Eπειδή σε αραιά διαστήματα αράζουν καϊκια στο νησί, το αγνάντεμα ενός πλεούμενου που έρχεται κατά το νησί θεωρείται εξαιρετικό γεγονός για τον τόπο. Οι νησιώτες πάντα περιμένουν γράμματα απο την ξενητιά ή απο τα άλλα νησάκια, εφημερίδες, και κανένα ξένο ταξιδιώτη που θα τους φέρει κάποια καινούργια πνοή στη μονότονη ζωή τους. με φιλόξενο χαμόγελο τον δέχονται στη μικρή σκάλα του λιμανιού, οδηγώντας τον στα μικρομαγαζάκια της παραλίας για το απαραίτητο τρατάρισμα.
Γοργοπόδαρα τώρα γαϊδουράκια, με στιβαρούς αγωγιάτες, έχουν αναλάβει την μεταφορά όσων δεν αντέχουν να πάρουν πεζοί την ανηφόρα για το κατάλευκο χωριό, όπου είναι συγκεντρωμένοι ολόκληρη η Αστυπαλιά με τα σπίτια και με τις εκκλησίες της, κάτω απο την κορόνα του παμπάλαιου μεσαιωνικού κάστρου της. Παλαιότερα κατοικούσαν στο νησί 3.000 ψυχές, που με την Ιταλική κατοχή και τον πόλεμο ξενιτεύτηκαν. Τώρα δεν μένουν εκεί παρά χίλιοι σχεδόν κάτοικοι.
Απ΄όλα τα κατώφλια και τα παράθυρα προβάλλουν ανυπόμονες μορφές, που με ένα ματσάκι βασιλικό τρέχουν να γλυκοχαιρετίσουν εκείνον ή εκείνη που έρχεται απο την Ελλάδα (δεν είχε ολοκληρωθεί η Ενσωμάτωση). Η συγκίνησή τους εκφράζεται ασυγκράτητη στα μάτια τους και στη φωνή τους. Συναγερμός λοιπόν σε όλο το κάστρο που το κάνει να φαίνεται πολυκατοικημένο.
Όταν όμως κοπάσει αυτή η κίνηση, η ζωή ξαναγυρίζει στον ίδιο μονότονο ρυθμό της, και τότε το απόμακρο αυτό νησάκι νιώθει πάλυ την ερημιά που του βαραίνει τη ζωή.
Δεν μπορούμε όμως να πούμε πως είναι και ολότελα εγκατελειμμένο, γιατί όσοι απόμειναν εκεί, απο τους πιο απλούς αγρότες που περιποιούνται την καλλιεργήσιμη γη του ως τους θαλασσινούς που πάνε στο σφουγγάρι, μα και ως τους προύχοντες του τόπου με το Δήμαρχό τους επικεφαλής, κάνουν ότι μπορούν για την καλυτέρευση των όρων της ζωής τους. Είναι και οι ξενιτεμένοι Αστυπαλιώτες που πήγαν να βρουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Αυτοί δεν λησμόνησαν ποτέ την μικρή αυτή κουκκίδα της γης, ανάμεσα ουρανό και πέλαγος, που είναι η γλυκιά, νοσταλγημένη τους πατρίδα, γιατί εκεί κλείνονται τα όσια και τα ιερά της ψυχής τους. Τόσο πιο πριν όσο και τον καιρό της Ιταλικής κατοχής και του πολέμου έστελναν, όπως και τώρα που τους χαμογελά η πολυπόθητη λευτεριά, εμβάσματα στις οικογένειές τους και στην κοινότητα, ώστε η μακρινή Αστροπαλιά να μην έχει πέσει ποτέ σε οικονομικό μαρασμό.
Καθώς διασχίζω τα καλντεριμωμένα στενοσόκακα – η Χώρα έχει τόσα πολλά, που στα περισσότερρα απο αυτά δεν χωράει να περάσει άνθρωπος με τα χέρια στη μέση – ρίχνω περίεργες ματιές στα εσωτερικά των σπιτιών, επειδή έχουνε και εδώ, τα περισσότερα, την ιδιόρυθμη τοπική τους σφραγίδα. Αν και έχει πια σχεδόν νυχτώσει, κάθουμε έξω απο ένα ταβερνάκι για να σχεδιάσω ένα απο τα γραφικότερα σοκάκια του νησιού, το πιο φαρδύ του χωριού, γιατί είναι και ο κεντρικός του δρόμος.
Την τόσο συναρπαστική του εικόνα συμπληρώνουν κυρίως τα καφασωτά ξύλινα μπαλκονάκια και οι εξωωτερικές καγκελωτές σκαλίτσες που βγαίνουν στο ανηφορικό λιθόστρωτο. Εκεί κάθουνται του τόπου οι γριούλες σιγοκουβεντιάζοντας και παίρνοντας το βραδυνό τους αέρα στα χαμηλά κατώφλια και στους ξύλινους εξώστες.
Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και ύστερα απο λίγο άρχίνησε να βρέχει. Ζήτησα καταφύγιο κάτω απο τα γκρεμισμένα θολωτά τείχη για να προφυλαχτώ. Ξάφνου είδα μια γριά να ξετρυπώνει απο μια χαμηλή πόρτα με μια ανοιχτή ομπρέλα. Ερχόταν προς εμένα μ΄ευγενικό τρόπο να με καλέσει να μπώ στο φτωχικό της όσο να πάψει η βροχή.
Παλιό, με τον ξυλόγλυπτο σοφά στο βάθος, το εσωτερικό του σπιτιού, με το φαγωμένο πάτωμα απο την πολυκαιρία, με την ιδιαίτερη εκείνη μυρωδιά της μούχλας και της υγρασίας, είχε πολλά να διηγηθεί απο το πέρασμα του χρόνου. Η σκεβρωμένη γριά, σα Μοίρα μαυρομαντηλούσα,στεκόνταν μπρος στο κατώφλι κοιτάζοντας τον ουρανό και περιμένοντας την μπόρα να ξεσπάσει. Πέρα μακριά, το πέλαγο είχε ολόκληρο μαυρίσει, τα κύματα, σαν αφρισμένα άλογα, είχανε στήσει άγριο κυνηγητό, ενώ τριγύρω σύννεφα σταχτερά είχαν κυκλώσει το νησί. Η μπόρα όμως πέρασε ξέσκουρα, αφού εράντησε με χοτρό χαλαζόνερο το νησί. Σε λίγο ανοίχτηκαν τα σύννεφα και μια δεσμίδα αστραφτερές αχτίδες φώτισε σαν προβολέας, το νησί. Το βρεμένο χώμα, ανάμιχτο με τον αλμυρό αγέρα του πελάγου, δρόσιζε ευχάριστα την ανάσα. Τότε, όπως τα σλιγκάρια που βγαίνουν στο ήλιο ύστερα απο την βροχή, είδα να ξετρυπώνουν, σαν ίσκιοι φευγαλέοι, απο τα χαμηλά σαν τρύπες πορτόνια γυναίκες μπουμπουλωμένες με τα μαύρα τους τσεμπέρια, για να χαθούν μέσα στα γεμάτα πέτρες στενορύμια και σ΄ένα δέδαλο απο δρομάκια στοιχειωμένα. Και μ΄όλο που ο ήλιος έλουσε σπάταλα το Κάστρο με τις ακτίνες του, όλα τριγύρω ήταν καταθλυπτικά σ΄αυτό το πριν χαρούμενο Καστέλι του παραμυθιού.
Συντριμένο τώρα φάντασμα κάθε μέρα όλο σβήνει και ξεφτίζει, χωρίς ούτε χορτάρι να βλασταίνει πάνω του, παρά μόνο σωροί οι πέτρες και τα χαλάσματα να φράζουν, στα περισσότερα μέρη, τη διάβαση. Κι όμως στα λίγα σπίτια που είναι σφηνωμένα στις πιο γερές μεριές του Κάστρου κατοικούν φτωχές οικογένειες. Τα μόνα ζωντανά στολίδια του είναι λίγα μικρά παιδάκια που ζουν ευχαριστημένα εκεί πάνω, παίζοντας μέσα στα ξεροτράχαλα δρομάκια και στη μικρή πλατεία του Καστελιού. Οι αθώες τους μορφές με τη λουλουδένια όψη μοιάζουν με σπάνια φυτά πάνω σε στείρο κι άγριο βράχο. Οι χαρούμενες φωνές τους σαν να αντηχούν παράτονα σ΄εκείνη τη μεγάλη περιτειχισμένη βίγλα όπου η ερημιά έστησε το βασίλειό της. Καθώς πλανιέμαι στα ολόγυρα παλιά σπίτια, που λίγοι τα κατοικούν, ανακαλύπτω σε μερικά και κάποια δείγματα περασμένης πολυτέλειας.
Ένα ωραίο σκαλιστό κρέββατο με νταντελωτές γκριτζόλες, και στολισμένο με <<αμουσίες>>, στο ένα, σε άλλο παλιά κεντήματα ή μανίκια <<σκουλοπεντράτα>> και <<καλιαράτα>> όπως και γύρους απο <<κορμί>> Αστυπαλιώτικης πουκαμίσας. Πιο πέρα βλέπουμε παλιά πιάτα της Ευρώπης ή κανατάκια Ιταλικά, κι αλλού ένα πολυτελέστατο ταβάνι όλο δαντελωτά σκαλίσματα, όλα αυτά ελάχιστα και φτωχά απομηνάρια των άλλοτε ευτυχισμένων σπιτικών του νησιού της Αστυπάλαιας. Μία παμπάλαια πελώρια σεντούκα, με πάνω στο πολύτιμο ξύλο της σχέδια πυρογραφίας καμωμένα με λεπτότατη τέχνη, λένε ότι προέρχονται απο την πλούσια επίπλωση του παλατιού του κουερίνι όταν βρισκότανε στις δόξες του.
Όαση ξεκούρασης και παρηγοριάς σ΄όλο αυτό το Κάστρο είναι οι δύο παλιές εκκλησίες, ο Ευαγγελισμός και ο ακόμη παλαιότερος Άι-Γιώργης.
Βλέπω τη γύρω άποψη απο τα παλιά τρύπια μπεντένια. Θάλασσα και ουρανός ολόγυρά μου πέρα απο το νησί, που η κάτοψή του, με τα σπίτια και το γιαλό, με τις ακτές και τ΄αντίκρυ μικρά ξερονήσια, δείχνεται πανοραματικά απο ψηλά απο το Κάστρο που, καθώς το σούρουπο κατεβαίνει, εξαυλώνεται μέσα στους μακρινούς του οραματισμούς.
Ύστερα απο την κούραση της ημέρας και την αδιαθεσία, χαράμου ήταν το βράδυ νά΄ρχονται οι καλές γειτόνισσες απέναντι απο το σπίτι όπου έμενα, για να μου κάνουν συντροφιά. Ολόγυρά μου καθισμένες, άλλες στις καρέκλες, άλλες χάμω στο πάτωμα, η κάθε μια με τη σειρά της είχε κάτι ωραίο να μου διηγηθεί με την ιδιόρυθμή της προφορά και την τραγουδιστή φωνή της. Κοπέλες όμορφες, γεροδεμένες και γελαζούμενες, ώριμες και γριές γυναίκες, πρόθυμα τις έβλεπα να μπαίνουν στο σπίτι φέρνοντάς μου άλλες χαρτιά γραμμένα με κάθε λογής τραγούδια του νησιού και άλλες που τα είχαν ανεξάλειπτα γραμμένα στης θύμησή τους το βιβλίο, έτοιμες πάντα να μου τα αραδιάσουνε το ένα πίσω απο το άλλο, που, κάτω απο το φώς μιας λάμπας με πετρέλαιο τά΄γραφα στα τετράδιά μου.
Μου είπαν μαζί με άλλα και για το έθιμο του αρραβώνα και του γάμου όπως θα ιδούμε παρακάτω, καθώς και για τους άντρες τους που ξενιτεύονται και πάνε για πολλά χρόνια στην Αμερική, στην Αφρική, στην Αυστραλία, να βρούν εκεί την τύχη τους, γιατί είναι το νησάκι τους φτωχό. Κ΄έτσι, σαν άλλες Πηνελόπες, οι περισσότερες, χωρίς βέβαια μνηστήρες και αργαλειούς, περιμένουν χρόνια τον Οδυσέα τους, μάταια κυτάζοντας στο πέλαγο να φανεί άσπρο πανί του καραβιού του. Πιστές ιέρειες στον αυστηρό σύζυγικό τους όρκο, βλέπουν τα νιάτα τους να μαραίνονται ανάμεσα στο στενόχωρο περιβάλλον της μικροπολιτείας, με μόνη τους παρηγοριά το γράμμα και το έμβασμα του μακρυνού συζύγου.
Είναι γυναίκες που, μετά την πρώτη βδομάδα του γάμου τους, έμειναν ύστερα ακούσιες ζωντοχήρες σχεδόν όλη τους τη ζωή, φέρνοντας στον κόσμο το παιδί που φύτεψε στα σπλάχνα τους ο άνδρας προτού φύγει, για να το μεγαλώσουν μόνες τους χωρίς αυτό να γνωρίσει το γονιό του, παρά ύστερα απο δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, όταν γυρίσει στο νησί, φέρνει λευτά, φυτεύει άλλο σπόρο στο δυψασμένο κάμπο της γυναίκας του, για να ξαναφύγει πάλυ βιαστικός. Έπειτα απο πολλά χρόνια,όταν ξαναγυρίσει γέρος πιά, άν θα ξαναγυρίσει, θα θέλει για νοσοκόμα την πιο γερασμένη απο αυτόν γυναίκα του, που όλα της τα νιάτα βολοδέρνονταν μονάχη μέσα στο μικροσπιτικό με τα παιδιά, κ΄ύστερα με το σκάψιμο, με το όργωμα με το φύτεμα του περβολιού τους στην εύφορη κοιλάδα του Λιβαδιού, μαζεύοντας τον καρπό κάθε εποχή για την αυτοσυντήρησή τους. Καθώς μου λένε, μια γυναίκα είχε να δει τον άντρα της 37 ολόκληρα χρόνια, όσο είναι και ο μονάκριβός της γιός, που ώριμος πιά, πρωτογνώριζε τον γέροντα πατέρα του.
Σε όλα τα χρόνια του πολέμου και της φασιστικής σκλαβιάς, πολλές γυναίκες που δεν λάβαιναν τίποτα απο τους άντρες τους καλλιεργούσαν μόνες τους τα μικρά κτηματάκια για να συντηρηθούν με το πενιχρό εισόδημά τους, να μεγαλώσουν το ένα ή τα δυό τους παιδιά χωρίς το ίσκιο του πατέρα και του άντρα μες στο σπίτι. <<Ας όψεται η άγονη γη και το στενόχωρο του τόπου που γίνονται η αφορμή του αντρίκειου ξενιτεμού>>, λένε οι φτωχιές. <<Τί να κάνεις και τα λευτά που φέρνει ο χρουσούζης, όταν η άμοιρη γυναίκα, που τη φαρμάκωσε η μοναξιά, τον βλέπει νά΄ρχεται κοντά της γέρος, αλλά πια και χοτασμένος απο τη ζωή,που την έφαγε με το κουτάλι στις μεγαλοχώρες του εξωτερικού, ενώ αυτή τα πάντα εστερήθηκε, μα πιο πολύ τον άντρα και τον σύντροφο. Τότε καλύτερα νά΄παιρνε ένα φτωχό σφουγγαρά του νησιού της που, κι άν για λίγους μήνες πηγαίνει στο σφουγγάρι, όλο τον άλλο καιρό τον έχει δικό της, ολότελα δικό της>>. Καημός βαθύς και αβάσταγος, που ο αναστεναγμός του σκίζει, σα βόγκημα άγριας θάλασσας, τα σωθικά της δύστυχης γυναίκας.
http://astypalaia.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου