Ο τόπος δεν πήγαινε καλά έτσι κι αλλιώς. Όχι ότι άλλαξε τίποτα τα τελευταία χρόνια στη πολιτική σκηνή. Οι κομματικοί σχηματισμοί και η πολιτική της εξουσίας δεν άλλαξαν σχεδόν καθόλου. Αντίστοιχα, η οικονομία δεν είναι φυσικό φαινόμενο, δεν συνέβη έτσι απλά. Οπότε κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ξεγελάστηκε. Παρόλα αυτά, η κοινωνία ζητούσε επίμονα εκλογές. Και το πέτυχε. Φτάσαμε λοιπόν στην ημερομηνία φετίχ (μέρες δημοκρατίας γαρ): 6 Μαΐου...
Το παράδοξο είναι ότι όντως η κοινωνία πείθεται από την ανωτέρω ρητορεία που θέλει τις εκλογές να είναι η λύση του προβλήματος.
Πιστεύει ότι οι εκλογές είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να εκδηλώσει την συσσωρευμένη αγανάκτησή της ή να προκρίνει ένα «νέο» πολιτικό σχηματισμό (που μόνο κατ’επίφαση θα φέρει την ποιοτική αλλαγή).
Όμως, ακόμα κι έτσι, η ψήφος χρησιμοποιείται με την παραδοσιακή μορφή που είχε πάντα: ψήφος τιμωρίας ή ψήφος ανοχής. Σε άλλες περιπτώσεις προχωρημένης λοβοτομής, οι ψηφοφόροι είναι οπαδοί που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους οπαδούς των ποδοσφαιρικών ομάδων. Εξάλλου, ο βαθμός συμμετοχής και των δύο στις εσωτερικές διαδικασίες είναι ίδιος: απλοί χειροκροτητές, που κάθονται στη κερκίδα και επιδοκιμάζουν τα τεκταινόμενα στον αγωνιστικό χώρο. Βέβαια, δεν γίνεται λόγος για συνδιαμόρφωση, ουσιαστική παραγωγή πολιτικής και οριζόντιο διάλογο για σχηματισμό πολιτικής ταυτότητας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς, εφόσον ο κοινοβουλευτισμός θέτει πολύ στενά τα όρια ανάπτυξης δημοκρατικών διαδικασιών.
Ωστόσο, η ψήφος του καθενός είναι ορισμένου πολιτικού βάρους. Όντως υπάρχουν εποχές και ιστορικές συγκυρίες που η ψήφος μπορεί να σημαίνει κάτι ελάχιστο. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να αρνηθεί εύκολα ότι στις εκλογές του 1932 στη Γερμανία, που εδραίωσαν τον Χίτλερ στην εξουσία, δεν θα ψήφιζε εναντίον του ναζισμού; Αντίστοιχα, κατά αναλογία βέβαια, η εικόνα ενός διασωθέντα δικομματισμού ή η παραχώρηση εδάφους στις συμμορίες της άκρας δεξιάς είναι ζήτημα προβληματισμού.Ενδεχομένως, η ψήφος στις φετινές εκλογές φαίνεται (για πρώτη φορά από το ’74) να έχει μια κάποια σημασία. Ο καθένας λοιπόν αναλαμβάνοντας την πολιτική και ατομική ευθύνη επιλέγει συνειδητά τα μέσα με τα οποία θα πάρει μέρος σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο. Παρόλα αυτά, μην τρέφουμε αυταπάτες, οι εκλογές ασχέτως από το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται δεν πρέπει να υπερτιμούνται. Είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και σε καμιά περίπτωση δεν καθαγιάζονται ανάλογα από τις εκάστοτε συγκυρίες. Στη κατεύθυνση μιας μικρής αποδόμησης της εκλογικής διαδικασίας παρακάτω τίθενται κάποια σημεία ενδεικτικά της φύσης πάνω στην οποία οργανώνεται η σύγχρονη κοινωνία.
Είναι οι εκλογές δημοκρατία;
Όχι. Τόσο απλά και τόσο κάθετα. Οι εκλογές αναδεικνύουν ένα μοντέλο που αναγνωρίζει ως μόνη κι αιώνια αλήθεια την πολιτική δεινότητα. Εν ολίγοις, προάγουν ως αξίωμα την ύπαρξη «ειδικών», ανθρώπων «που ξέρουν», ανθρώπων ικανών και μάλιστα ικανότερων από όλους τους άλλους. Αναδεικνύουν ειδήμονες της πολιτικής. Εξάλλου, μόνο και μόνο ο όρος «πολιτικός» ξεχωρίζει λίγα πρόσωπα από το σώμα της κοινωνίας υπονοώντας ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε κατά κάποιον τρόπο «μη πολιτικοί».
Αλλά ας κάνουμε μια αναγωγή στην ιστορία. Η αρχαία Σπάρτη είχε ένα πολιτειακό σύστημα που βασιζόταν στην εκλογή 30 βουλευτών, οι οποίοι κυρίως προέρχονταν από την τάξη των ευγενών. Κατόπιν ορίζονταν οι πέντε έφοροι. Αυτό το σύστημα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να το χαρακτηρίσουμε «ολιγαρχία». Για κάποιον λόγο όμως δεν κάνουμε το ίδιο με το σημερινή πολιτειακή οργάνωση (εκλογή αρχόντων –ευγενών, κατά κανόνα–, ψηφοδέλτια επικρατείας). Αντίθετα, αξιώνουμε την αρχαία Αθήνα ως γενεσιουργό της δημοκρατίας. Όμως, οι Αθηναίοι δεν θεωρούσαν σε καμιά περίπτωση ότι οι άρχοντες εκλέγονται. Μάλιστα, αντιμετώπιζαν τις εκλογές ως έναν θεσμό ξεκάθαρα αριστοκρατικό. Ακόμη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι εκλογές αναδεικνύουν τους ειδήμονες της πολιτικής, πράγμα αδιανόητο για έναν δημοκράτη Αθηναίο. Όπως αδιανόητη είναι η έννοια της αντιπροσώπευσης.
Η δημοκρατία μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιεί εκπροσώπους (μόνο για πρακτικούς λόγους), ποτέ όμως αντιπροσώπους. Η αντιπροσώπευση ενέχει μέσα της την έννοια της αλλοτρίωσης και της εκ βάθρων ετεροθέσμισης κι ετερονομίας. Αυτό συμβαίνει εκ των πραγμάτων, όταν η κοινωνία αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε ορισμένα μέλη της. Πιο απλά και σχηματοποιημένα: δημοκρατία σημαίνει «αποφασίζουμε όλοι» και όχι «εκλέγουμε ποιοι θα αποφασίζουν». Η δυνατότητα του να σου κάνουν την τιμή κάθε 4 χρόνια να προσέρχεσαι στις κάλπες για να εγκρίνεις όσα έχουν προαποφασιστεί ατιμάζει τον όρο «δημοκρατία».
Τι επιδιώκει η εξουσία με τις εκλογές
Οι εκλογές και πάλι θα λειτουργήσουν κατευναστικά. Είναι το τελευταίο χαρτί που έχει μια κυβέρνηση στα χέρια της. Και σε μικρογραφία ακόμα, πχ. φοιτητικές εκλογές, οι εκλογές ήταν ανέκαθεν ένα μέσο εκτόνωσης. Από την άλλη, η ανάγκη να εκφραστεί η βούληση του κόσμου στη κάλπη είναι κατασκευασμένη. Είναι ένας εύγλωττος τρόπος να κρύψει η εξουσία τις ανομίες της ή ακόμα και να τις νομιμοποιήσει μέσω της «λαϊκής εντολής». Εξάλλου, πρόσφατα παραδείγματα απέδειξαν ότι, όταν χρειαστεί, η περίφημη λαϊκή βούληση καταστρατηγείται σε μια νύχτα. Και κανείς δεν πρέπει να πει κουβέντα γι αυτό.
Αυτό λοιπόν που επιδιώκει η εξουσία με κάθε λογής εκλογές είναι η εκ νέου χορήγηση ασυλίας. «Κάναμε λάθη, τώρα όμως σοβαρά και υπεύθυνα καλούμε τον κυρίαρχο λαό να προσέλθει μαζικά στις κάλπες να εκφράσει την θέλησή του (και μετά να το βουλώσει)». Γιατί έτσι συνηθίζεται να αντιμετωπίζει η κοινωνία και τα κόμματα τις εκλογές: ως μια απενοχοποιημένη διαδικασία που θέλει τον πολίτη υπήκοο που θα τραβολογιέται στις κάλπες μία φορά στα τέσσερα χρόνια και μετά θα επιστρέφει ξανά στην τηλεόρασή του.
Με αυτόν τον τρόπο, η εξουσία θα επιχειρήσει μία ακόμη φορά να λειάνει τις αντιφάσεις που η ίδια προκαλεί. Ο σκοπός είναι να εξασφαλίσει την συναίνεση και ταυτόχρονα να αντιστρέψει το περιρρέον κλίμα της κοινωνικής βάσης. Ουσιαστικά, επιδιώκει την πρόσκαιρη ψυχολογική ανάταση της κοινωνίας μέσω της οποίας θα εδραιώσει ξανά την κυριαρχία της, θα αμβλύνει την οργή του κόσμου και εν τέλει να αντιστρέψει το κλίμα υπέρ της κατευνάζοντας την οξυνόμενη δυσαρέσκεια.
Προφανώς, οι φετινές εκλογές δεν γίνονται στο επιθυμητό για την εξουσία περιβάλλον. Είναι περισσότερο ένα μεταβατικό στάδιο που απαιτείται για να επανέλθει η κοινωνία στη γνώριμη παθητική στάση που επιθυμεί η εξουσία, ώστε να διαχειρίζεται καλύτερα τις καταστάσεις. Όμως, ακόμη κι έτσι, οι εκλογές είναι βάλσαμο για τους ντόπιους εξουσιαστές.
Τι επιδιώκει το εκλογικό σώμα
Σε γενικές γραμμές, τίποτα. Το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι οι εκλογές στην ουσία δεν αλλάζουν τίποτα. Η πεποίθηση αυτή έχει ενταθεί τον τελευταίο χρόνο που έγινε σαφές ότι η πολιτική δεν έχει καμία όρεξη να ξεμπλέξει από τον καπιταλισμό και οι συζητήσεις γίνονται γύρω από το πώς θα σωθεί αυτό το μοντέλο, ώστε να γυρίσει η κοινωνία στην εποχή που ήταν παχιές οι αγελάδες. Μόνο αυτό είναι το διακύβευμα. Το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι οι υπογραφές των τελευταίων ετών ως αποκορύφωμα των πολιτικών επιλογών που ακολουθούνταν τόσα χρόνια ήρθαν για μείνουν. Η πολιτική και των επόμενων ετών έχει ήδη χαραχθεί και τα πλαίσιά της είναι προκαθορισμένα, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Αυτό το γνωρίζει το εκλογικό σώμα. Κι επιμένει να ψηφίζει και να στηρίζει είτε πολιτικές που συνδικαλίζονται τους όρους τήρησης του προγράμματος είτε που θα συγκυβερνήσουν για να εξασφαλίσουν την τήρησή του.
Εκλογικό σώμα και πολιτικοί: βρείτε τις διαφορές
Όμως, για να είμαστε δίκαιοι: οι πολιτικοί που τόσα χρόνια ασελγούσαν πάνω στον κατακερματισμένο κοινωνικό ιστό δεν είναι κάτι εξωκοινωνικό ούτε έπεσαν από το φεγγάρι. Προέρχονται από την ίδια μήτρα, την κοινωνία. Ξεπήδησαν, αναδείχθηκαν και εδραιώθηκαν μέσα από τους κόλπους της υπάρχουσας κοινωνίας χρησιμοποιώντας εργαλειακά όλες της τις παθογένειες. Πολύ περισσότερο, προέκυψαν από γνώριμες διαδικασίες για τις οποίες τώρα η κοινωνία δεν μπορεί να νίπτει τας χείρας της. Οι διαδικασίες αυτές κορυφώνονται και αποτυπώνονται πλήρως στην περί ου ο λόγος πολιτική πρακτική: τις ΕΚΛΟΓΕΣ. Η κοινωνία στάθηκε δίπλα στους πολιτικούς με περισσή υπερηφάνεια, τους στήριξε, τους ψήφισε, τους χειροκρότησε, τους υπεραμύνθηκε όταν χρειάστηκε. Αντίστοιχα, το ίδιο θα ισχύει και μετά την 6η Μάη (σε μικρότερο βέβαια βαθμό). Ποιον να κατηγορήσουμε λοιπόν;
Κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του αξίζει. Οι πολιτικοί που κυβέρνησαν τόσα χρόνια (και θα κυβερνήσουν άλλα τόσα) ήταν μια αντανάκλαση της κοινωνίας. Αντικατόπτριζαν ακριβώς την εικόνα που είχε ο νεοέλληνας για τον εαυτό του, αλλά και τις κρυφές του επιδιώξεις. Κάπως έτσι, ο Α. Παπανδρέου ταίριαζε γάντι στους ανανεωτικούς φιλελεύθερους του ’80, ο Σημίτης στους επίδοξους ευρωπαϊστές, ο Καραμανλής στον μάτσο νεοέλληνα και πάει λέγοντας. Κι αυτό είναι μόνο η επιφάνεια. Στην πραγματικότητα όλο το πολιτικό σκηνικό στήθηκε με την ίδια πάνω-κάτω λογική. Η οργανωτική δομή της εξουσίας εμπεριείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που καθόρισαν την κοινωνία της μεταπολίτευσης κι έπειτα.
Οι επικείμενες εκλογές της 6ης Μαΐου
Θέλετε όμως να μιλήσουμε συγκεκριμένα για τις ερχόμενες εκλογές; Ωραία λοιπόν. Ο καπιταλισμός και ο,τι συγκροτεί αυτό το σύστημα αναμένει τις εκλογές από τον Σεπτέμβρη. Η ρητορική των κομμάτων κινείται πάνω στον άξονα της (προ)εκλογικής διαδικασίας εδώ και μήνες, λες και οι εκλογές είναι η πεμπτουσία της πολιτικής δραστηριότητας. Οι συμμαχίες, τα διλλήματα, οι ελιγμοί, η εικόνα των πολιτικών κομμάτων τον τελευταίο καιρό αποδεικνύει ακριβώς το παραπάνω. Ο Σαμαράς κάνει την μια κωλοτούμπα μετά την άλλη, το ΠΑΣΟΚ αντιπολιτεύεται τον εαυτό του, ο ΛΑΟΣ έχει χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, το ΚΚΕ είναι το γνωστό ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομεί μεταξύ ΕΕ και ριζοσπαστικής ρητορείας, ενώ σύσσωμη η πολιτική σκηνή επιδίδεται σε έναν αγώνα δρόμου για μεταγραφές ποδοσφαιρικού τύπου.
Δηλώσεις επαναστατικότητας του τύπου «εμάς δεν μας ενδιαφέρουν τα ποσοστά» και άλλα τέτοια περίεργα θα έπρεπε εξ ορισμού να απορρίπτονται. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, δεν κατεβαίνεις σε τέτοιες διαδικασίες. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, θα πρέπει να μην σε απασχολήσει ιδιαίτερα το 2,9% και να έχει για σένα την ίδια αξία με το 3%. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, δεν υπάρχει προεκλογική περίοδος (και τα παρελκόμενα αυτής) ούτε κάνεις εσωτερικά συμβούλια και συνεδριάσεις μετεκλογικά για να δεις τι έχουν τα έρμα και ψοφούν. Κατεβαίνοντας κανείς σε μια εκλογική διαδικασία προφανώς αποζητά θετικά αποτελέσματα, επιδιώκει την αύξηση των ποσοστών του και μπαίνει στον γαϊτανάκι της προσέλκυσης ψηφοφόρων με ο,τι αυτό σημαίνει. Οπότε ας αποδεχθεί ότι έχει ενσωματώσει μέσα του την καθετότητα στην οργάνωση, ότι επιδιώκει την αλλαγή συσχετισμών κι ότι αναβάλλει την ποιοτική αλλαγή προκρίνοντας μια ρεφορμιστική εκδοχή του υπάρχοντος συστήματος, το οποίο ούτε αρνείται ούτε έχει σκοπό να καταργήσει. Το πολύ πολύ να παίξει τον ρόλο του αναχώματος ή να βελτιώσει ένα σύστημα που εξ ορισμού δεν αλλάζει. Αυτή όμως είναι μια στάση πολύ πιο ειλικρινής κι ενδεχομένως πιο αποδοτική εκλογικά.
Όμως, ας δούμε το θέμα πιο συζητήσιμα και διαλλακτικά. Έστω ότι υιοθετεί κανείς την αντίληψη ότι η αντιπροσώπευση είναι μονόδρομος. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιλέξει από μια γκάμα πολιτικών θέσεων. Η παλέτα λοιπόν του ντόπιου ψηφοφόρου είναι η εξής: -ΝΔ, ένα υπερσυντηρητικό νεοφιλελεύθερο κόμμα που πρώτα διέγραψε αυτούς που ψήφισαν το μνημόνιο και μετά αυτούς που δεν το ψήφισαν, που η ίδια πολιτική του μήτρα ευρωπαϊκά, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το κατηγορεί ότι δεν συμπεριφέρεται αρκετά …δεξιά. -ΠΑΣΟΚ, ένα επίσης νεοφιλελεύθερο κόμμα που διατείνεται ότι είναι σοσιαλιστικό, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο σοσιαλιστικό στοιχείο που έχει είναι το «ΣΟ» στο όνομα. -ΚΚΕ, ένα συγκεντρωτικό κακέκτυπο του σταλινισμού που νομίζει ότι βρίσκεται ακόμη στη παρανομία και θυμίζει υποκατάστημα που λειτουργεί, αν και τα κεντρικά έχουν κλείσει. -ΣΥΡΙΖΑ, ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που ελάχιστα παρεκκλίνει από την νομιμότητα και μοιάζει διστακτικό ή άτολμο όντας με το ένα πόδι στο κίνημα και το άλλο στην ΕΕ και τον κοινοβουλευτισμό. -Λοιπή αριστερά, ένα χωνευτήρι ασαφών ιδεών χωρίς αρχή, μέση και τέλος, ανίκανη συνήθως να συσπειρώσει σε μια κοινή συνισταμένη έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων, αλλά ακόμα κι όταν το κάνει, διασπάται. -ΛΑΟΣ, ένα κατά βάση τηλεοπτικό, πατριωτικό κόμμα που από τότε που έχασε τους αστέρες του κινδυνεύει να μείνει εκτός βουλής όντας αδύναμο να πείσει και τον πιο συντηρητικό ψηφοφόρο. -Λοιπή ακροδεξιά, μια παρακρατική συμμορία που ευθύνεται για πάμπολλες δολοφονικές επιθέσεις και που ελέω κρίσης βρήκε ευκαιρία να διακηρύξει μισάνθρωπικες ιδέες και, αν δεν λειτουργούσε ως ανάχωμα του συστήματος, θα είχε τεθεί εκτός νόμου και έναν ξεχασμένο υπερσυντηρητικό πολιτικό, ο οποίος έχει δημιουργήσει τέτοιο μωσαϊκό στα ψηφοδέλτια του που χρίζει ανθρωπολογικής μελέτης. Αν καμία από τις παραπάνω θαυμαστές επιλογές δεν καλύπτει το εκλογικό σώμα, τότε δεν μιλάμε καν για αντιπροσωπευτικό μοντέλο άσκησης εξουσίας. Η ταύτιση στο περίπου συνιστά από μόνη της περαιτέρω αλλοτρίωση.
Οι εκλογές σαν δούρειος ίππος
Η άποψη ότι εισέρχεται κανείς στις διαδικασίες του συστήματος, αν και διαφωνεί με αυτό, για να το διαβρώσει εκ των έσω είναι μάλλον παρωχημένη. Η πιο εξόφθαλμη περίπτωση είναι οι ευρωεκλογές και το ευρωκοινοβούλιο. Κομμάτια της αριστεράς διατείνονται την διάλυση της ΕΕ και του ευρωκοινοβουλίου, όμως παρόλα αυτά κατεβαίνουν στον εκλογικό στίβο υπερμαχόμενοι την λογική του δούρειου ίππου. Όταν αρνείσαι το δοσμένο σύστημα το απορρίπτεις σε κάθε του πτυχή. Κανείς δεν κατατάχθηκε στην αστυνομία για να την αλλάξει (πόσο μάλλον για να την καταργήσει), οπότε γιατί να το κάνει με τον κοινοβουλευτισμό;
Στη πραγματικότητα, εντοπίζεται εδώ μια αντίφαση. Άνθρωποι, που διατείνονται στη καθημερινή πολιτικάντικη ρητορεία τους ότι οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα, είναι ακριβώς οι ίδιοι που θα καθηλωθούν το κυριακάτικο βράδυ της 6ης Μαΐου μπροστά από τις οθόνες των τηλεοράσεων για τα exit polls. Επομένως, οι εκλογές δεν έχουν καμία άλλη λειτουργία πέρα από αυτή που έχουν για κάθε άλλο «αστικό» κόμμα. Κατά αναλογία, όλα τα κόμματα, δεξιά κι αριστερά, ενεργούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο στησίματος, προετοιμασίας και μετεκλογικής επεξεργασίας των εκλογικών αποτελεσμάτων. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν η συλλογή ψήφων γίνεται αυτοσκοπός; Όταν οι υποψήφιοι εξουσιαστές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μοιράζουν προεκλογικό υλικό στα καφενεία, είναι ψηφοθήρες. Όταν τα μικρότερα κόμματα κάνουν το ίδιο, γιατί λέγεται «διακίνηση ιδεών»; Ας μην γελιόμαστε. Οι εκλογές είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και δεν αλλάζει. Ή παίζεις με τους όρους του παιχνιδιού ή δεν παίζεις καθόλου.
Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση;
Στο δίλημμα Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση πρέπει η κοινωνία να διαλέξει πλευρά. Ή συστρατευόμαστε για μια πρόσκαιρη βελτίωση της καθημερινής επιβίωσης εντός του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού ή γυρίζουμε την πλάτη στις διαδικασίες του εξουσιασμού και επιδιώκουμε την ρήξη με τον κοινοβουλευτισμό. Προφανώς οποιαδήποτε προσπάθεια ελάφρυνσης από τη καταπίεση πρέπει να επιδιώκεται. Όταν όμως μιλάμε για (λίγη ή πολλή) καταπίεση μιλάμε για το ίδιο εξουσιαστικό μοντέλο. Η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η εξουσιαστική ηθική είναι κομμάτια του καπιταλισμού. Επομένως, κινούμενοι στα πλαίσια του καπιταλισμού πρέπει να γνωρίζουμε ότι όσο κι αν το μεταρρυθμίσουμε, αυτό το σύστημα παραμένει σαθρό. Αργά ή γρήγορα, οι μεταρρυθμίσεις θα έρθουν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της εξουσίας και της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και μοιραία θα υποχωρήσουν. Οπότε πάντα θα ανακύπτει η αναγκαιότητα της επανάστασης. Όσες φορές κι αν ο καπιταλισμός οπισθοχωρούσε (συνειδητά), ανασυντασσόταν και επέστρεφε. Παραδόξως, το κίνημα φάνηκε αρχικά να αγνοεί ότι ο καπιταλισμός με τις αντιφάσεις που δημιουργεί ακολουθεί κυματοειδή πορεία. Έχει τα πάνω του και τα κάτω του. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υπάρχει καλός και κακός καπιταλισμός. Αν δεν απαλλαγούμε από αυτό το σύστημα, όσο και να το καλλωπίζουμε πάντα ίδιο θα μένει. Ενδιάμεσα στάδια δεν υπάρχουν. Ποτέ δεν υπήρξαν. Κανένας αγωνιστής δεν μπορεί να αναβάλλει για δεύτερη φάση τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Στο δια ταύτα
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το ζήτημα δεν είναι η αποχή από τις εκλογές ή το άκυρο. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Εξάλλου, μεγάλη μερίδα ανθρώπων απέχει διότι είτε είναι απαθής είτε αδυνατεί να προσέλθει στα εκλογικά κέντρα. Κατά συνέπεια, κάποιος που απέχει και την επόμενη μέρα συνεχίζει να σκύβει το κεφάλι και να βλέπει τηλεόραση πετυχαίνει ακόμη λιγότερα από όσα πέτυχε ένας ψηφοφόρος. Με άλλα λόγια, αυτός που δεν ψηφίζει επειδή απλά βαριέται να τραβολογιέται στα εκλογικά κέντρα περισσότερο συμβάλλει στην αντεπανάσταση παρά στη κοινωνική αλλαγή. Ομοίως πράττουν όσοι πχ. ψηφίζουν αριστερά κόμματα και μετά αράζουν για μια 4ετία. Δεν έχει κανένα νόημα να πάρει ένα μεγάλο ποσοστό η αριστερά, αν στον δρόμο, στις διαδηλώσεις κι εν γένει στις κινηματικές διαδικασίες υπάρχει ισχνή συμμετοχή. Μένουν άλλες 364 μέρες που αποδεικνύονται πολύ πιο σημαντικές για το κίνημα. Αυτό που πρέπει πρωτίστως να αλλάξουμε είναι αυτό που έχουμε μέσα μας. Είτε ψηφίσει είτε όχι κανείς, σημασία έχει ο βαθμός στον οποίο ο ίδιος επιθυμεί και επιδιώκει την κοινωνική απελευθέρωση.
Το άκυρο ή η αποχή δεν άλλαξαν τον κόσμο, όπως δεν τον άλλαξαν κι οι εκλογές. Τον κόσμο τον αλλάζει η κοινωνία. Αυτό που έχει σημασία είναι το συνειδητό προσπέρασμα των εκλογών και η επιδίωξη των καθημερινών κοινωνικών αγώνων. Μόνον τότε μιλάμε για πολιτική πράξη. Σίγουρα, ό,τι κάνει κανείς σήμερα δεν είναι αρκετό για αύριο. Είναι όμως απαραίτητο. Όποιος αγωνίζεται για την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού γνωρίζει ότι η επανάσταση ούτε εκλέγεται ούτε περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες. Προπαντώς γνωρίζει οτι μια ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να διαχειρίζεται της τύχες μια ολόκληρης κοινωνίας. Ο μόνος που μπορεί άμεσα να διαχειριστεί τις υποθέσεις μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Επομένως, δεν γίνεται παρά να προτάξουμε την αυτο-οργάνωση και την αλληλεγγύη. Να αναδείξουμε ότι ο κοινωνικός πόλεμος δεν γίνεται τη Κυριακή των εκλογών, αλλά κάθε μέρα. Είναι ένας πόλεμος που δεν εξαργυρώνεται ούτε μετριέται με ποσοστά. Είναι ένας πόλεμος ενάντια στην κυριαρχία, την κάθετη οργάνωση, την αντιπροσώπευση και την εθελοδουλία. Είναι ένας πόλεμος που προτάσσει την άμεση δημοκρατία, την οριζοντιότητα και την κοινωνική και ατομική αυτονομία, μακριά από κάθε γραφειοκρατική και αρτηριοσκληρωτική διαδικασία. Είναι ένας πόλεμος για την Ελευθερία. Πώς να χωρέσει ρε γαμώτο σε μια κάλπη;
Θοδωρής Τζίμας
Πιστεύει ότι οι εκλογές είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να εκδηλώσει την συσσωρευμένη αγανάκτησή της ή να προκρίνει ένα «νέο» πολιτικό σχηματισμό (που μόνο κατ’επίφαση θα φέρει την ποιοτική αλλαγή).
Όμως, ακόμα κι έτσι, η ψήφος χρησιμοποιείται με την παραδοσιακή μορφή που είχε πάντα: ψήφος τιμωρίας ή ψήφος ανοχής. Σε άλλες περιπτώσεις προχωρημένης λοβοτομής, οι ψηφοφόροι είναι οπαδοί που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους οπαδούς των ποδοσφαιρικών ομάδων. Εξάλλου, ο βαθμός συμμετοχής και των δύο στις εσωτερικές διαδικασίες είναι ίδιος: απλοί χειροκροτητές, που κάθονται στη κερκίδα και επιδοκιμάζουν τα τεκταινόμενα στον αγωνιστικό χώρο. Βέβαια, δεν γίνεται λόγος για συνδιαμόρφωση, ουσιαστική παραγωγή πολιτικής και οριζόντιο διάλογο για σχηματισμό πολιτικής ταυτότητας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς, εφόσον ο κοινοβουλευτισμός θέτει πολύ στενά τα όρια ανάπτυξης δημοκρατικών διαδικασιών.
Ωστόσο, η ψήφος του καθενός είναι ορισμένου πολιτικού βάρους. Όντως υπάρχουν εποχές και ιστορικές συγκυρίες που η ψήφος μπορεί να σημαίνει κάτι ελάχιστο. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να αρνηθεί εύκολα ότι στις εκλογές του 1932 στη Γερμανία, που εδραίωσαν τον Χίτλερ στην εξουσία, δεν θα ψήφιζε εναντίον του ναζισμού; Αντίστοιχα, κατά αναλογία βέβαια, η εικόνα ενός διασωθέντα δικομματισμού ή η παραχώρηση εδάφους στις συμμορίες της άκρας δεξιάς είναι ζήτημα προβληματισμού.Ενδεχομένως, η ψήφος στις φετινές εκλογές φαίνεται (για πρώτη φορά από το ’74) να έχει μια κάποια σημασία. Ο καθένας λοιπόν αναλαμβάνοντας την πολιτική και ατομική ευθύνη επιλέγει συνειδητά τα μέσα με τα οποία θα πάρει μέρος σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο. Παρόλα αυτά, μην τρέφουμε αυταπάτες, οι εκλογές ασχέτως από το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται δεν πρέπει να υπερτιμούνται. Είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και σε καμιά περίπτωση δεν καθαγιάζονται ανάλογα από τις εκάστοτε συγκυρίες. Στη κατεύθυνση μιας μικρής αποδόμησης της εκλογικής διαδικασίας παρακάτω τίθενται κάποια σημεία ενδεικτικά της φύσης πάνω στην οποία οργανώνεται η σύγχρονη κοινωνία.
Είναι οι εκλογές δημοκρατία;
Όχι. Τόσο απλά και τόσο κάθετα. Οι εκλογές αναδεικνύουν ένα μοντέλο που αναγνωρίζει ως μόνη κι αιώνια αλήθεια την πολιτική δεινότητα. Εν ολίγοις, προάγουν ως αξίωμα την ύπαρξη «ειδικών», ανθρώπων «που ξέρουν», ανθρώπων ικανών και μάλιστα ικανότερων από όλους τους άλλους. Αναδεικνύουν ειδήμονες της πολιτικής. Εξάλλου, μόνο και μόνο ο όρος «πολιτικός» ξεχωρίζει λίγα πρόσωπα από το σώμα της κοινωνίας υπονοώντας ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε κατά κάποιον τρόπο «μη πολιτικοί».
Αλλά ας κάνουμε μια αναγωγή στην ιστορία. Η αρχαία Σπάρτη είχε ένα πολιτειακό σύστημα που βασιζόταν στην εκλογή 30 βουλευτών, οι οποίοι κυρίως προέρχονταν από την τάξη των ευγενών. Κατόπιν ορίζονταν οι πέντε έφοροι. Αυτό το σύστημα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να το χαρακτηρίσουμε «ολιγαρχία». Για κάποιον λόγο όμως δεν κάνουμε το ίδιο με το σημερινή πολιτειακή οργάνωση (εκλογή αρχόντων –ευγενών, κατά κανόνα–, ψηφοδέλτια επικρατείας). Αντίθετα, αξιώνουμε την αρχαία Αθήνα ως γενεσιουργό της δημοκρατίας. Όμως, οι Αθηναίοι δεν θεωρούσαν σε καμιά περίπτωση ότι οι άρχοντες εκλέγονται. Μάλιστα, αντιμετώπιζαν τις εκλογές ως έναν θεσμό ξεκάθαρα αριστοκρατικό. Ακόμη, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι εκλογές αναδεικνύουν τους ειδήμονες της πολιτικής, πράγμα αδιανόητο για έναν δημοκράτη Αθηναίο. Όπως αδιανόητη είναι η έννοια της αντιπροσώπευσης.
Η δημοκρατία μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιεί εκπροσώπους (μόνο για πρακτικούς λόγους), ποτέ όμως αντιπροσώπους. Η αντιπροσώπευση ενέχει μέσα της την έννοια της αλλοτρίωσης και της εκ βάθρων ετεροθέσμισης κι ετερονομίας. Αυτό συμβαίνει εκ των πραγμάτων, όταν η κοινωνία αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε ορισμένα μέλη της. Πιο απλά και σχηματοποιημένα: δημοκρατία σημαίνει «αποφασίζουμε όλοι» και όχι «εκλέγουμε ποιοι θα αποφασίζουν». Η δυνατότητα του να σου κάνουν την τιμή κάθε 4 χρόνια να προσέρχεσαι στις κάλπες για να εγκρίνεις όσα έχουν προαποφασιστεί ατιμάζει τον όρο «δημοκρατία».
Τι επιδιώκει η εξουσία με τις εκλογές
Οι εκλογές και πάλι θα λειτουργήσουν κατευναστικά. Είναι το τελευταίο χαρτί που έχει μια κυβέρνηση στα χέρια της. Και σε μικρογραφία ακόμα, πχ. φοιτητικές εκλογές, οι εκλογές ήταν ανέκαθεν ένα μέσο εκτόνωσης. Από την άλλη, η ανάγκη να εκφραστεί η βούληση του κόσμου στη κάλπη είναι κατασκευασμένη. Είναι ένας εύγλωττος τρόπος να κρύψει η εξουσία τις ανομίες της ή ακόμα και να τις νομιμοποιήσει μέσω της «λαϊκής εντολής». Εξάλλου, πρόσφατα παραδείγματα απέδειξαν ότι, όταν χρειαστεί, η περίφημη λαϊκή βούληση καταστρατηγείται σε μια νύχτα. Και κανείς δεν πρέπει να πει κουβέντα γι αυτό.
Αυτό λοιπόν που επιδιώκει η εξουσία με κάθε λογής εκλογές είναι η εκ νέου χορήγηση ασυλίας. «Κάναμε λάθη, τώρα όμως σοβαρά και υπεύθυνα καλούμε τον κυρίαρχο λαό να προσέλθει μαζικά στις κάλπες να εκφράσει την θέλησή του (και μετά να το βουλώσει)». Γιατί έτσι συνηθίζεται να αντιμετωπίζει η κοινωνία και τα κόμματα τις εκλογές: ως μια απενοχοποιημένη διαδικασία που θέλει τον πολίτη υπήκοο που θα τραβολογιέται στις κάλπες μία φορά στα τέσσερα χρόνια και μετά θα επιστρέφει ξανά στην τηλεόρασή του.
Με αυτόν τον τρόπο, η εξουσία θα επιχειρήσει μία ακόμη φορά να λειάνει τις αντιφάσεις που η ίδια προκαλεί. Ο σκοπός είναι να εξασφαλίσει την συναίνεση και ταυτόχρονα να αντιστρέψει το περιρρέον κλίμα της κοινωνικής βάσης. Ουσιαστικά, επιδιώκει την πρόσκαιρη ψυχολογική ανάταση της κοινωνίας μέσω της οποίας θα εδραιώσει ξανά την κυριαρχία της, θα αμβλύνει την οργή του κόσμου και εν τέλει να αντιστρέψει το κλίμα υπέρ της κατευνάζοντας την οξυνόμενη δυσαρέσκεια.
Προφανώς, οι φετινές εκλογές δεν γίνονται στο επιθυμητό για την εξουσία περιβάλλον. Είναι περισσότερο ένα μεταβατικό στάδιο που απαιτείται για να επανέλθει η κοινωνία στη γνώριμη παθητική στάση που επιθυμεί η εξουσία, ώστε να διαχειρίζεται καλύτερα τις καταστάσεις. Όμως, ακόμη κι έτσι, οι εκλογές είναι βάλσαμο για τους ντόπιους εξουσιαστές.
Τι επιδιώκει το εκλογικό σώμα
Σε γενικές γραμμές, τίποτα. Το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι οι εκλογές στην ουσία δεν αλλάζουν τίποτα. Η πεποίθηση αυτή έχει ενταθεί τον τελευταίο χρόνο που έγινε σαφές ότι η πολιτική δεν έχει καμία όρεξη να ξεμπλέξει από τον καπιταλισμό και οι συζητήσεις γίνονται γύρω από το πώς θα σωθεί αυτό το μοντέλο, ώστε να γυρίσει η κοινωνία στην εποχή που ήταν παχιές οι αγελάδες. Μόνο αυτό είναι το διακύβευμα. Το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι οι υπογραφές των τελευταίων ετών ως αποκορύφωμα των πολιτικών επιλογών που ακολουθούνταν τόσα χρόνια ήρθαν για μείνουν. Η πολιτική και των επόμενων ετών έχει ήδη χαραχθεί και τα πλαίσιά της είναι προκαθορισμένα, ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος. Αυτό το γνωρίζει το εκλογικό σώμα. Κι επιμένει να ψηφίζει και να στηρίζει είτε πολιτικές που συνδικαλίζονται τους όρους τήρησης του προγράμματος είτε που θα συγκυβερνήσουν για να εξασφαλίσουν την τήρησή του.
Εκλογικό σώμα και πολιτικοί: βρείτε τις διαφορές
Όμως, για να είμαστε δίκαιοι: οι πολιτικοί που τόσα χρόνια ασελγούσαν πάνω στον κατακερματισμένο κοινωνικό ιστό δεν είναι κάτι εξωκοινωνικό ούτε έπεσαν από το φεγγάρι. Προέρχονται από την ίδια μήτρα, την κοινωνία. Ξεπήδησαν, αναδείχθηκαν και εδραιώθηκαν μέσα από τους κόλπους της υπάρχουσας κοινωνίας χρησιμοποιώντας εργαλειακά όλες της τις παθογένειες. Πολύ περισσότερο, προέκυψαν από γνώριμες διαδικασίες για τις οποίες τώρα η κοινωνία δεν μπορεί να νίπτει τας χείρας της. Οι διαδικασίες αυτές κορυφώνονται και αποτυπώνονται πλήρως στην περί ου ο λόγος πολιτική πρακτική: τις ΕΚΛΟΓΕΣ. Η κοινωνία στάθηκε δίπλα στους πολιτικούς με περισσή υπερηφάνεια, τους στήριξε, τους ψήφισε, τους χειροκρότησε, τους υπεραμύνθηκε όταν χρειάστηκε. Αντίστοιχα, το ίδιο θα ισχύει και μετά την 6η Μάη (σε μικρότερο βέβαια βαθμό). Ποιον να κατηγορήσουμε λοιπόν;
Κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του αξίζει. Οι πολιτικοί που κυβέρνησαν τόσα χρόνια (και θα κυβερνήσουν άλλα τόσα) ήταν μια αντανάκλαση της κοινωνίας. Αντικατόπτριζαν ακριβώς την εικόνα που είχε ο νεοέλληνας για τον εαυτό του, αλλά και τις κρυφές του επιδιώξεις. Κάπως έτσι, ο Α. Παπανδρέου ταίριαζε γάντι στους ανανεωτικούς φιλελεύθερους του ’80, ο Σημίτης στους επίδοξους ευρωπαϊστές, ο Καραμανλής στον μάτσο νεοέλληνα και πάει λέγοντας. Κι αυτό είναι μόνο η επιφάνεια. Στην πραγματικότητα όλο το πολιτικό σκηνικό στήθηκε με την ίδια πάνω-κάτω λογική. Η οργανωτική δομή της εξουσίας εμπεριείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που καθόρισαν την κοινωνία της μεταπολίτευσης κι έπειτα.
Οι επικείμενες εκλογές της 6ης Μαΐου
Θέλετε όμως να μιλήσουμε συγκεκριμένα για τις ερχόμενες εκλογές; Ωραία λοιπόν. Ο καπιταλισμός και ο,τι συγκροτεί αυτό το σύστημα αναμένει τις εκλογές από τον Σεπτέμβρη. Η ρητορική των κομμάτων κινείται πάνω στον άξονα της (προ)εκλογικής διαδικασίας εδώ και μήνες, λες και οι εκλογές είναι η πεμπτουσία της πολιτικής δραστηριότητας. Οι συμμαχίες, τα διλλήματα, οι ελιγμοί, η εικόνα των πολιτικών κομμάτων τον τελευταίο καιρό αποδεικνύει ακριβώς το παραπάνω. Ο Σαμαράς κάνει την μια κωλοτούμπα μετά την άλλη, το ΠΑΣΟΚ αντιπολιτεύεται τον εαυτό του, ο ΛΑΟΣ έχει χάσει τα αυγά και τα πασχάλια, το ΚΚΕ είναι το γνωστό ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ παλινδρομεί μεταξύ ΕΕ και ριζοσπαστικής ρητορείας, ενώ σύσσωμη η πολιτική σκηνή επιδίδεται σε έναν αγώνα δρόμου για μεταγραφές ποδοσφαιρικού τύπου.
Δηλώσεις επαναστατικότητας του τύπου «εμάς δεν μας ενδιαφέρουν τα ποσοστά» και άλλα τέτοια περίεργα θα έπρεπε εξ ορισμού να απορρίπτονται. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, δεν κατεβαίνεις σε τέτοιες διαδικασίες. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, θα πρέπει να μην σε απασχολήσει ιδιαίτερα το 2,9% και να έχει για σένα την ίδια αξία με το 3%. Αν δεν σε ενδιαφέρουν τα ποσοστά, δεν υπάρχει προεκλογική περίοδος (και τα παρελκόμενα αυτής) ούτε κάνεις εσωτερικά συμβούλια και συνεδριάσεις μετεκλογικά για να δεις τι έχουν τα έρμα και ψοφούν. Κατεβαίνοντας κανείς σε μια εκλογική διαδικασία προφανώς αποζητά θετικά αποτελέσματα, επιδιώκει την αύξηση των ποσοστών του και μπαίνει στον γαϊτανάκι της προσέλκυσης ψηφοφόρων με ο,τι αυτό σημαίνει. Οπότε ας αποδεχθεί ότι έχει ενσωματώσει μέσα του την καθετότητα στην οργάνωση, ότι επιδιώκει την αλλαγή συσχετισμών κι ότι αναβάλλει την ποιοτική αλλαγή προκρίνοντας μια ρεφορμιστική εκδοχή του υπάρχοντος συστήματος, το οποίο ούτε αρνείται ούτε έχει σκοπό να καταργήσει. Το πολύ πολύ να παίξει τον ρόλο του αναχώματος ή να βελτιώσει ένα σύστημα που εξ ορισμού δεν αλλάζει. Αυτή όμως είναι μια στάση πολύ πιο ειλικρινής κι ενδεχομένως πιο αποδοτική εκλογικά.
Όμως, ας δούμε το θέμα πιο συζητήσιμα και διαλλακτικά. Έστω ότι υιοθετεί κανείς την αντίληψη ότι η αντιπροσώπευση είναι μονόδρομος. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιλέξει από μια γκάμα πολιτικών θέσεων. Η παλέτα λοιπόν του ντόπιου ψηφοφόρου είναι η εξής: -ΝΔ, ένα υπερσυντηρητικό νεοφιλελεύθερο κόμμα που πρώτα διέγραψε αυτούς που ψήφισαν το μνημόνιο και μετά αυτούς που δεν το ψήφισαν, που η ίδια πολιτική του μήτρα ευρωπαϊκά, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το κατηγορεί ότι δεν συμπεριφέρεται αρκετά …δεξιά. -ΠΑΣΟΚ, ένα επίσης νεοφιλελεύθερο κόμμα που διατείνεται ότι είναι σοσιαλιστικό, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο σοσιαλιστικό στοιχείο που έχει είναι το «ΣΟ» στο όνομα. -ΚΚΕ, ένα συγκεντρωτικό κακέκτυπο του σταλινισμού που νομίζει ότι βρίσκεται ακόμη στη παρανομία και θυμίζει υποκατάστημα που λειτουργεί, αν και τα κεντρικά έχουν κλείσει. -ΣΥΡΙΖΑ, ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που ελάχιστα παρεκκλίνει από την νομιμότητα και μοιάζει διστακτικό ή άτολμο όντας με το ένα πόδι στο κίνημα και το άλλο στην ΕΕ και τον κοινοβουλευτισμό. -Λοιπή αριστερά, ένα χωνευτήρι ασαφών ιδεών χωρίς αρχή, μέση και τέλος, ανίκανη συνήθως να συσπειρώσει σε μια κοινή συνισταμένη έναν σεβαστό αριθμό ανθρώπων, αλλά ακόμα κι όταν το κάνει, διασπάται. -ΛΑΟΣ, ένα κατά βάση τηλεοπτικό, πατριωτικό κόμμα που από τότε που έχασε τους αστέρες του κινδυνεύει να μείνει εκτός βουλής όντας αδύναμο να πείσει και τον πιο συντηρητικό ψηφοφόρο. -Λοιπή ακροδεξιά, μια παρακρατική συμμορία που ευθύνεται για πάμπολλες δολοφονικές επιθέσεις και που ελέω κρίσης βρήκε ευκαιρία να διακηρύξει μισάνθρωπικες ιδέες και, αν δεν λειτουργούσε ως ανάχωμα του συστήματος, θα είχε τεθεί εκτός νόμου και έναν ξεχασμένο υπερσυντηρητικό πολιτικό, ο οποίος έχει δημιουργήσει τέτοιο μωσαϊκό στα ψηφοδέλτια του που χρίζει ανθρωπολογικής μελέτης. Αν καμία από τις παραπάνω θαυμαστές επιλογές δεν καλύπτει το εκλογικό σώμα, τότε δεν μιλάμε καν για αντιπροσωπευτικό μοντέλο άσκησης εξουσίας. Η ταύτιση στο περίπου συνιστά από μόνη της περαιτέρω αλλοτρίωση.
Οι εκλογές σαν δούρειος ίππος
Η άποψη ότι εισέρχεται κανείς στις διαδικασίες του συστήματος, αν και διαφωνεί με αυτό, για να το διαβρώσει εκ των έσω είναι μάλλον παρωχημένη. Η πιο εξόφθαλμη περίπτωση είναι οι ευρωεκλογές και το ευρωκοινοβούλιο. Κομμάτια της αριστεράς διατείνονται την διάλυση της ΕΕ και του ευρωκοινοβουλίου, όμως παρόλα αυτά κατεβαίνουν στον εκλογικό στίβο υπερμαχόμενοι την λογική του δούρειου ίππου. Όταν αρνείσαι το δοσμένο σύστημα το απορρίπτεις σε κάθε του πτυχή. Κανείς δεν κατατάχθηκε στην αστυνομία για να την αλλάξει (πόσο μάλλον για να την καταργήσει), οπότε γιατί να το κάνει με τον κοινοβουλευτισμό;
Στη πραγματικότητα, εντοπίζεται εδώ μια αντίφαση. Άνθρωποι, που διατείνονται στη καθημερινή πολιτικάντικη ρητορεία τους ότι οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα, είναι ακριβώς οι ίδιοι που θα καθηλωθούν το κυριακάτικο βράδυ της 6ης Μαΐου μπροστά από τις οθόνες των τηλεοράσεων για τα exit polls. Επομένως, οι εκλογές δεν έχουν καμία άλλη λειτουργία πέρα από αυτή που έχουν για κάθε άλλο «αστικό» κόμμα. Κατά αναλογία, όλα τα κόμματα, δεξιά κι αριστερά, ενεργούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο στησίματος, προετοιμασίας και μετεκλογικής επεξεργασίας των εκλογικών αποτελεσμάτων. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν η συλλογή ψήφων γίνεται αυτοσκοπός; Όταν οι υποψήφιοι εξουσιαστές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μοιράζουν προεκλογικό υλικό στα καφενεία, είναι ψηφοθήρες. Όταν τα μικρότερα κόμματα κάνουν το ίδιο, γιατί λέγεται «διακίνηση ιδεών»; Ας μην γελιόμαστε. Οι εκλογές είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και δεν αλλάζει. Ή παίζεις με τους όρους του παιχνιδιού ή δεν παίζεις καθόλου.
Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση;
Στο δίλημμα Επανάσταση ή Μεταρρύθμιση πρέπει η κοινωνία να διαλέξει πλευρά. Ή συστρατευόμαστε για μια πρόσκαιρη βελτίωση της καθημερινής επιβίωσης εντός του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού ή γυρίζουμε την πλάτη στις διαδικασίες του εξουσιασμού και επιδιώκουμε την ρήξη με τον κοινοβουλευτισμό. Προφανώς οποιαδήποτε προσπάθεια ελάφρυνσης από τη καταπίεση πρέπει να επιδιώκεται. Όταν όμως μιλάμε για (λίγη ή πολλή) καταπίεση μιλάμε για το ίδιο εξουσιαστικό μοντέλο. Η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η εξουσιαστική ηθική είναι κομμάτια του καπιταλισμού. Επομένως, κινούμενοι στα πλαίσια του καπιταλισμού πρέπει να γνωρίζουμε ότι όσο κι αν το μεταρρυθμίσουμε, αυτό το σύστημα παραμένει σαθρό. Αργά ή γρήγορα, οι μεταρρυθμίσεις θα έρθουν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της εξουσίας και της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και μοιραία θα υποχωρήσουν. Οπότε πάντα θα ανακύπτει η αναγκαιότητα της επανάστασης. Όσες φορές κι αν ο καπιταλισμός οπισθοχωρούσε (συνειδητά), ανασυντασσόταν και επέστρεφε. Παραδόξως, το κίνημα φάνηκε αρχικά να αγνοεί ότι ο καπιταλισμός με τις αντιφάσεις που δημιουργεί ακολουθεί κυματοειδή πορεία. Έχει τα πάνω του και τα κάτω του. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υπάρχει καλός και κακός καπιταλισμός. Αν δεν απαλλαγούμε από αυτό το σύστημα, όσο και να το καλλωπίζουμε πάντα ίδιο θα μένει. Ενδιάμεσα στάδια δεν υπάρχουν. Ποτέ δεν υπήρξαν. Κανένας αγωνιστής δεν μπορεί να αναβάλλει για δεύτερη φάση τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Στο δια ταύτα
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το ζήτημα δεν είναι η αποχή από τις εκλογές ή το άκυρο. Αυτό από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Εξάλλου, μεγάλη μερίδα ανθρώπων απέχει διότι είτε είναι απαθής είτε αδυνατεί να προσέλθει στα εκλογικά κέντρα. Κατά συνέπεια, κάποιος που απέχει και την επόμενη μέρα συνεχίζει να σκύβει το κεφάλι και να βλέπει τηλεόραση πετυχαίνει ακόμη λιγότερα από όσα πέτυχε ένας ψηφοφόρος. Με άλλα λόγια, αυτός που δεν ψηφίζει επειδή απλά βαριέται να τραβολογιέται στα εκλογικά κέντρα περισσότερο συμβάλλει στην αντεπανάσταση παρά στη κοινωνική αλλαγή. Ομοίως πράττουν όσοι πχ. ψηφίζουν αριστερά κόμματα και μετά αράζουν για μια 4ετία. Δεν έχει κανένα νόημα να πάρει ένα μεγάλο ποσοστό η αριστερά, αν στον δρόμο, στις διαδηλώσεις κι εν γένει στις κινηματικές διαδικασίες υπάρχει ισχνή συμμετοχή. Μένουν άλλες 364 μέρες που αποδεικνύονται πολύ πιο σημαντικές για το κίνημα. Αυτό που πρέπει πρωτίστως να αλλάξουμε είναι αυτό που έχουμε μέσα μας. Είτε ψηφίσει είτε όχι κανείς, σημασία έχει ο βαθμός στον οποίο ο ίδιος επιθυμεί και επιδιώκει την κοινωνική απελευθέρωση.
Το άκυρο ή η αποχή δεν άλλαξαν τον κόσμο, όπως δεν τον άλλαξαν κι οι εκλογές. Τον κόσμο τον αλλάζει η κοινωνία. Αυτό που έχει σημασία είναι το συνειδητό προσπέρασμα των εκλογών και η επιδίωξη των καθημερινών κοινωνικών αγώνων. Μόνον τότε μιλάμε για πολιτική πράξη. Σίγουρα, ό,τι κάνει κανείς σήμερα δεν είναι αρκετό για αύριο. Είναι όμως απαραίτητο. Όποιος αγωνίζεται για την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού γνωρίζει ότι η επανάσταση ούτε εκλέγεται ούτε περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες. Προπαντώς γνωρίζει οτι μια ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να διαχειρίζεται της τύχες μια ολόκληρης κοινωνίας. Ο μόνος που μπορεί άμεσα να διαχειριστεί τις υποθέσεις μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Επομένως, δεν γίνεται παρά να προτάξουμε την αυτο-οργάνωση και την αλληλεγγύη. Να αναδείξουμε ότι ο κοινωνικός πόλεμος δεν γίνεται τη Κυριακή των εκλογών, αλλά κάθε μέρα. Είναι ένας πόλεμος που δεν εξαργυρώνεται ούτε μετριέται με ποσοστά. Είναι ένας πόλεμος ενάντια στην κυριαρχία, την κάθετη οργάνωση, την αντιπροσώπευση και την εθελοδουλία. Είναι ένας πόλεμος που προτάσσει την άμεση δημοκρατία, την οριζοντιότητα και την κοινωνική και ατομική αυτονομία, μακριά από κάθε γραφειοκρατική και αρτηριοσκληρωτική διαδικασία. Είναι ένας πόλεμος για την Ελευθερία. Πώς να χωρέσει ρε γαμώτο σε μια κάλπη;
Θοδωρής Τζίμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου