τη θέση τους. Είδα την άδεια χώρα να αναπτύσσεται, να καλλιεργείται τροφή, να δημιουργούνται κτίρια και με κάθε νέα ανάπτυξη τα χρώματα πάλι άλλαζαν. Είδα ολόκληρους πολιτισμούς να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Είδα μάζες της ξηράς να ανυψώνονται και να πέφτουν και αισθάνθηκα το πόνο όταν συνέβη μια πολική μετατόπιση. Είδα κομμάτια ηπείρων να σπάνε και να παρασύρονται μακριά. Είδα τεράστιες όμορφες ζωικές μορφές να έρχονται στο πλανήτη και τελικά να εξαφανίζονται. Είδα φως γύρω από τις ανθρώπινες ζωικές μορφές και παρατήρησα πως αυτό μετατράπηκε από ένα όμορφο ζωηρό φως σε ένα ζοφερό, πυκνό σκοτάδι. Παρακολούθησα την επαναγέννηση ή δεύτερο ερχομό των φωτεινών όντων και για μια ακόμη φορά τα χρώματα του πλανήτη άλλαξαν. Και αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι ότι αισθάνθηκα και έγινα ένα με το κτύπο της καρδιάς όλων των όντων πάνω στο πλανήτη. Ένιωσα την ευτυχία της ανακάλυψης και το πόνο της καταστροφής. Πέρασα όλη τη γκάμα των συναισθημάτων μαζί με τη Μητέρα Γη. Βρέθηκα να κλαίω μαζί της και να εορτάζω για τις αφυπνίσεις που συνέβησαν.
Υπήρχαν πολλά περισσότερα...πιθανά θα χρειαζόταν ένας τόμος για να εξηγήσω με λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι καταλαβαίνεις που ήμουν εκείνη την ημέρα...
Πάντα φαινόταν να υπάρχει η παρουσία παρατηρητών. Μερικές φορές το σχήμα και το μέγεθος των οχημάτων άλλαξε, αλλά δεν υπήρχε ούτε μια φορά στη διάρκεια της μικρής μας εκδρομής που να μην ήσαν αυτοί παρόντες.
Η κίνησή μας γύρω από την επιφάνεια του Πλανήτη Γη φάνηκε να επιβραδύνεται. Μπορούσα να διακρίνω περισσότερες λεπτομέρειες και κίνηση. Τελικά σταματήσαμε πλήρως και οι εικόνες ξεθώριασαν στην όρασή μου. Ένιωσα την ενέργειά μου χαμηλή από την απέραντη γκάμα των συναισθημάτων. Ένιωσα πάντως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα βρεθεί σε αυτές τις ιδιαίτερες συναισθηματικές καταστάσεις. Πολλά από αυτά που είχα μόλις δει και βιώσει είχαν κάτι το γνώριμο πάνω τους... Ήταν σα να τα είχα ξαναζήσει, αλλά χωρίς καμιά φανερή αίσθηση μείωσης της λύπης μου.
Σε αυτό το σημείο βρήκα τη φωνή μου και ήθελα να κάνω στο Μάικελ διάφορες ερωτήσεις. Αισθάνθηκα σα τον μαθητευόμενο ρεπόρτερ στη πρώτη του μεγάλη αποστολή και άρχισα να στύβω το κεφάλι μου για να βρω τις σωστές ερωτήσεις. Πριν όμως προλάβω να καθαρίσω το λαιμό μου και να ανοίξω το στόμα μου, ο Μάικελ άρχισε να εξηγεί μερικούς από τους λόγους γι αυτό το ταξίδι στη χρονομηχανή.
Η ουσία της εξήγησής του ήταν ότι για να έχουν οι Εργάτες του Φωτός του μέλλοντος μια καθαρότερη κατανόηση όταν αποκαλυφθούν ορισμένα γεγονότα στο μέλλον, είναι καλό να ενισχυθούν και αφυπνιστούν στη ψυχή τους τα ίχνη των περασμένων γεγονότων. Συνέχισε λέγοντας ότι αυτοί που εργάζονταν και θα εργάζονταν για το Φως, θα έβρισκαν αυτή την ενίσχυση και επαναφύπνιση ευεργετική για τη κατανόηση και επίλυση των επερχόμενων προβλημάτων.
Ο Μάικελ εξήγησε περαιτέρω ότι μερικοί από αυτούς που προορίζονται για την Εργασία Φωτός στις επερχόμενες μεταβολές δεν είχαν φτάσει ακόμα στο πλανήτη Γη.
Μίλησε για βιβλία που θα γράφονταν και έχουν γραφεί, για εμπειρίες που θα μοιράζονταν με άλλους και για θεωρίες που θα διατυπώνονταν (οι οποίες θα αποδεικνύονταν αργότερα πραγματικές), όχι μόνο σε μια προσπάθεια ανασκάλευσης της μνήμης, αλλά για να ανακουφίσουν τους κατοίκους του πλανήτη γη με πρότυπα σκέψης που θα τους βοηθούσαν να αποδεχθούν πιο άμεσα αυτό που ήταν μπροστά τους. Είπε ότι θα παραχθούν πολλές ταινίες σε μια προσπάθεια υποβολής ή εμφύτευσης στη μαζική συνείδηση, όχι μόνο της δυνατότητας, αλλά και της πιθανότητας μελλοντικών συναντήσεών τους με αυτούς που μπορεί να φαίνονται «διαφορετικοί».
Καθώς μιλούσε, είχα ένα φλασμπάκ ότι είχα δει αυτό που νόμισα ότι ήταν ο Κρόνος στην αρχή του ταξιδιού. Αναρωτήθηκα γιατί το ταξίδι άρχισε εκεί έξω και ποια ήταν η σημασία του. Αυτό με πήγε πίσω στην ηλικία των 5 και 6 χρονών όταν ζούσα με τη θεία και το θείο μου σε μια φάρμα στην Αϊόβα. Οι κρεβατοκάμαρές μας ήσαν όλες στο πάνω δωμάτιο και στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών η θεία μου έσπρωχνε το κρεβάτι μου στο παράθυρο, για να μπορέσω να πιάσω οποιαδήποτε μικρή αύρα έφτανε μέχρι εκεί. Θυμάμαι να κάθομαι εκεί, νύχτα μετά από νύχτα κοιτώντας τον ουρανό και αναρωτόμενη τι έκανα εδώ κάτω και πότε θα ερχόντουσαν «αυτοί» για να με πάρουν σπίτι μου. Μερικές φορές ακόμα άκουγα μια απαλή φωνή να μου λέει ότι αυτό θα γινόταν σύντομα.
Ο Μάικελ είχε μείνει σιωπηλός καθώς βημάτιζα μέσα στις μνήμες μου και όταν τελείωσα μου πήρε το χέρι και μου είπε ότι δεν ήταν ακόμα ο καιρός για να επιστρέψω σπίτι μου.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλά περισσότερα πράγματα στη σχέση μου με τον Μάικελ απ’ όσα είχα ποτέ φαντασθεί. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη νύξη για το ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η σχέση, αλλά ήξερα ότι υπήρχε. Συνέχισα να έχω φλασμπάκ από περασμένες ενσαρκώσεις μου που σχετίζονταν με τα γεγονότα που μου δείχθηκαν, καθώς είχαμε κάνει το κύκλο γύρω από το πλανήτη, και είδα τον εαυτό μου να προβάλλει από το σκοτάδι του χώρου μέσα στην ακτινοβολία που εκπέμπετο από το πλανήτη γη, καιρό μετά από καιρό. Ήμουν ένας επισκέπτης - ίσως ένας μετανάστης που του είχε δοθεί μια άδεια ενός Εργάτη του Φωτός να κατοικεί και να εργάζεται πάνω σε αυτό το πλανήτη, σε αυτή τη διάσταση. Ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τα συναισθήματά μου και για τις εκατοντάδες ερωτήσεις που αναπηδούσαν τριγύρω στο μυαλό μου με μια τέτοια ταχύτητα που συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά ο Μάικελ πήρε το χέρι μου και με οδήγησε προς την είσοδο.
Βγήκαμε από το σωλήνα και από αυτό που θα ονομάσω δωμάτιο του σωλήνα. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι είχαμε μείνει στο σωλήνα λίγο λιγότερο από μια ώρα. Ένιωθα τα γόνατά μου κάπως αδύνατα και μια ελαφριά ζάλη καθώς φύγαμε απ’ αυτόν. Ο Μάικελ μου εξήγησε ότι θα μου περνούσε και με καθοδήγησε πώς να πάρω μερικές αργές βαθιές αναπνοές. Τοποθέτησε το δεξί του χέρι στη μέση του σώματός μου (που αργότερα ανακάλυψα ήταν η θέση του Τσάκρας του Ηλιακού Πλέγματος) και το αριστερό του στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Μετά με έκανε να λυγίσω τη μέση μου σκύβοντας προς τα κάτω και να εισπνεύσω καθώς επέστρεφα αργά πάνω. Με έβαλε να κάνω αυτή την άσκηση αρκετές φορές. Όταν απομάκρυνε τα χέρια του, δεν ένιωθα πια ζάλη. Είπε ότι ήξερε ότι είχα πρόβλημα με τη ζάλη μου στις επισκέψεις μου, αλλά με βεβαίωσε ότι δε θα την ένιωθα ξανά. Μου υπέδειξε ότι μπορεί να είχα τώρα μερικές μικρές σωματικές αντιδράσεις καθώς θα επέστρεφα στον εξωτερικό κόσμο, όπως και πράγματι είχα.
Αφήσαμε το δωμάτιο του σωλήνα και πήραμε ένα από τα μικρά οχήματα που είχαμε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Περάσαμε μέσα από μυριάδες τούνελ που σχεδόν με ζάλισαν. Στρεφόμασταν από τη μια δίοδο στην άλλη και μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως κάναμε κύκλους.
Είμαι σίγουρη πως δεν κάναμε, απλά κάναμε πολλές στροφές και το ένα τούνελ έμοιαζε με το άλλο, εκτός από το πλάτος και το ύψος τους και μερικά ήσαν υγρά και ψυχρά, ενώ άλλα είχαν ένα πραγματικά ζεστό αέρα. Αυτός τελικά σταμάτησε το μικρό όχημα και χάρηκα γιατί ένιωθα ναυτία. Σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε προς ένα μικρό άνοιγμα το οποίο υποτίθεται ότι οδηγούσε σε μια άλλη δίοδο. Ο Μάικελ έκανε ένα βήμα πίσω για να με αφήσει να μπω μπροστά από αυτόν. Μπήκα σε μια μικρή περιοχή που φαινόταν να είναι μια μικρή τυφλή διάβαση.
Ο Μάικελ ήλθε γύρω μου και άγγιξε μια περιοχή στον απέναντι τοίχο, οπότε εμφανίσθηκε μια άλλη δίοδος. Στη μέση του δρόμου μέσα από αυτή τη δεύτερη είσοδο μου κόπηκε η ανάσα και σταμάτησα σαν αποσβολωμένη να περπατάω.
Για μια στιγμή νόμισα ότι είχα βγει από το βουνό και ότι βρέθηκα μέσα σε μια όμορφη πράσινη κοιλάδα στην αντίθετη πλευρά του βουνού απ’ όπου είχαμε μπει. Αλλά καθώς στάθηκα εκεί, ατενίζοντας (είμαι σίγουρη ότι το στόμα μου έχασκε ανοιχτό), συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν κτίρια και άνθρωποι σε πλήρη δραστηριότητα, και αντελήφθηκα περιοχές που φαίνονταν να ήσαν φυτεμένες. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι πεύκου, αλλά στη θέση τους υπήρχαν τεράστια σκιερά δένδρα και απ’ ότι μου φάνηκε καρποφόρα δένδρα και μπορούσα να τα δω να λικνίζονται όλα στο ρυθμό μιας ελαφριάς αύρας που φυσούσε τότε μέσα στη κοιλάδα. Υπήρχε παντού ένα λαμπερό ηλιακό φως και μπορούσα να ακούσω πουλιά να κελαηδούν. Η οικογένειά μου, οι φίλοι μου κι’ εγώ είχαμε εξερευνήσει πολύ το βουνό για πολλούς μήνες. αλλά δεν είχαμε συναντήσει ποτέ μια τέτοια μορφή εγκατάστασης σε οποιαδήποτε πλευρά του.
Στράφηκα προς τον Μάικελ και αντελήφθηκα ότι μου χαμογελούσε. Είχα δει το πρόσωπό του να παρουσιάζει πολλές φορές αυτό που θεωρούσα χαμόγελο, αλλά ποτέ δεν τον είχα δει να χαμογελάει τόσο ανοιχτά. Αυτός άνοιξε τα χέρια του προς το μέρος μου και μου είπε: «Περίμενα πολύ καιρό αδελφή μου για να καλωσορίσω την επιστροφή σου στο σπίτι σου». Δεν είχα καμιά ιδέα για τι πράγμα μιλούσε, αλλά ένιωσα την αγκαλιά του υπέροχη. Καθίσαμε στη κορυφή της κοιλάδας και μιλήσαμε επί ώρες για διάφορα θέματα. Μου είπε ότι δεν ήταν ακόμα ο καιρός για να ενωθώ πάλι μαζί τους.
Υπήρχαν πολλά στα οποία δεν είχα εκτεθεί ακόμα στον εξωτερικό κόσμο και πολλά πράγματα για να μάθω για τις λειτουργίες του και για τις περιοχές στις οποίες θα μπορούσα να βοηθήσω όταν θα γινόντουσαν πραγματικότητα οι αλλαγές που έχουν προφητευθεί για τον πλανήτη γη.
Μου υπέδειξε ότι θα μπορούσα με το καιρό να διακρίνω ποιος περπάτησε αυτό το δρόμο μαζί μου. Ότι πριν από το τέλος του αιώνα, εκείνοι που ήσαν σε Εργασία Φωτός γύρω στον κόσμο θα ένωναν τα δυνάμεις τους πριν και στη διάρκεια των «αλλαγών» για να βοηθήσουν τους κατοίκους του πλανήτη στη διάρκεια των περιόδων επαναδιευθέτησής τους.
Μου υπέδειξε ότι θα υπάρξει μια προσεχής βοήθεια από τους κατοίκους του εσωτερικού κόσμου. Κοίταξα στην κοιλάδα και αναρωτήθηκα πόσοι ήσαν ακριβώς εκεί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν όταν θα ερχόταν το κάλεσμα. Ο Μάικελ αντιλαμβανόμενος την ερώτησή μου είπε: «Α, αδελφούλα, αυτό που βλέπεις εδώ είναι μονάχα ένα από τα πολλά μέρη των συναθροίσεών μας. Υπάρχουν πολλά τέτοια μέρη στον εσωτερικό κόσμο, πολύ γνώση, και πάω απ’ όλα, μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον γι’ αυτούς που ζουν στο εξωτερικό. Στην επιφάνεια του πλανήτη η αγάπη είναι δυσεύρετη, αλλά εδώ είναι το φως που μας οδηγεί. Είναι η ίδια η ζωική δύναμη της ύπαρξής μας».
Απ’ ό,τι μπορούσα να συνοψίσω, καθώς ο Μάικελ συνέχισε να μιλάει, αυτός ο πλανήτης, ίσως ακόμα και το ηλιακό μας σύστημα, έχει περάσει αμέτρητες φορές μέχρι τώρα από την ενελεικτική και την εξελικτική φάση. Διάφορα όντα τον έχουν επισκεφθεί και ξαναεπισκεφθεί, αποικίσει και ξαναποικίσει, αφήσει μόνο του και θρέψει, καταραστεί και αγαπήσει.
Έχει συμβεί μια διασταύρωση. Οι «βοηθοί» από μακριά έχουν περπατήσει δίπλα μας με πλήρη κατάπληξη που καταφέραμε να επιβιώσουμε. Οι κάτοικοι του πλανήτη γη παρουσίασαν σε αρκετές περιπτώσεις μια τέτοια μεγάλη πρόκληση, που απαιτείτο μια μεγάλη προσωπική προσοχή για να διατηρηθεί η ίδια η ακεραιότητα του πλανήτη.
...Ήξερα ότι βράδιαζε και χρειαζόταν να κατέβω πίσω στη κοιλάδα. Ο Μάικελ αισθάνθηκε την επιθυμία μου να επιστρέψω στην οικογένειά μου και πήρε το χέρι μου για να με οδηγήσει πίσω στο τούνελ. Καθώς στραφήκαμε έριξα μια ακόμα ματιά στην ελκυστική κοιλάδα. Ένα κομμάτι μου ποθούσε πολύ να μείνει εκεί και να αναπτυχθεί ξανά σε ένα περιβάλλον αγάπης. Αλλά με καλούσαν τα παιδιά μου και ήξερα ότι δεν ήταν ακόμα ο καιρός μου να βρεθώ μαζί με τους «αποκάτω».
Καθώς βγήκα για μια ακόμη φορά από το βουνό είδα ότι Βράδιαζε. Αποχαιρέτησα το Μάικελ και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο να βρω τη Μητέρα Μαίρη και την ομάδα της ...
Εκτός από τον Άμπραχαμ Μάνσφηλντ και το φίλο του, που αναφέραμε προηγουμένως, υποτίθεται πως επισκέφθηκε το εσωτερικό του όρους Σάστα και ο συγγραφέας Ρόμπερτ Μάξγουελ, ο οποίος αναφέρει τη περιπέτειά του στο βιβλίο του Λεμουρία - Πραγματικότητα ή Μυθιστόρημα. Από την άλλη μεριά ο Γουώρεν Σμιθ αφηγείται στο βιβλίο του Τα Κρυμμένα Μυστικά της Κούφιας Γης τη γνωριμία του με τον Ρόμπερτ Μάξγουελ και τη παρακάτω συνέντευξη που πήρε από αυτόν:
...«Έτσι πρέπει απλά να πιστεύσουμε την ιστορία σου», είπα.
«Όχι τόσο πολύ», απάντησε ο Μάξγουελ. «Υπάρχουν τρόποι για να αποδείξω ότι η πόλη βρίσκεται πραγματικά εκεί».
«Έχεις πάει εκεί;»
Ο Μάξγουελ κατεύνασε. «Ο Μόκλα με οδήγησε μέσα από τη στοά στο εσωτερικό άνοιγμα που βλέπει από ψηλά στη πόλη. Μπορούσα να κοιτάξω κάτω και να τη δω. Δεν μου επετράπη όμως η είσοδος σε αυτή. Οι ξένοι απαγορεύεται να μπουν πέρα από το εσωτερικό άνοιγμα της στοάς».
«Γιατί να διακινδυνεύσουν την ασφάλειά τους δείχνοντάς σου την είσοδο;» ρώτησα.
«Με οδήγησαν με δεμένα τα μάτια στην εξωτερική είσοδο», απάντησε ο Μάξγουελ. «Μου έδεσαν τα μάτια και μετά την επίσκεψή μου στην εσωτερική πόλη».
«Πώς έμοιαζε η πόλη;»
Ο Μάξγουελ σκέφθηκε για μια στιγμή και μετά απάντησε: «Η αρχιτεκτονική της ήταν όμορφη. Κοιτώντας προς τα κάτω από το πλεονεκτικό σημείο μου, όπου η στοά άνοιγε μέσα στη σπηλιά, είδα ναούς και οβελίσκους σαν αυτά που θα έβλεπες στην εικόνα μιας μυθικής Βιβλικής πόλης».
«Τι έχεις να πεις για το φως;»
«Έχουν ένα λαμπερό φως στη κορυφή της σπηλιάς, που είναι ένα αιώνιο φως».
«Και τι γίνεται με τις πηγές ισχύος;»
«Αυτοί ζουν μια απλή ζωή και δεν χρειάζονται ισχύ. Μου είπαν ότι το φως ήλθε από τη Λεμουρία πριν καταστραφεί (στον Ειρηνικό Ωκεανό). Αυτό δε χρειάζεται μια εξωτερική πηγή ισχύος. Η ενέργεια προέρχεται από μαγνήτες. Η Λεμουρία ήξερε το μυστικό του πώς να λαμβάνει ισχύ από μια μαγνητική πηγή. Το φως θα καίει για πάντα, εκτός αν κάποιος το αποσυναρμολογήσει».
...Ρώτησα το Μάξγουελ για τους υποτιθέμενους ιπτάμενους δίσκους των Λεμουρίων.
«Ο Μόκλα μου είπε ότι και αυτοί λειτουργούν επίσης πάνω σε μια μαγνητική αρχή», συνέχισε. «Ο Μόκλα ισχυρίζεται ότι οι ιπτάμενοι δίσκοι τους έχουν αφεθεί από τους προγόνους τους, οι οποίοι πέταξαν με αυτούς από τη Λεμουρία στο όρος Σάστα. Είπε επίσης ότι δεν έχουν όλους τους ιπτάμενους δίσκους. Υπάρχουν άλλοι που τους έχουν, παρόλο που αρνήθηκε να πει περισσότερα πάνω σε αυτό».
Ο Μάξγουελ έφερε αργότερα στο Σμιθ ένα Λεμουριανό νόμισμα με χαραγμένα πάνω του μερικά παράξενα ιερογλυφικά, που είπε ότι του το έδωσε ο Μόκλα σα μια απόδειξη για το Σμιθ ότι η πόλη υπάρχει πραγματικά. Ο Σμιθ πήγε το νόμισμα σε πολλούς εμπόρους νομισμάτων, αλλά κανένας τους δεν μπόρεσε να το αναγνωρίσει. Οι άνθρωποι που ζουν στη σπηλιά του όρους Σάστα περιγράφηκαν από το Μάξγουελ σαν ύψους 1,5 περίπου μέτρων και ντυμένοι με χαλαρούς γκρι μανδύες με μια κουκούλα ριγμένη πίσω πάνω από τους ώμους τους (Γουώρεν Σμιθ, σελ.33-37). Μια και οι Τελοσιανοί είναι πολύ πιο ψηλοί, θα πρόκειται μάλλον για τους νάνους Γιακτάβιανς.
Ο νεαρός αποδείχθηκε τελικά ένας ενδιαφέρον και ευχάριστος συνομιλητής και συζήτησαν αρκετή ώρα διάφορα θέματα κοινού ενδιαφέροντος και εσωτερικού περιεχομένου. Όταν του ανέφερε ότι είχε ακούσει ότι η Αδελφότητα του Όρους είχε φύγει για το Περού για ένα πιο σταθερό περιβάλλον, ο νεαρός της χαμογέλασε και της είπε ότι είχε ακούσει και αυτός αυτές τις ιστορίες, αλλά αν ήθελε θα μπορούσε να μπει η ίδια μέσα στο βουνό και να δει με τα μάτια της ποιος ήταν ακόμα εκεί, δείχνοντας με το τρόπο του ότι ήξερε πώς να την οδηγήσει μέσα σε αυτό.
Η γυναίκα νιώθοντας εμπιστοσύνη για το νεαρό τον ακολούθησε, αν και δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την οδηγήσει μέσα στο βουνό. Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν σε ένα ψηλό, παράξενα διαμορφωμένο βράχο ύψους 3 περίπου μέτρων και πλάτους 1,5 μέτρων. Η πρόσοψη του ήταν επίπεδη και κρυβόταν εν μέρει από τα κλαδιά των μπροστινών δένδρων. Η κορυφή του έγερνε προς το έδαφος στο πίσω μέρος του, μοιάζοντας έτσι με ένα σκαληνό τρίγωνο. Η μια πλάγια όψη του έμοιαζε σαν /l, ενώ το έδαφος γύρω του ήταν πολύ σκληρό συγκριτικά με το μαλακότερο έδαφος που είχαν περπατήσει για να φτάσουν μέχρι εκεί. Όπως αφηγήθηκε αργότερα η Κα Μ... σε ένα γράμμα σε μια φίλη της:
Ο νεαρός περπάτησε μέχρι τη πόρτα και την άγγιξε. Αμέσως αυτή άνοιξε προς τα μέσα και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω, όπως και έκανα. Διαβαίνοντας την ανοικτή πόρτα είδα 7 σκαλοπάτια να κατεβαίνουν προς ένα μικρό πλατύσκαλο και να συνεχίζουν μετά δεξιά προς τα κάτω. Ένιωθες μια υγρή, μουχλιασμένη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, αν και όχι δυσάρεστη, σα να είχαμε μπει σε μια περιοχή που δεν απολάμβανε τόσο συχνά τη παρουσία του καθαρού αέρα. Ήταν προφανές ότι ήμασταν μέσα στο βουνό γιατί τα τοιχώματα ήσαν πέτρινα.
Φθάσαμε στο πλατύσκαλο και σταμάτησα να κοιτάξω τριγύρω. Είδα ότι ήμασταν σε ένα μικρό έρημο δωμάτιο που μου έδωσε την αίσθηση μιας εισόδου ή προθαλάμου. Το δωμάτιο λουζόταν από ένα απαλό φως του οποίου τη πηγή δεν μπορούσα να εντοπίσω. Δεν υπήρχαν καθόλου λάμπες ή κανένας άμεσος φωτισμός.
Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια και ο νεαρός περπάτησε προς τον απέναντι τοίχο, τον άγγιξε και άνοιξε αμέσως μια πόρτα. Η πόρτα αυτή δεν ήταν ορατή από το πλατύσκαλο. Συγχωνευόταν με το τοίχο με ένα τέτοιο τρόπο, που αν δεν ήξερες πού ήταν, δε θα είχες καμιά ιδέα για την ύπαρξή της.
Τον ακολούθησα μέσα από τη πόρτα και βρέθηκα σε ένα πολύ μεγάλο, πέτρινο δωμάτιο με ψηλό ταβάνι. Και αυτό το δωμάτιο φωτιζόταν από μια απροσδιόριστη πηγή.
Καθώς διασχίσαμε το δωμάτιο προς ό,τι φαινόταν να είναι ένας μεγάλος διάδρομος, είδα έναν αριθμό εισόδων γύρω του, καθεμιά από τις οποίες φαινόταν να οδηγεί σε ένα μεγάλο διάδρομο.
Περπατήσαμε στην απέναντι πλευρά του δωματίου και συνεχίσαμε προς τα κάτω στο διάδρομο. Ο διάδρομος αυτός μας οδήγησε σε ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο, το οποίο είχε έπιπλα και μεγάλα κιβώτια με ένα γυάλινο περίβλημα. Ο νεαρός με πήρε προς αυτά και μου έδειξε μερικά κομμάτια επίπεδης πέτρας μέσα τους. Καθώς πλησίασα τα κιβώτια είδα ότι πάνω σε κάθε πέτρα υπήρχαν χαραγμένα κάποια γράμματα, αλλά δε μπορούσα να αναγνωρίσω τη γλώσσα. Γύρισα να τον ρωτήσω τι αντιπροσώπευαν αυτές οι πέτρες, αλλά προτού το κάνω μου χαμογέλασε και μου είπε: «Δε θυμάσαι τώρα, αλλά αυτές είναι οι ιερές πλάκες που εσύ και οι συνεργάτες σου βγάλατε από την Ατλαντίδα καθώς σηκώθηκαν τα νερά του κατακλυσμού για να καταστρέψουν τη χώρα».
Συνέχισε να μου εξηγεί ότι εμείς (δεν ήμουν σίγουρη προς το παρόν για το ποιους εννοούσε με αυτό το «εμείς») είχαμε πάρει τις πλάκες σε μια σπηλιά και τις είχαμε κρύψει εκεί. Καθώς έλεγε την ιστορία, μπορούσα να δω μέσα στο μυαλό μου έναν αριθμό μικρών σκαφών με δύο άτομα το καθένα, να κινιούνται πολύ γρήγορα μέσα από τα βαθιά νερά. Αυτά σιγά - σιγά επιβραδύνθηκαν καθώς πλησίαζαν μια σπηλιά και μόλις μπήκαν σε αυτή μπόρεσα να δω τα άτομα να σηκώνονται στην επιφάνεια του νερού.
Η σπηλιά ήταν πολύ μεγάλη.
Όταν τα άτομα των μικρών σκαφών άνοιξαν τα σκάφη τους για να βγουν, άλλα άτομα στη σπηλιά τους χαιρέτησαν και αφού πήραν με βιάση τις πέτρινες πλάκες εξαφανίσθηκαν μέσα της. Μόλις οι πλάκες απομακρύνθηκαν οι ιδιοκτήτες των σκαφών ξαναμπήκαν στα μικρά τους πλοιάρια και έφυγαν από τη σπηλιά με τον ίδιο τρόπο που είχαν μπει. Σε αυτό το σημείο ο οραματισμός μου σταμάτησε, αλλά είχα μια αίσθηση ότι είχα βρεθεί σε εκείνο το μέρος μαζί με αυτά τα άτομα. Χρειάσθηκαν να περάσουν λίγα λεπτά για να ξεπεράσω το συναίσθημα της ανησυχίας και της διέγερσης που είχα νιώσει καθώς παρακολουθούσα τα μικρά σκάφη στο νερό. Ένιωσα το συναίσθημα μιας μεγάλης ανακούφισης και ολοκλήρωσης μόλις παραδόθηκαν οι πλάκες και μπορούσα να ακούσω τις προσευχές και ευχαριστίες που πρόφεραν οι άνθρωποι στη σπηλιά.
Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχαν μερικοί πάγκοι χωρίς πλάτη, οι οποίοι βρισκόντουσαν μπροστά από κάθε κιβώτιο. Είχα την ίδια αίσθηση που ένιωθα όταν επισκεπτόμουνα ένα μουσείο.
Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα πώς να τον αποκαλώ. Δεν μου είχε πει το όνομά του. Τον ρώτησα λοιπόν πώς το λένε και μου είπε πώς μπορώ να τον φωνάζω Μάικελ.
Ο Μάικελ μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω ξανά και μπήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο (με την ευκαιρία το δωμάτιο του «μουσείου» και αυτό το δωμάτιο θα τα ονόμαζα αρκετά κανονικά δωμάτια. Τα ταβάνια τους είχαν ύψος περίπου 4,5 μέτρων και μαζί με τους τοίχους ήσαν καλυμμένα από κάποιο υλικό που φαινόταν σα μέταλλο, αν και δεν αισθάνθηκα τη ψυχρότητα που συνήθως αισθάνομαι όταν είμαι κοντά σε μέταλλο, αν αυτή η παρατήρηση μπορεί να βοηθήσει καθόλου). Τα δάπεδα ήσαν πολύ λεία - δεν έχω ιδέα εξ’ αιτίας ποιας λαμπερής επικάλυψης. Αυτό το δεύτερο δωμάτιο περιείχε επτά μεγάλους όρθιους κυλίνδρους ύψους 3 περίπου μέτρων και πλάτους 1,2 μέτρων. Πάλι δεν ξέρω από τι υλικό ήταν κατασκευασμένοι. Παρόλο που φαινόταν σα γυαλί, δε νομίζω ότι ήταν. Οι κύλινδροι αυτοί ήσαν γεμάτοι με μια υγρή ουσία (μιας ζελατινινοειδούς υφής) και στο καθένα τους έλαμπε μια ακτίνα φωτός προς τα κάτω από τη κορυφή τους. Η υγρή ουσία μέσα τους ήταν διαφορετικού χρώματος στον καθένα απ’ αυτούς. Τα χρώματα αυτά ήταν αρκετά ανάλογα με τα χρώματα που αποδίδουμε στα επτά βασικά τσάκρας.
Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχε ένας αριθμός ανθρώπων (μου φάνηκαν άνθρωποι σα κι εμένα) που δούλευαν γύρω από τους κυλίνδρους. Ο καθένας τους τοποθετούσε μικρά κομμάτια χαρτιού (τουλάχιστον φαινόταν σα χαρτί) πάνω στους διάφορους χρωματιστούς κυλίνδρους. Είδα ότι το κάθε «χαρτί» έγραφε κάτι πάνω του. Ο Μάικελ μου εξήγησε ότι αυτοί εργάζονταν θεραπεύοντας διάφορα άτομα και την ίδια τη Μητέρα Γη. Αυτοί έγραφαν πάνω σε αυτό το «προσάρτημα» (ή τα προσαρτήματα αν απαιτείτο ένας συνδυασμός χρωμάτων) το όνομα ή τη τοποθεσία αυτού που είχε ανάγκη από θεραπεία. Τα «προσαρτήματα» καθώς διασπείροντο οι θεραπευτικές ενέργειες ανελάμβαναν το χρώμα του κυλίνδρου. Όταν το προσάρτημα πετύχαινε το ακριβές χρώμα του κυλίνδρου ή την ακριβή απόχρωση που απαιτείτο από την επιγραφή, αυτό διαλυόταν.
Τους παρακολουθήσαμε να εργάζονται για λίγο και ο Μάικελ υπέδειξε ότι ίσως θα ήθελα να μελετήσω τη χρωματοθεραπεία. Συμφώνησα ότι μπορεί να ήθελα. Καθώς φύγαμε από το δωμάτιο θεραπείας, με κοίταξε και μου είπε: «Η οικογένειά σου επιστρέφει στο χώρο κατασκήνωσης. Καλύτερα να επιστρέψουμε κι εμείς».
Φύγαμε από τον ίδιο δρόμο που μπήκαμε. Όταν βρεθήκαμε πάλι στο δάσος, μου είπε: «Θα ξανασυναντηθούμε, γιατί υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα να δεις και να θυμηθείς. Να προσέχεις όταν θα κατεβαίνεις το βουνό. Να οδηγείς σιγά και θα ανακαλύψεις κάτι πολύ αγαπητό σου».
Ο Μάικελ δεν επέστρεψε στο χώρο κατασκήνωσης μαζί μου. Με χαιρέτησε με το χέρι του και επέστρεψε στην είσοδο του βουνού.
Τελικά αφού συνάντησε την οικογένειά της, κατέβηκαν προσεκτικά το βουνό μετά από τις νουθεσίες του Μάικελ και κάπου σε μια στροφή, κοντά σε ένα σταματημένο φορτηγό που τους έφραζε το δρόμο, συνάντησε την αγαπημένη, χαμένη πριν από έξη μήνες στο βουνό, αγριεμένη τώρα σιαμέζα γάτα της, η οποία μετά από ένα περιπετειώδες κυνηγητό και συνεχές κάλεσμα τελικά την αναγνώρισε και αφέθηκε να την πιάσει. Και η Κα Μ... συνεχίζει στο γράμμα της:
Πώς κατάφερε αυτός ο μικρός φιλαράκος να επιζήσει έξη μήνες πάνω στο βουνό, δεν μπορώ να το καταλάβω. Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι ότι κάποιος τον βοήθησε. Είμαι αιώνια λοιπόν ευγνώμων σε όποιον τον βοήθησε και τον έχουμε πάλι μαζί μας...
Το επόμενο Σαββατοκύριακο ξαναεπιστρέψαμε στα Λιβάδια του Πάνθηρα. Όπως συνήθως ο άνδρας μου και τα παιδιά πήγαν για εξερεύνηση κι εγώ βρέθηκα να παρακολουθώ το μονοπάτι για τον Μάικελ. Αυτός εμφανίσθηκε λίγο μετά τις 10 το πρωί και περπατήσαμε για μια ακόμη φορά μέσα στα δένδρα.
Αφού μπήκαμε στο βουνό, περνώντας από το «μουσείο» και από το δωμάτιο θεραπείας, ο Μάικελ επέλεξε τώρα μια άλλη δίοδο. Αυτή ήταν στενότερη από τις προηγούμενες που είχα δει και σαφώς πέτρινη. Υπήρχε πάλι φως.
Περπατήσαμε για μια σύντομη απόσταση κάτω στη δίοδο και είδα ότι πλησιάζαμε μια περιοχή με αρκετά μηχανήματα. Τα μηχανήματα αυτά αποδείχθηκαν τελικά οχήματα. Ο Μάικελ περπάτησε στο πρώτο και μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Ήταν ένα μικρό όχημα με δυο καθίσματα. Δεν μπορούσαν να δω κανένα πίνακα οργάνων. Υπήρχε μόνο ένα μικρό μέρος που είχε πάνω του τρία κουμπιά. Πάτησε το ένα και το όχημα σηκώθηκε από το έδαφος. Αιωρήθηκε εκεί, μέχρι που πάτησε το δεύτερο κουμπί και αυτό άρχισε να κινείται προς τα μπρος. Δεν υπήρχε τιμόνι ή κανένα ορατό μέσον ελέγχου του οχήματος (ποτέ δεν ανακάλυψα σε τι χρησίμευε το τρίτο κουμπί).
Καθώς περνάγαμε μέσα από διάφορα τούνελ και στροφές, παρατήρησα διάφορα κομμάτια λάβας (τουλάχιστον αυτό σκέφθηκα ότι ήταν) πάνω στο δάπεδο του τούνελ και χωμένα στα τοιχώματα. Μερικά μέρη του τούνελ ήταν πολύ στενά και άλλα άνοιγαν σε μεγαλύτερες περιοχές. Ήταν ένας λαβύρινθος από τούνελ και παρακλάδια τους. Δεν έχω ιδέα πόσο μακριά είχαμε πάει, αν είχαμε ταξιδεύσει προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ή στο ίδιο επίπεδο. Υπήρχε πάντως μια σαφής διακύμανση της θερμοκρασίας καθώς ταξιδεύαμε στα διάφορα τούνελ. Τίποτα το πραγματικά δυσάρεστο, απλά υπήρχαν μέρη που ήσαν πιο θερμά από άλλα.
Φθάσαμε σε ένα χώρο προσγείωσης όπου υπήρχαν και άλλα τέτοια άδεια οχήματα. Βγήκαμε από το μικρό σκάφος και περάσαμε μέσα από μια άλλη δίοδο σε ένα μεγάλο δωμάτιο το οποίο ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα τούνελ στα οποία είχαμε μόλις ταξιδεύσει. Το δωμάτιο αυτό είχε ένα πολύ ψηλό ταβάνι και ήταν γεμάτο από θελκτικά πράσινα φυτά και λουλούδια, πολλά από τα οποία δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, όχι θερμό, και μπορούσα να αισθανθώ την υγρασία του αέρα.
Φαινόταν να υπάρχει ένα άμεσο ηλιακό φως μέσα του, αλλά δεν είδα καθόλου ανοίγματα που θα επέτρεπαν την είσοδο του ηλιακού φωτός.
Ρώτησα το Μάικελ για το φως και μου είπε ότι ήταν πράγματι ηλιακό φως και αυτό έφτανε στο δωμάτιο μέσω μιας σειράς κατοπτροειδών συσκευών που εχρησιμοποιούντο για να το συγκεντρώνουν από τη κορυφή του βουνού. Συνέχισε εξηγώντας μου ότι υπήρχαν πολλά δωμάτια σαν κι αυτό και εχρησιμοποιούντο για την καλλιέργεια της τροφής που ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση της απομένουσας φρουράς μέσα στο βουνό και για τη διατήρηση μιας κατάλληλης περιβαλλοντολογικής ισορροπίας για τους ενοίκους του. Μου έδειξε κάτι που φαινόταν να είναι ένα σύστημα εξαερισμού κοντά στην οροφή. Εξήγησε, ότι υπήρχαν πολλά τέτοια συστήματα σε όλη την έκταση του βουνού.
Περπατήσαμε ανάμεσα στα φυτά και τα δένδρα, μιλώντας για την Αδελφότητα, το μέλλον της Μητέρας Γης, τους χαμένους πολιτισμούς του παρελθόντος, την εργασία που πρέπει να γίνει για να διατηρήσουμε τη τωρινή κοινωνία μας, την προβλεπόμενη επερχόμενη κλίση του άξονα της γης και τελευταία για την ομορφιά μιας ασέληνης νύχτας. Ανακαλύψαμε ότι και οι δυο προτιμούσαμε τις ασέληνες νύχτες, γιατί μόνο τότε μπορεί να εκτιμήσει κανείς πραγματικά την ομορφιά του Σύμπαντος και των άστρων μας.
Καθώς φεύγαμε τον ρώτησα αν εξακολουθούσαμε να είμαστε στο Όρος Σάστα και μου απάντησε πως ναι. Μου έγνευσε να πλησιάσω το χώρο προσγείωσης και το μικρό σκάφος μας πήγε πίσω στην αφετηρία μας.
Περπατήσαμε έξω, μέσα στα δένδρα και στο ξέφωτο του λιβαδιού.
Ο Μάικελ μου είπε ότι την επόμενη φορά θα «ταξιδεύαμε».
Τον ρώτησα τι εννοούσε και απλώς μου χαμογέλασε και μου είπε: «Θα δεις».
Το επόμενο σαββατοκύριακο έκανε πολύ κρύο και αποφάσισε να πάει μόνη της με το φορτηγό στο «Λιβάδι του Πάνθηρα» αναζητώντας τον Μάικελ:
Μόλις έφτασα στο Λιβάδι του Πάνθηρα χάρηκα που δεν είχα φέρει τα παιδιά, γιατί έκανε πραγματικά πολύ κρύο και είχε πολύ άνεμο. Είχα παρκάρει το φορτηγό έτσι ώστε να μπορούσα να μείνω μέσα και να παρακολουθώ τη περιοχή απ’ όπου εμφανιζόταν συνήθως ο Μάικελ και όντως αυτός φάνηκε. Βγήκα για να το συναντήσω και για μια ακόμη φορά μπήκαμε μέσα στο βουνό.
Σχεδόν δεν άντεχα να περιμένω την εκπλήρωση αυτής της τελευταίας υπόσχεσης ότι θα «ταξιδεύαμε». Θα ήθελα να μπορούσα να τον σπρώξω μέσα από τις πόρτες και τις καθοδικές διόδους για να κινηθεί γρηγορότερα. Προς έκπληξή μου δεν μπήκαμε στη δίοδο όπου είχαμε ασφαλίσει το μικρό όχημα που μας είχε μεταφέρει μέσα από τα τούνελ στη τελευταία μου επίσκεψη.
Αντ’ αυτού συνεχίσαμε κάτω την κύρια δίοδο μέχρι που φτάσαμε σε μια σχετικά μεγαλύτερη είσοδο. Ο Μάικελ μου κράτησε τη πόρτα ανοικτή και όταν μπήκα στο δωμάτιο έμεινα άφωνη...
Κατά μήκος της αριστερής πλευράς του δωματίου υπήρχαν μερικές ελεύθερα ιστάμενες κονσόλες. Η κάθε μια τους είχε περίπου το μέγεθος και το σχήμα ενός μικρού γραφείου. Στη πλάτη της υπήρχε προσαρτημένο ένα ταμπλό που ανέβαινε 1,2 περίπου μέτρα πάνω από το «γραφείο» και φαινόταν να έχει βάθος τριάντα περίπου εκατοστά.
Υπήρχε μια μικρή σειρά αντικειμένων σα κουμπιά πάνω στα ταμπλό και εγκάρσια στο κάτω μέρος του μια σειρά από τρεμοσβήνοντα χρωματιστά κουμπιά. Παρατήρησα ότι καθώς τα χρώματα γινόντουσαν φωτεινότερα ή σκοτεινότερα, η ταχύτητα του τρεμοσβήματος αύξανε ή μειωνόταν αντιστοίχως. Ο Μάικελ μου εξήγησε σύντομα ότι οι κονσόλες είχαν χαρακτηριστικά που επέτρεπαν την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων και οποιασδήποτε διακύμανσης της θερμοκρασίας μέσα στα διάφορα μέρη του βουνού. Υποψιάστηκα ότι αυτή ήταν μια μάλλον περιορισμένη εξήγηση και ότι ο σκοπός τους ήταν ευρύτερος απ’ αυτό, αλλά δεν τον ρώτησα περισσότερα.
Σε ολόκληρο το τοίχο, προς τα δεξιά της πόρτας από την οποία μπήκαμε, υπήρχε ένα είδος χάρτη. Αναγνώρισα στο μισό του το ηλιακό μας σύστημα και τους διάφορους πλανήτες. Το άλλο μισό περιελάμβανε πλανήτες και αστέρια (υποθέτω ότι ήταν αστέρια) τα οποία δε γνώριζα. Πάνω σε διάφορα μέρη των δυο χαρτών υπήρχαν φώτα που πάλλονταν, μερικά από τα οποία φάνηκαν που και που να αλλάζουν θέση. Δε μου δόθηκε πολύ χρόνος για να κοιτάξω καλά από κοντά, παρόλο που το ήθελα, γιατί ο Μάικελ είχε κάτι άλλο στο μυαλό του.
Στη περιοχή απέναντι ακριβώς από τη πόρτα εισόδου υπήρχε ένα μεγάλο αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος με μια λαμπερή μεταλλοειδή επιφάνεια. Καθώς το πλησιάσαμε μπόρεσα να δω ότι δεν ήταν μεταλλικό.
Ο Μάικελ περπάτησε μέχρι αυτό το αντικείμενο, άγγιξε μια περιοχή περίπου στη μέση του και εμφανίσθηκε σιωπηλά ένα άνοιγμα. Μπήκαμε μέσα. Είδα ότι υπήρχαν πέντε καθίσματα συνεδεμένα όλα σε μια στερεή ακτίνα η οποία διέσχιζε το δάπεδο του αντικειμένου στον απέναντι τοίχο από την είσοδο. Ο Μάικελ πήρε ένα από τα καθίσματα και τον ακολούθησα. Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω, αλλά είχα εμπιστοσύνη στο Μάικελ ότι δε θα έβαζε τη ζωή μου σε κίνδυνο.
Το άνοιγμα από το οποίο μπήκαμε έκλεισε και είδα ότι η περιοχή που βρισκόμασταν ήταν στη πραγματικότητα ξεχωριστή από το εξωτερικό κέλυφος. Το αντικείμενο ήταν στη πραγματικότητα δύο αντικείμενα, το ένα φωλιασμένο μέσα στο άλλο. Άρχισα να νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι μου και πήρα ασυναίσθητα μερικές βαθιές, αργές αναπνοές για να ηρεμήσω.
Ζήτησα από το Μάικελ κάποια εξήγηση, γιατί ήμασταν σε αυτό το αντικείμενο και τι επρόκειτο να συμβεί. Μου εξήγησε ότι ο εσωτερικός σωλήνας, αυτός στον οποίο βρισκόμασταν, ήταν στη πραγματικότητα μια μορφή χρονομηχανής. Θα κάναμε ένα ταξίδι εκείνη την ημέρα με αυτή τη χρονομηχανή.
Μου εξήγησε ότι αυτή η χρονομηχανή είχε δημιουργηθεί και μεταφερθεί εδώ πριν από χιλιάδες αιώνες και είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς πολιτισμούς μέχρι να τελειοποιηθεί η προσωπική μορφή του «αστρικού» ταξιδιού, ή αλλιώς της «κατευθυνόμενης προβολής της συνείδησης». Είπε ότι αυτή τη μέρα θα έβλεπα μια παρελθούσα ιστορία που ελάχιστοι μπορούν να δουν αυτό το καιρό. Για τους σκοπούς του εκείνη την ημέρα και επειδή δεν είχα ιδέα σε τι αναφερόταν η κατευθυνόμενη προβολή της συνείδησης, το ταξίδι μας επρόκειτο να συμβεί μέσα σ’ εκείνο το σωλήνα.
Βρέθηκα να κοιτάω σε ένα σκηνικό που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Ήταν σα να παρακολουθούσα μια ταινία κινηματογράφου, εκτός από το ότι είχα την αίσθηση της κίνησης. Ο Μάικελ ενήργησε σαν ένας οδηγός καθώς εμφανίσθηκαν διάφορες σκηνές μπροστά μου. Δε θυμάμαι να είδα καθόλου παράθυρα στη συσκευή που είχαμε μπει, αλλά μπορούσα σίγουρα να δω αυτό που μου έδειχνε ο Μάικελ.
Στην αρχή νόμισα ότι πετούσα και τότε σκέφθηκα ότι απλώς παρατηρούσα και μετά αντελήφθηκα ότι καθόμουνα σε ένα σκάφος... Καθώς πέρασε γρήγορα δίπλα μου μια σκηνή, νόμισα ότι αναγνώρισα το Κρόνο με τους δακτυλίους του και μετά ήξερα που ήμουνα, όταν είδα τη Γη να εμφανίζεται μπροστά μου. Ταξιδεύαμε πολύ κοντά στην επιφάνεια του πλανήτη και φάνηκε να υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι σε αυτόν. Κάθε φορά που κάναμε το κύκλο του πλανήτη, η επιφάνειά του άλλαζε. Η ενέργειά του άλλαξε μαζί και τα χρώματα που εκπέμπονταν απ’ αυτόν. Είδα ιστιοφόρα να μετατρέπονται σε πολύ εξεζητημένα σκάφη που μπορούσαν να ταξιδεύουν πάνω ή κάτω από την επιφάνεια του νερού. Είδα ιπτάμενα σκάφη να περιβάλλουν το πλανήτη σχεδόν σε σχηματισμό και τα παρακολούθησα καθώς επιταχύνονταν έξω στο διάστημα για να γίνουν αόρατα στο ανθρώπινο μάτι και άλλα να κατεβαίνουν για να πάρουν τη θέση τους. Είδα την άδεια χώρα να αναπτύσσεται, να καλλιεργείται τροφή, να δημιουργούνται κτίρια και με κάθε νέα ανάπτυξη τα χρώματα πάλι άλλαζαν. Είδα ολόκληρους πολιτισμούς να γεννιούνται και να πεθαίνουν. Είδα μάζες της ξηράς να ανυψώνονται και να πέφτουν και αισθάνθηκα το πόνο όταν συνέβη μια πολική μετατόπιση. Είδα κομμάτια ηπείρων να σπάνε και να παρασύρονται μακριά. Είδα τεράστιες όμορφες ζωικές μορφές να έρχονται στο πλανήτη και τελικά να εξαφανίζονται. Είδα φως γύρω από τις ανθρώπινες ζωικές μορφές και παρατήρησα πως αυτό μετατράπηκε από ένα όμορφο ζωηρό φως σε ένα ζοφερό, πυκνό σκοτάδι. Παρακολούθησα την επαναγέννηση ή δεύτερο ερχομό των φωτεινών όντων και για μια ακόμη φορά τα χρώματα του πλανήτη άλλαξαν. Και αυτό που θυμάμαι περισσότερο είναι ότι αισθάνθηκα και έγινα ένα με το κτύπο της καρδιάς όλων των όντων πάνω στο πλανήτη. Ένιωσα την ευτυχία της ανακάλυψης και το πόνο της καταστροφής. Πέρασα όλη τη γκάμα των συναισθημάτων μαζί με τη Μητέρα Γη. Βρέθηκα να κλαίω μαζί της και να εορτάζω για τις αφυπνίσεις που συνέβησαν.
Υπήρχαν πολλά περισσότερα...πιθανά θα χρειαζόταν ένας τόμος για να εξηγήσω με λεπτομέρειες, αλλά νομίζω ότι καταλαβαίνεις που ήμουν εκείνη την ημέρα...
Πάντα φαινόταν να υπάρχει η παρουσία παρατηρητών. Μερικές φορές το σχήμα και το μέγεθος των οχημάτων άλλαξε, αλλά δεν υπήρχε ούτε μια φορά στη διάρκεια της μικρής μας εκδρομής που να μην ήσαν αυτοί παρόντες.
Η κίνησή μας γύρω από την επιφάνεια του Πλανήτη Γη φάνηκε να επιβραδύνεται. Μπορούσα να διακρίνω περισσότερες λεπτομέρειες και κίνηση. Τελικά σταματήσαμε πλήρως και οι εικόνες ξεθώριασαν στην όρασή μου. Ένιωσα την ενέργειά μου χαμηλή από την απέραντη γκάμα των συναισθημάτων. Ένιωσα πάντως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα βρεθεί σε αυτές τις ιδιαίτερες συναισθηματικές καταστάσεις. Πολλά από αυτά που είχα μόλις δει και βιώσει είχαν κάτι το γνώριμο πάνω τους... Ήταν σα να τα είχα ξαναζήσει, αλλά χωρίς καμιά φανερή αίσθηση μείωσης της λύπης μου.
Σε αυτό το σημείο βρήκα τη φωνή μου και ήθελα να κάνω στο Μάικελ διάφορες ερωτήσεις. Αισθάνθηκα σα τον μαθητευόμενο ρεπόρτερ στη πρώτη του μεγάλη αποστολή και άρχισα να στύβω το κεφάλι μου για να βρω τις σωστές ερωτήσεις. Πριν όμως προλάβω να καθαρίσω το λαιμό μου και να ανοίξω το στόμα μου, ο Μάικελ άρχισε να εξηγεί μερικούς από τους λόγους γι αυτό το ταξίδι στη χρονομηχανή.
Η ουσία της εξήγησής του ήταν ότι για να έχουν οι Εργάτες του Φωτός του μέλλοντος μια καθαρότερη κατανόηση όταν αποκαλυφθούν ορισμένα γεγονότα στο μέλλον, είναι καλό να ενισχυθούν και αφυπνιστούν στη ψυχή τους τα ίχνη των περασμένων γεγονότων. Συνέχισε λέγοντας ότι αυτοί που εργάζονταν και θα εργάζονταν για το Φως, θα έβρισκαν αυτή την ενίσχυση και επαναφύπνιση ευεργετική για τη κατανόηση και επίλυση των επερχόμενων προβλημάτων.
Ο Μάικελ εξήγησε περαιτέρω ότι μερικοί από αυτούς που προορίζονται για την Εργασία Φωτός στις επερχόμενες μεταβολές δεν είχαν φτάσει ακόμα στο πλανήτη Γη.
Μίλησε για βιβλία που θα γράφονταν και έχουν γραφεί, για εμπειρίες που θα μοιράζονταν με άλλους και για θεωρίες που θα διατυπώνονταν (οι οποίες θα αποδεικνύονταν αργότερα πραγματικές), όχι μόνο σε μια προσπάθεια ανασκάλευσης της μνήμης, αλλά για να ανακουφίσουν τους κατοίκους του πλανήτη γη με πρότυπα σκέψης που θα τους βοηθούσαν να αποδεχθούν πιο άμεσα αυτό που ήταν μπροστά τους. Είπε ότι θα παραχθούν πολλές ταινίες σε μια προσπάθεια υποβολής ή εμφύτευσης στη μαζική συνείδηση, όχι μόνο της δυνατότητας, αλλά και της πιθανότητας μελλοντικών συναντήσεών τους με αυτούς που μπορεί να φαίνονται «διαφορετικοί».
Καθώς μιλούσε, είχα ένα φλασμπάκ ότι είχα δει αυτό που νόμισα ότι ήταν ο Κρόνος στην αρχή του ταξιδιού. Αναρωτήθηκα γιατί το ταξίδι άρχισε εκεί έξω και ποια ήταν η σημασία του. Αυτό με πήγε πίσω στην ηλικία των 5 και 6 χρονών όταν ζούσα με τη θεία και το θείο μου σε μια φάρμα στην Αϊόβα. Οι κρεβατοκάμαρές μας ήσαν όλες στο πάνω δωμάτιο και στη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών η θεία μου έσπρωχνε το κρεβάτι μου στο παράθυρο, για να μπορέσω να πιάσω οποιαδήποτε μικρή αύρα έφτανε μέχρι εκεί. Θυμάμαι να κάθομαι εκεί, νύχτα μετά από νύχτα κοιτώντας τον ουρανό και αναρωτόμενη τι έκανα εδώ κάτω και πότε θα ερχόντουσαν «αυτοί» για να με πάρουν σπίτι μου. Μερικές φορές ακόμα άκουγα μια απαλή φωνή να μου λέει ότι αυτό θα γινόταν σύντομα.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν πολλά περισσότερα πράγματα στη σχέση μου με τον Μάικελ απ’ όσα είχα ποτέ φαντασθεί. Δεν είχα καμιά ιδιαίτερη νύξη για το ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η σχέση, αλλά ήξερα ότι υπήρχε. Συνέχισα να έχω φλασμπάκ από περασμένες ενσαρκώσεις μου που σχετίζονταν με τα γεγονότα που μου δείχθηκαν, καθώς είχαμε κάνει το κύκλο γύρω από το πλανήτη, και είδα τον εαυτό μου να προβάλλει από το σκοτάδι του χώρου μέσα στην ακτινοβολία που εκπέμπετο από το πλανήτη γη, καιρό μετά από καιρό. Ήμουν ένας επισκέπτης - ίσως ένας μετανάστης που του είχε δοθεί μια άδεια ενός Εργάτη του Φωτός να κατοικεί και να εργάζεται πάνω σε αυτό το πλανήτη, σε αυτή τη διάσταση. Ήθελα να μιλήσω περισσότερο για τα συναισθήματά μου και για τις εκατοντάδες ερωτήσεις που αναπηδούσαν τριγύρω στο μυαλό μου με μια τέτοια ταχύτητα που συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά ο Μάικελ πήρε το χέρι μου και με οδήγησε προς την είσοδο.
Βγήκαμε από το σωλήνα και από αυτό που θα ονομάσω δωμάτιο του σωλήνα. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα ότι είχαμε μείνει στο σωλήνα λίγο λιγότερο από μια ώρα. Ένιωθα τα γόνατά μου κάπως αδύνατα και μια ελαφριά ζάλη καθώς φύγαμε απ’ αυτόν. Ο Μάικελ μου εξήγησε ότι θα μου περνούσε και με καθοδήγησε πώς να πάρω μερικές αργές βαθιές αναπνοές. Τοποθέτησε το δεξί του χέρι στη μέση του σώματός μου (που αργότερα ανακάλυψα ήταν η θέση του Τσάκρας του Ηλιακού Πλέγματος) και το αριστερό του στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Μετά με έκανε να λυγίσω τη μέση μου σκύβοντας προς τα κάτω και να εισπνεύσω καθώς επέστρεφα αργά πάνω. Με έβαλε να κάνω αυτή την άσκηση αρκετές φορές. Όταν απομάκρυνε τα χέρια του, δεν ένιωθα πια ζάλη. Είπε ότι ήξερε ότι είχα πρόβλημα με τη ζάλη μου στις επισκέψεις μου, αλλά με βεβαίωσε ότι δε θα την ένιωθα ξανά. Μου υπέδειξε ότι μπορεί να είχα τώρα μερικές μικρές σωματικές αντιδράσεις καθώς θα επέστρεφα στον εξωτερικό κόσμο, όπως και πράγματι είχα.
Αφήσαμε το δωμάτιο του σωλήνα και πήραμε ένα από τα μικρά οχήματα που είχαμε χρησιμοποιήσει προηγουμένως. Περάσαμε μέσα από μυριάδες τούνελ που σχεδόν με ζάλισαν. Στρεφόμασταν από τη μια δίοδο στην άλλη και μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως κάναμε κύκλους.
Είμαι σίγουρη πως δεν κάναμε, απλά κάναμε πολλές στροφές και το ένα τούνελ έμοιαζε με το άλλο, εκτός από το πλάτος και το ύψος τους και μερικά ήσαν υγρά και ψυχρά, ενώ άλλα είχαν ένα πραγματικά ζεστό αέρα. Αυτός τελικά σταμάτησε το μικρό όχημα και χάρηκα γιατί ένιωθα ναυτία. Σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε προς ένα μικρό άνοιγμα το οποίο υποτίθεται ότι οδηγούσε σε μια άλλη δίοδο. Ο Μάικελ έκανε ένα βήμα πίσω για να με αφήσει να μπω μπροστά από αυτόν. Μπήκα σε μια μικρή περιοχή που φαινόταν να είναι μια μικρή τυφλή διάβαση.
Ο Μάικελ ήλθε γύρω μου και άγγιξε μια περιοχή στον απέναντι τοίχο, οπότε εμφανίσθηκε μια άλλη δίοδος. Στη μέση του δρόμου μέσα από αυτή τη δεύτερη είσοδο μου κόπηκε η ανάσα και σταμάτησα σαν αποσβολωμένη να περπατάω.
Για μια στιγμή νόμισα ότι είχα βγει από το βουνό και ότι βρέθηκα μέσα σε μια όμορφη πράσινη κοιλάδα στην αντίθετη πλευρά του βουνού απ’ όπου είχαμε μπει. Αλλά καθώς στάθηκα εκεί, ατενίζοντας (είμαι σίγουρη ότι το στόμα μου έχασκε ανοιχτό), συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν κτίρια και άνθρωποι σε πλήρη δραστηριότητα, και αντελήφθηκα περιοχές που φαίνονταν να ήσαν φυτεμένες. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι πεύκου, αλλά στη θέση τους υπήρχαν τεράστια σκιερά δένδρα και απ’ ότι μου φάνηκε καρποφόρα δένδρα και μπορούσα να τα δω να λικνίζονται όλα στο ρυθμό μιας ελαφριάς αύρας που φυσούσε τότε μέσα στη κοιλάδα. Υπήρχε παντού ένα λαμπερό ηλιακό φως και μπορούσα να ακούσω πουλιά να κελαηδούν. Η οικογένειά μου, οι φίλοι μου κι’ εγώ είχαμε εξερευνήσει πολύ το βουνό για πολλούς μήνες. αλλά δεν είχαμε συναντήσει ποτέ μια τέτοια μορφή εγκατάστασης σε οποιαδήποτε πλευρά του.
Στράφηκα προς τον Μάικελ και αντελήφθηκα ότι μου χαμογελούσε. Είχα δει το πρόσωπό του να παρουσιάζει πολλές φορές αυτό που θεωρούσα χαμόγελο, αλλά ποτέ δεν τον είχα δει να χαμογελάει τόσο ανοιχτά. Αυτός άνοιξε τα χέρια του προς το μέρος μου και μου είπε: «Περίμενα πολύ καιρό αδελφή μου για να καλωσορίσω την επιστροφή σου στο σπίτι σου». Δεν είχα καμιά ιδέα για τι πράγμα μιλούσε, αλλά ένιωσα την αγκαλιά του υπέροχη. Καθίσαμε στη κορυφή της κοιλάδας και μιλήσαμε επί ώρες για διάφορα θέματα. Μου είπε ότι δεν ήταν ακόμα ο καιρός για να ενωθώ πάλι μαζί τους.
Υπήρχαν πολλά στα οποία δεν είχα εκτεθεί ακόμα στον εξωτερικό κόσμο και πολλά πράγματα για να μάθω για τις λειτουργίες του και για τις περιοχές στις οποίες θα μπορούσα να βοηθήσω όταν θα γινόντουσαν πραγματικότητα οι αλλαγές που έχουν προφητευθεί για τον πλανήτη γη.
Μου υπέδειξε ότι θα μπορούσα με το καιρό να διακρίνω ποιος περπάτησε αυτό το δρόμο μαζί μου. Ότι πριν από το τέλος του αιώνα, εκείνοι που ήσαν σε Εργασία Φωτός γύρω στον κόσμο θα ένωναν τα δυνάμεις τους πριν και στη διάρκεια των «αλλαγών» για να βοηθήσουν τους κατοίκους του πλανήτη στη διάρκεια των περιόδων επαναδιευθέτησής τους.
Μου υπέδειξε ότι θα υπάρξει μια προσεχής βοήθεια από τους κατοίκους του εσωτερικού κόσμου. Κοίταξα στην κοιλάδα και αναρωτήθηκα πόσοι ήσαν ακριβώς εκεί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν όταν θα ερχόταν το κάλεσμα. Ο Μάικελ αντιλαμβανόμενος την ερώτησή μου είπε: «Α, αδελφούλα, αυτό που βλέπεις εδώ είναι μονάχα ένα από τα πολλά μέρη των συναθροίσεών μας. Υπάρχουν πολλά τέτοια μέρη στον εσωτερικό κόσμο, πολύ γνώση, και πάω απ’ όλα, μεγάλη αγάπη και ενδιαφέρον γι’ αυτούς που ζουν στο εξωτερικό. Στην επιφάνεια του πλανήτη η αγάπη είναι δυσεύρετη, αλλά εδώ είναι το φως που μας οδηγεί. Είναι η ίδια η ζωική δύναμη της ύπαρξής μας».
Απ’ ό,τι μπορούσα να συνοψίσω, καθώς ο Μάικελ συνέχισε να μιλάει, αυτός ο πλανήτης, ίσως ακόμα και το ηλιακό μας σύστημα, έχει περάσει αμέτρητες φορές μέχρι τώρα από την ενελεικτική και την εξελικτική φάση. Διάφορα όντα τον έχουν επισκεφθεί και ξαναεπισκεφθεί, αποικίσει και ξαναποικίσει, αφήσει μόνο του και θρέψει, καταραστεί και αγαπήσει.
Έχει συμβεί μια διασταύρωση. Οι «βοηθοί» από μακριά έχουν περπατήσει δίπλα μας με πλήρη κατάπληξη που καταφέραμε να επιβιώσουμε. Οι κάτοικοι του πλανήτη γη παρουσίασαν σε αρκετές περιπτώσεις μια τέτοια μεγάλη πρόκληση, που απαιτείτο μια μεγάλη προσωπική προσοχή για να διατηρηθεί η ίδια η ακεραιότητα του πλανήτη.
...Ήξερα ότι βράδιαζε και χρειαζόταν να κατέβω πίσω στη κοιλάδα. Ο Μάικελ αισθάνθηκε την επιθυμία μου να επιστρέψω στην οικογένειά μου και πήρε το χέρι μου για να με οδηγήσει πίσω στο τούνελ. Καθώς στραφήκαμε έριξα μια ακόμα ματιά στην ελκυστική κοιλάδα. Ένα κομμάτι μου ποθούσε πολύ να μείνει εκεί και να αναπτυχθεί ξανά σε ένα περιβάλλον αγάπης. Αλλά με καλούσαν τα παιδιά μου και ήξερα ότι δεν ήταν ακόμα ο καιρός μου να βρεθώ μαζί με τους «αποκάτω».
Καθώς βγήκα για μια ακόμη φορά από το βουνό είδα ότι Βράδιαζε. Αποχαιρέτησα το Μάικελ και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο να βρω τη Μητέρα Μαίρη και την ομάδα της ...
Εκτός από τον Άμπραχαμ Μάνσφηλντ και το φίλο του, που αναφέραμε προηγουμένως, υποτίθεται πως επισκέφθηκε το εσωτερικό του όρους Σάστα και ο συγγραφέας Ρόμπερτ Μάξγουελ, ο οποίος αναφέρει τη περιπέτειά του στο βιβλίο του Λεμουρία - Πραγματικότητα ή Μυθιστόρημα. Από την άλλη μεριά ο Γουώρεν Σμιθ αφηγείται στο βιβλίο του Τα Κρυμμένα Μυστικά της Κούφιας Γης τη γνωριμία του με τον Ρόμπερτ Μάξγουελ και τη παρακάτω συνέντευξη που πήρε από αυτόν:
...«Έτσι πρέπει απλά να πιστεύσουμε την ιστορία σου», είπα.
«Όχι τόσο πολύ», απάντησε ο Μάξγουελ. «Υπάρχουν τρόποι για να αποδείξω ότι η πόλη βρίσκεται πραγματικά εκεί».
«Έχεις πάει εκεί;»
Ο Μάξγουελ κατεύνασε. «Ο Μόκλα με οδήγησε μέσα από τη στοά στο εσωτερικό άνοιγμα που βλέπει από ψηλά στη πόλη. Μπορούσα να κοιτάξω κάτω και να τη δω. Δεν μου επετράπη όμως η είσοδος σε αυτή. Οι ξένοι απαγορεύεται να μπουν πέρα από το εσωτερικό άνοιγμα της στοάς».
«Γιατί να διακινδυνεύσουν την ασφάλειά τους δείχνοντάς σου την είσοδο;» ρώτησα.
«Με οδήγησαν με δεμένα τα μάτια στην εξωτερική είσοδο», απάντησε ο Μάξγουελ. «Μου έδεσαν τα μάτια και μετά την επίσκεψή μου στην εσωτερική πόλη».
«Πώς έμοιαζε η πόλη;»
Ο Μάξγουελ σκέφθηκε για μια στιγμή και μετά απάντησε: «Η αρχιτεκτονική της ήταν όμορφη. Κοιτώντας προς τα κάτω από το πλεονεκτικό σημείο μου, όπου η στοά άνοιγε μέσα στη σπηλιά, είδα ναούς και οβελίσκους σαν αυτά που θα έβλεπες στην εικόνα μιας μυθικής Βιβλικής πόλης».
«Τι έχεις να πεις για το φως;»
«Έχουν ένα λαμπερό φως στη κορυφή της σπηλιάς, που είναι ένα αιώνιο φως».
«Και τι γίνεται με τις πηγές ισχύος;»
«Αυτοί ζουν μια απλή ζωή και δεν χρειάζονται ισχύ. Μου είπαν ότι το φως ήλθε από τη Λεμουρία πριν καταστραφεί (στον Ειρηνικό Ωκεανό). Αυτό δε χρειάζεται μια εξωτερική πηγή ισχύος. Η ενέργεια προέρχεται από μαγνήτες. Η Λεμουρία ήξερε το μυστικό του πώς να λαμβάνει ισχύ από μια μαγνητική πηγή. Το φως θα καίει για πάντα, εκτός αν κάποιος το αποσυναρμολογήσει».
...Ρώτησα το Μάξγουελ για τους υποτιθέμενους ιπτάμενους δίσκους των Λεμουρίων.
«Ο Μόκλα μου είπε ότι και αυτοί λειτουργούν επίσης πάνω σε μια μαγνητική αρχή», συνέχισε. «Ο Μόκλα ισχυρίζεται ότι οι ιπτάμενοι δίσκοι τους έχουν αφεθεί από τους προγόνους τους, οι οποίοι πέταξαν με αυτούς από τη Λεμουρία στο όρος Σάστα. Είπε επίσης ότι δεν έχουν όλους τους ιπτάμενους δίσκους. Υπάρχουν άλλοι που τους έχουν, παρόλο που αρνήθηκε να πει περισσότερα πάνω σε αυτό».
Ο Μάξγουελ έφερε αργότερα στο Σμιθ ένα Λεμουριανό νόμισμα με χαραγμένα πάνω του μερικά παράξενα ιερογλυφικά, που είπε ότι του το έδωσε ο Μόκλα σα μια απόδειξη για το Σμιθ ότι η πόλη υπάρχει πραγματικά. Ο Σμιθ πήγε το νόμισμα σε πολλούς εμπόρους νομισμάτων, αλλά κανένας τους δεν μπόρεσε να το αναγνωρίσει. Οι άνθρωποι που ζουν στη σπηλιά του όρους Σάστα περιγράφηκαν από το Μάξγουελ σαν ύψους 1,5 περίπου μέτρων και ντυμένοι με χαλαρούς γκρι μανδύες με μια κουκούλα ριγμένη πίσω πάνω από τους ώμους τους (Γουώρεν Σμιθ, σελ.33-37). Μια και οι Τελοσιανοί είναι πολύ πιο ψηλοί, θα πρόκειται μάλλον για τους νάνους Γιακτάβιανς.
Διαβάστε το 1ο μέρος ΕΔΩ , το 2α ΕΔΩ και το 2β ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου