Εξερευνήστε την Θάσο με ένα κλικ ΕΔΩ
Ιστορικά στοιχεία
Μυθολογία

Ο Ηρόδοτος εξάλλου γράφει¨
«…από του Θάσου τούτου του Φοίνικος τούνομα έσχε…»
Ο Θάσος ήταν γιος ή εγγονός του Αγήνορα, του βασιλιά της Φοινίκης, και βρέθηκε στη Θάσο αναζητώντας την Ευρώπη που είχε απαχθεί από τον Δία, όταν ο τελευταίος την ερωτεύτηκε παράφορα. Οι Φοίνικες όμως δεν ανέχτηκαν την απαγωγή της Ευρώπης και οργάνωσαν μια εκστρατευτική αποστολή από πολλά πλοία με αρχηγό τον Κάδμο, αδερφό της Ευρώπης, και συναρχηγό τον Θάσο. προκειμένου να την εντοπίσουν και να την επαναφέρουν στην πατρίδα τους. Η «αναζήτηση» κράτησε αρκετά και στο τέλος η αποστολή χωρίστηκε στα δύο. το ένα μέρος με αρχηγό τον Κάδμο πήγε στη Βοιωτία και έχτισε στο εσωτερικό της τη Θήβα, ενώ το άλλο μέρος με αρχηγό τον Θάσο κατευθύνθηκε στη σημερινή Θάσο, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Παράλληλα, την Ευρώπη αναζητούσαν και τα άλλα δύο αδέλφια, ο Φοίνικας και ο Κίλικας σε διαφορετικές όμως κατευθύνσεις.
Ένας άλλος μύθος, που φαίνεται ότι πλάστηκε από τους Πάριους μετά την εγκατάστασή τους στη νέα τους πατρίδα λέει πως ο Ηρακλής δώρισε τη Θάσο στον Σθένελο και τον Αλκαίο, τους γιους του βασιλιά της Πάρου Ανδρόγεω.
Πρώτος οικιστής πάντως της Θάσου ήταν ο Θάσος, από τον οποίο πήρε και το όνομα του το νησί. Όμως πέρα από αυτό, υπάρχουν και κάποιες άλλες απόψεις καταγεγραμμένες και εγκυρότερες ίσως, σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του νησιού. Κάποιοι αρχαίοι ποιητές και συγγραφείς, αναφέρουν τη Θάσο ως «Ηερία» για τον δροσερό καλοκαιρινό της αέρα. «Αιθρία» για τον συνήθως αίθριο ουρανό της, «Χρύοη» για το χρυσάφι των μεταλλείων της, Ήδωνίς» από τους 'Ηδωνες θράκες και «Ακτή της Δήμητρας» για τους πλούσιους και εκλεκτούς καρπούς της. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το όνομα της Θάσου σχετίζεται ετυμολογικά με τη λέξη Δάσος, εξαιτίας των πολλών δασών που είχε κατά την αρχαιότητα αλλά και σήμερα. Άλλοι τέλος, συνδυάζουν το όνομα του νησιού με καιρικά ονόματα όπως το Άσος, Κάσος, κ.ά.
Αρχαίοι χρόνοι

Επίσης, γνωρίζοντας τη ναυπηγική και τη ναυτιλία,
ναυπήγησαν πλοία και ξεκίνησαν ταξίδια στα κοντινά παράλια ενώ παράλληλα
καλλιεργούσαν τη γη και περιτείχισαν την πόλη. Για όλες αυτές τις
εργασίες έφτασαν Έλληνες και άλλα φύλα, που συγχρόνως έμαθαν από τους
Φοίνικες τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το εμπόριο αλλά και γενικότερα
τον πολιτισμό τους. Με τον καιρό, επικράτησε το ελληνικό στοιχείο και οι
Φοίνικες αφομοιώθηκαν από τους περισσότερους και δυναμικότερους
Έλληνες. Η νέα αποικία έπαψε να έχει πολιτική εξάρτηση από τη μητρόπολη
Φοινίκη, ενώ σιγά σιγά οι κάτοικοι της περνούσαν στα απέναντι παράλια κι
άρχιζαν την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Παγγαίου.
Σύμφωνα πάντως με τον Θουκυδίδη, τον πατέρα της
επιστημονικής συγγραφής της ιστορίας, οι πρώτοι άποικοι της Θάσου ήταν
οι Πάριοι με αρχηγό τονΤελεσικλή, ο οποίος ξεκίνησε την αποστολή έπειτα
από ένα χρησμό του Μαντείου των Δελφών που έλεγε
«Άγγειλον Παρίοις Τελεσίκλεες, ως σε κελεύω νήσω εν Ηερίη κτίζειν εύδείελον άστυ.»
Μετάφραση:
«Να πεις στους Παριανούς, Τελεσικλή, ότι σου παραγγέλνω να χτίσεις στο νησί Αέρια μια πόλη που να φαίνεται από παντού.»
Μετάφραση:
«Να πεις στους Παριανούς, Τελεσικλή, ότι σου παραγγέλνω να χτίσεις στο νησί Αέρια μια πόλη που να φαίνεται από παντού.»
Έτσι, ο Τελεσικλής, με τη συμμετοχή του γιου του, -κατά άλλους εγγονού του - ποιητή Αρχιλόχου, (μετάφραση της ποίησης του εδώ)
ανακάλυψε τη Θάσο και σ' αυτήν εγκατεστημένους τους Θράκες. Σύμφωνα μ'
αυτήν την άποψη, οι Φοίνικες δεν αποίκησαν συστηματικά το νησί, αλλά
εκμεταλλεύτηκαν τα μεταλλεία του και ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς. Ο
διωγμός των θρακικών φυλών ήταν δύσκολος, όμως ο Τελεσικλής κατάφερε να
ελέγξει τη Θάσο οικιστικά και εξουσιαστικά, για να ξεκινήσει έτσι τη
γρήγορη αναβάθμιση της και να την κάνει να είναι, με την πάροδο του
χρόνου, ένας από τους πιο πολιτισμένους και ανεπτυγμένους τόπους.
Λέγεται επίσης ότι οι Πάριοι ήταν αυτοί που επιτέθηκαν στους θράκες των
απέναντι ακτών. Στην πρώτη εκστρατεία νικήθηκαν, όμως στη δεύτερη όχι
μόνο τους νίκησαν αλλά και τους έδιωξαν, ενώ συγχρόνως βρήκαν και
εκμεταλλεύτηκαν τα μεταλλεία, που είχαν ανακαλύψει οι Φοίνικες στο
Παγγαίο. Επικρατέστερη άποψη πάντως στην επιστημονική κοινότητα είναι η
δεύτερη, που αναφέρεται στους Πάριους. Άλλωστε αυτοί ήταν που
εγκαταστάθηκαν στο νησί στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., οπότε και αρχίζει
ουσιαστικά η ιστορία της Θάσου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι αυτά που
έρχονται να πιστοποιήσουν την ύπαρξη και την εξάπλωση των Παριών στα
απέναντι παράλια. Εκείνα τα χρόνια (του 7ου αιώνα) ιδρύθηκαν οι
εμπορικοί σταθμοί στη Γαληψό, Αισύμη, Μαρώνεια, Στρύμη και Νεάπολη, οι
περισσότεροι στην περιοχή του γειτονικού Παγγαίου.
Σ' αυτήν την εποχή ανήκει και η πιο αξιοθαύμαστη
καλλιτεχνική παραγωγή. Εξαιρετικά έργα μεταλλοτεχνίας, κεραμεικής,
μικροπλαστικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, βρέθηκαν στο έδαφος και το
υπέδαφος του νησιού. Η Θάσος είναι «ανοικτή» στις εξωτερικές επιδράσεις
και κάποια ευρήματα από χαλκό και ελεφαντόδοντο, μαρτυρούν σχέσεις με
τις Κυκλάδες, τη Ρόδο, την Ιωνία, την Κόρινθο και τον 6ο αιώνα με την
Αθήνα. Τα νομίσματα με τις παραστάσεις του Σάτυρου και της Νύμφης έχουν
μεγάλη διάδοση και δείχνουν την έκταση των εμπορικών σχέσεων καθώς και
την κατά περιόδους οικονομική ευρωστία της Θάσου. Οι δεσμοί της πόλης με
την Πάρο παραμένουν στενοί καθώς διατηρούνται το ημερολόγιο, οι
λατρείες, οι θεσμοί.
Στα τέλη τηςαρχαϊκήςεποχής μάλιστα, η πόλη είναι τόσο
πλούσια που χτίζει ένα τείχος μοναδικό για την εποχή του, από μάρμαρο
και σχιστόλιθο με ανάγλυφα στις πύλες και περίμετρο 4 χλμ. γύρω από τον
κατοικημένο χώρο. Οι ίδιοι οι Θάσιοι ήταν αυτοί που το 491 π.Χ., όταν ο
βασιλιάς της Περσίας Δαρείος και ο στρατηγός του Μαρδόνιος εισέβαλαν στη
Θράκη, αναγκάστηκαν να το γκρεμίσουν και να πληρώσουν φόρο υποτέλειας.
Μεταγενέστερα το τείχος επιδιορθώθηκε, κατά το 412-411 π.Χ., αλλά μέχρι
τότε ή πόλη ήταν σχεδόν ανοχύρωτη.
Όταν, το 480 με 478 απομακρύνθηκαν οι Πέρσες από το
Αιγαίο, η Θάσος ξαναβρέθηκε στο πλευρό των ελληνικών πόλεων. Τότε
ιδρύθηκε η Α' Αθηναϊκή Συμμαχία (478/477 π.Χ.) στην οποία προσχώρησε και
η Θάσος. Την άνοιξη του 477, οι Θάσιοι δίνουν τριάντα πλοία στη
λεγόμενη «Συμμαχία της Δήλου». Οι φιλοδοξίες όμως του Κίμωνα δεν αργούν
να απειλήσουν την υπεροχή της Θάσου έως και το Παγγαίο όρος, με την
εγκατάσταση αθηναίων αποίκων στις Εννέα Οδούς κοντά στις εκβολές του
Στρυμώνα, γύρω στο 465 π.Χ. Το επίνειο της Αμφίπολης, η Ήιών,
καταλήφθηκε από τους Αθηναίους. Οι Θάσιοι αποσύρθηκαν από την Αθηναϊκή
συμμαχία, εναντίον τους όμως στάλθηκε ο Κίμων, ο όποιος κυρίευσε την
πόλη και υποχρέωσε τους κατοίκους να κατεδαφίσουν τα τείχη, να
παραδώσουν τα πλοία τους, να παραιτηθούν από τις αποικίες τους και
επιπλέον να καταβάλλουν ετήσιο φόρο.
Στα πρώτα έτη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Αθηναίοι
μετέτρεψαν τη Θάσο σε ορμητήριο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους
στη Θράκη. Οι Θάσιοι το 411 π.Χ. αντέδρασαν και αποστάτησαν, ζητώντας
τη βοήθεια και την υποστήριξη της Σπάρτης.
Με το πέρασμα του χρόνου και όσο πιο πολύ
αποδυναμωνόταν η Θάσος, τόσο πιο απαιτητική γινόταν η Αθήνα. Όταν το 411
ξέσπασε η «στάση των τετρακοσίων», η ολιγαρχική μερίδα απέσπασε τη Θάσο
από την αθηναϊκή κυριαρχία. Τότε οι Θάσιοι οχύρωσαν την πόλη.
επισκεύασαν το στόλο τους και υποδέχτηκαν μια πελοποννησιακή μοίρα.
Έτσι, ξεκινά μια περίοδος δέκα τουλάχιστον χρόνων, κατά τη διάρκεια της
οποίας κινδυνεύει σοβαρά η Θάσος και η ευημερία της.
Λίγα έτη αργότερα (407) εξαναγκάσθηκαν από τους
Αθηναίους να αναγνωρίσουν και πάλι την αθηναϊκή ηγεμονία. Το 403 ο
Λύσανδρος κατέλαβε τη Θάσο και μεταχειρίσθηκε απάνθρωπα τους κατοίκους
της. Ωστόσο οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το νησί, επακολούθησαν όμως στάσεις
και εμφύλιοι σπαραγμοί.
Στις αρχές του 4ου αιώνα και έπειτα από πολλές
καταστροφές, η Θάσος προσπαθεί να σβήσει κάθε ίχνος παρεξήγησης με την
Νεάπολη των Δελφών και με τη μεσολάβηση της μητρόπολης της Πάρου. Η πόλη
αποκτά αρχιτεκτονικό και διοικητικό πλαίσιο, το τείχος συμπληρώνεται
και πάλι πίσω από το λιμάνι και το εσωτερικό του, και παράλληλα
διαρρυθμίζεται η αγορά, κέντρο της πολιτικής και εμπορικής ζωής.
Μετά την Άνταλκίδειο Ειρήνη (387 π.Χ.) η Θάσος
απέκτησε ξανά την αυτονομία της. Έπειτα από αυτές τις αλλαγές, η Θάσος
συνδέεται λίγο πιο στενά με την Πάρο και, μετά το 377 π.Χ.,
ενσωματώνεται στην Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Μέσα από αυτήν, μονιμοποιεί την
επιρροή της στη στεριά, ενώ το 360 ο ρήτορας Καλλίστρατος, εξόριστος
από την Αθήνα, ιδρύει με τους Θάσιους τις Κρηνίδες κοντά στο Παγγαίο. Η
διασπορά των θασιακών νομισμάτων στη χερσόνησο του Αίμου δείχνει ποια
ήταν η οικονομική σημασία της πολιτείας την ελληνιστική εποχή. Η
οικονομική αυτή δύναμη, συμβαδίζει με μια σχετική πολιτική αυτονομίατην
οποία διατήρησε ως τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), οπότε υποτάχθηκε
στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας.
Ελληνιστική περίοδος

Το 357 π.Χ. ή το 340 π.Χ., ο Φίλιππος της Μακεδονίας επεκτείνεται στην περιοχή. Οι Θάσιοι θα διατηρήσουν υπό τη βασιλεία των Μακεδόνων μια κάποια αυτονομία. Από πολεοδομική άποψη, η επάνοδος της ευημερίας τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα γίνεται φανερή με την επαναδιευθέτηση και τον επαναπροσανατολισμό της αγοράς, που κατέχει την πεδινή έκταση ανάμεσα στο λιμάνι και τις πρώτες πλαγιές του λόφου, πλαισιωμένη από τη μεγάλη αρτηρία, που οδηγεί από το Αρτεμίσιο στο Ηράκλειο. Τα ιερά επισκευάστηκαν και αναδιευθετήθηκαν (στο Αρτεμίσιο, στο ιερό του Εβραιοκάστρου, στο Ηράκλειο), ενώ εμφανίστηκαν άλλα καινούργια (το Ποσειδώνιο, το Διονύσιο) και στο τείχος κατασκευάστηκαν νέες πύλες και άλλες επιδιορθώθηκαν.
Κατά τη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα, ευθυγραμμίστηκε το διατείχισμα, το οποίο χώριζε το λιμάνι από την πόλη, ενώ το τείχος ενισχύθηκε με πύργους στα μέσα του 3ου π.Χ αιώνα. Θεαματική είναι η ανάπτυξη των συνοικιών της πόλης, στη διάρκεια της περιόδου αυτής. Πράγματι τον 4ο π.Χ. αιώνα και στο πρώτο μισό του 3ου, παρατηρείται η μεγαλύτερη ανάπτυξη της οικοδομημένης επιφάνειας, με χώρους άνετους και καλά οργανωμένους.
Ρωμαϊκή περίοδος

Η θέση της Θάσου λοιπόν αποκαταστάθηκε, το εμπόριο
της ήταν ιδιαίτερα ανθηρό και αρκετοί πλούσιοι Θάσιοι άρχιζαν να παίζουν
ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή της περιοχής, κάνοντας τους
διαμεσολαβητές ανάμεσα στους εγκατεστημένους στη Θεσσαλονίκη άρχοντες
και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από αρχαιολογική οικιστική άποψη, η περίοδος
δεν παρουσιάζει μεγάλη δραστηριότητα και οι πληροφορίες που έχουμε είναι
λίγες. Στην αγορά χτίζεται η Λοξή Στοά (2ος π.Χ. αιώνας) και
εγκαθιδρύεται το μνημείο του Θεαγένη. Γενικά, η εικόνα της πόλης δεν
αντανακλά την εικόνα την οποία πιστεύεται ότι είχε η Θάσος την περίοδο
αυτή και έχει κανείς την εντύπωση ότι η υποχώρηση, που είχε ήδη αρχίσει
από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, εντάθηκε περισσότερο.
Όσο η Θάσος βρισκόταν υπό Ρωμαϊκή κατοχή, παρέμεινε
ελεύθερη μόνο κατ' όνομα. Γι' αυτό και ο Πλίνιος την αναφέρει ως
ελευθέρα μέχρι την εποχή των Φλαβίων, οπότε ο Βεσπασιανός (69-70 μ.Χ.)
ένωσε τη Θάσο με την επαρχία της Θράκης, η οποία αποτελεί από εδώ και
στο εξής τμήμα της κοσμοκράτειρας Ρώμης. Φαίνεται όμως ότι ενώ τα χρόνια
αυτά έχασε την ελευθερία της, ανέκτησε την παλιά της ευημερία και τον
πλούτο, όπως μαρτυρούν και οι πλούσιοι σαρκοφάγοι που σώζονται από την
εποχή αυτή.
Στα τελευταία σκιρτήματα της ρωμαϊκής δημοκρατίας, οι
Θάσιοι δε μένουν αμέτοχοι. Στην τελική αναμέτρηση των δημοκρατικών
Βρούτου και Κάσιου με τους αντιπάλους τους Αντώνιο και Οκτάβιο, που
έγινε στους Φιλίππους, η Θάσος θέλοντας και μη χρησιμοποιήθηκε ως βάση
και κέντρο επισιτισμού από τους δημοκρατικούς. Στη Θάσο μετέφερε ο
Βρούτος τον Κάσσιο, που αυτοκτόνησε στην πρώτη αυτή μάχη των Φιλίππων
αποδίδοντας του τις τελευταίες τιμές. Εκεί επίσης, μετά τη δεύτερη μάχη
και το θάνατο του Βρούτου, κατέφυγαν εδώ πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι. Το
φθινόπωρο του 42 π.Χ. πάντως, ο Αντώνιος, νικητής πλέον, επέβαλε
εναντίον της αντίποινα. Η δυσμένεια ευτυχώς δεν κράτησε για πολύ, γιατί ο
Αύγουστος και η οικογένεια του ξανάδωσαν στο νησί τα παλιά του
προνόμια, ωστόσο η πορεία και η εξέλιξη του θα είναι στο εξής
συνδεδεμένη με την ιστορία της Ρώμης και των αυτοκρατόρων της, πράγμα
που αντανακλάται στην κοινωνική του ζωή και στους θεσμούς.
Ως τον 4ο αιώνα μ.Χ. στα χρόνια του Αδριανού, η Θάσος παραμένει γεμάτη ζωντάνια και βρίσκεται σε μεγάλη άνθηση. Με τον ερχομό του Χριστιανισμού πολλαπλασιάζονται οι βασιλικές, όπως και στους Φιλίππους, όπου ο Απόστολος Παύλος έκανε το πρώτο του κήρυγμα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τέλος, στα βυζαντινά χρόνια, η Θάσος γίνεται η έδρα της Επισκοπής.
Βυζαντινή εποχή

Η διάδοση του χριστιανισμού έγινε γρήγορα, όμως το γεγονός άργησε να εκδηλωθεί, γιατί οι αρχές του νησιού φρόντιζαν με κάθε τρόπο να μη δυσαρεστούν τη Ρώμη, που η θρησκεία της ήταν η αυτοκρατορική λατρεία και η στάση της απέναντι στο χριστιανισμό εχθρική. Στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, η Θάσος ευημερούσε και οι κάτοικοι της έκτισαν όμορφες εκκλησίες.
Τον ίδιο όμως αιώνα ξεκίνησαν και οι επιδρομές των κατακτητών του νησιού από εχθρούς που επέδραμαν από το βορρά, την ανατολή και τη δύση. Οι Αβάροι ήταν αυτοί που κατέλαβαν πρώτοι τη Θάσο, τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού και παρέμειναν έως το 600 μΧ που το ανακατέλαβε ο Ηράκλειος. Το 765, σλάβοι πειρατές εισέβαλαν στο νησί κι έδιωξαν ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο Καπρώνυμος, γνωστός από την περίοδο της Εικονομαχίας, μη μπορώντας να ανακαταλάβει το νησί, ήρθε σε διαπραγματεύσεις μαζί τους. Το 904 οι Σαρακηνοί, έπειτα από την κατάληψη της Κρήτης και την καταστροφή της Θεσ/νίκης, έφτασαν και στη Θάσο. Ναυπήγησαν πλοία και κατασκεύασαν πολιορκητικές μηχανές, ενώ συγχρόνως λεηλάτησαν και μετέφεραν αρκετούς από τους κατοίκους στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και από εκεί τους πούλησαν για σκλάβους.
Το 961, η Θάσος ανήκει και πάλι στο βυζαντινό κράτος, στο θέμα της Θράκης, μέχρι το 1204. Εκείνη τη χρονιά, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Θάσος δόθηκε στον βενετό δόγη Ερρίκο Δάνδολο. Οι Βενετοί έκτισαν ανάκτορα στην ακρόπολη, διασκεύασαν το τείχος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής και έκτισαν μεγάλους πύργους σε διάφορα σημεία της πόλης, ερείπια των οποίων σώζονται ως σήμερα.
Η Θάσος επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο βυζαντινό κράτος το 1261, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το 1306, ο Τιδεδίας Ζαχαρίας είναι ο δυνάστης της Θάσου, ενώ στις αρχές του 13ου αιώνα, το νησί λεηλατείται από τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου και αργότερα από ενετούς, ισπανούς και άλλους επιδρομείς. Ο Ανδρόνικος ο Β' επιχείρησε το 1315 να αποσπάσει το νησί από τους Καταλανούς αλλά δυστυχώς η προσπάθεια του απέτυχε. Αφού έφτασε το τέλος της βυζαντινής εποχής και μέχρι το 1455μ.Χ., η Θάσος παρέμεινε υπό τους Κατελούζους ως τη στιγμή που την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Φραγκοκρατία - Ενετοκρατία

Στα 1306, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Μιχαήλ Παλαιολόγος, παραχώρησε τη Θάσο στον τυχοδιώκτη γενοβέζο Φραντσίσκο Γκατελούζο. Τα χρόνια αυτά η Θάσος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και κυρίως στον τομέα του εμπορίου. Η οικογένεια των Γκατελούζο παρέμεινε στο νησί μέχρι το 1455 μ.Χ., που η Θάσος έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Τον επόμενο αιώνα όλες τις εξελίξεις διέκρινε μια σχετική ηρεμία. Στο τέλος του 17ου αιώνα, η πειρατεία επιστρέφει, αυτή τη φορά όμως πιο έντονα. Σικελοί, Βενετοί, Γενοβέζοι, Σλάβοι, Καταλανοί, Ισπανοί αλλά ακόμη και Έλληνες πειρατές εισβάλλουν σε πόλεις και χωριά καταστρέφοντας και λεηλατώντας κόπους ετών.
Ήθη και Έθιμα της Θάσου

Στα έθιμα της Πρωτοχρονιάς εκτός από τα γνωστά έθιμα των καλάντων και του ποδαρικού που γιορτάζονται με τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα γίνεται και το σπόρδισμα των φύλλων ως εξής: κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στα αναμμένα κάρβουνα φύλλα ελιάς βάζοντας στο νου τους μια ευχή χωρίς να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο εκείνου θα πραγματοποιηθεί η ευχή του.
Επίσης το καρναβάλι της Θάσου είναι ένα πανηγύρι με πολύ βαθιές ρίζες. Εδώ εκτός των άλλων καρναβαλικών εκδηλώσεων γίνεται και το τρίψιμο του πιπεριού. Είναι ένα από τα πιο διασκεδαστικά και χαρακτηριστικά έθιμα και δίνει μια ξεχωριστή ομορφιά στο γλέντι για το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας. Ένας απ όλους κρατώντας μια ζώνη ή ένα σκουπόξυλο για να χτυπάει τους παραβάτες, είναι ο αρχηγός. Αυτός τραγουδάει μια φορά και οι άλλοι που χορεύουν το επαναλαμβάνουν. Χορεύοντας λοιπόν , γίνονται σύμφωνα με τα εκάστοτε λεγόμενα και οι ανάλογες κινήσεις. Οι παραβάτες όσοι δηλαδή δεν ακολουθούν τις υπαγορεύσεις του αρχηγού τιμωρούνται απ αυτόν με χτύπημα.
Ένα ακόμη πολύ γνωστό έθιμο τελείται την δεύτερη μέρα του Πάσχα στα Καλύβια των Λιμεναρίων και λέγεται " Για βρέξ Απρίλη μ΄". Είναι μια ανοιξιάτικη εκδήλωση για την οποία η παράδοση λέει ότι οι κάτοικοι του νησιού μαζεύονται και παρακαλούν το Θεό να βρέξει για να μην ξεραθούν τα αμπέλια και να υπάρξει καλή παραγωγή τόσο σε σταφύλια όσο και σε γλυκό θασίτικο κρασί. Στην εκδήλωση αυτή προσφέρονται μεζέδες, παραδοσιακά γλυκά και άφθονο κρασί.
Η παραδοσιακή φορεσιά της Θάσου

Βυζαντινής τεχνοτροπίας και ύφους είναι και οι ενδυματολογικές επιλογές των Θασίων γυναικών. Η τοπική ενδυμασία των αντρών, δεν έχει κανένα σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Η νησιώτικη βράκα ισορροπεί ανάμεσα στα σκέλη, που κλείνουν κάτω απ' το γόνατο. Γιλέκο σταυρωτό, παπούτσια χαμηλά, με μάλλινη κάλτσα, και κάλυμμα κεφαλιού μαύρο, σαν καθιστό φέσι.
Έτσι, στην γυναικεία φορεσιά συναντούμε βαριά και φίνα υφάσματα όπως βελούδο, μετάξι κ.α. χρυσοκεντημένα με φιστόνι και σε σχεδιαστικά μοντέλα που φανερώνουν το αρχαιοελληνικό και βυζαντινό πνεύμα στην ενδυμασία.

Τα βαρύτιμα, κυρίως μεταξωτά φστάνια ή φστάρες συναντώνται σε ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς όπως ροζ, φους, γαλάζιο κ.α. είτε μονόχρωμα είτε διανθισμένα με μοτίβα ομοίου ή άλλου χρώματος. Αμάνικα και μακριά, σχεδόν ως τον αστράγαλο, στολίζονται στο V της λαιμουδιάς και στον ποδόγυρο με χρυσαφί σιρίτια και άλλα πολύχρωμα γαϊτάνια. Ιδιαίτερα φαρδιά στο κάτω άκρο φοριούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν τα λεγόμενα «κανάτια».

Η τραχηλιά και το πκάμισο χρησιμοποιούνται ως εσώρουχα και είναι λευκά. Έτσι, μέσα από τη φστάρα, στη λαιμουδιά φοράνε την τραχηλιά, βαμβακερή ή μεταξωτή και είναι ένα χειροτέχνημα από κοπτό και δαντέλα. Η κα Άννα Παπαγεωργίου από τον Πρίνο, μας περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο όπως παρακάτω:
«Πκάμισο το λεν, όχι πουκάμισο, θα το γράψεις όπως το λέγαν. Είναι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι από κατ' έχει δαντελίτσα με «κουτσούδες», πλεκτό με το βελονάκι, άσπρο και αυτό κι η δαντέλα και τα μανίκια είναι πιο κοντά γιατί «μπαιν από παν ο αλατζάς». Δε θα βγει το πκάμισο απ'το «χερότ», ίσα-ίσα να φαίνεται λίγο η δαντέλα».

Το τσικέτο είναι το γιλέκο που φοράνε πάνω από τον αλατζά



Κάτω από την ποδιά φοράνε το ζουνάρ το οποίο είναι μονόχρωμο, κυρίως μάλλινο ενώ τα υφαντά ζουνάρια είναι βαμμένα με λουλάκι. Πάνω από το ζουνάρ και την ποδιά βάζουνε τη «πόρπα» ή αλλιώς το «μπακιροζούναρο».

Οι γυναίκες της Θάσου, σημειώνουμε ότι παλαιότερα είχανε πλεξίδες, οι οποίες πολλές φορές έφταναν έως την «κλείτσα», δηλαδή την κλείδωση του γόνατου. Τέλος, στα πόδια φοράνε τα σκφούνια, άσπρες κάλτσες πλεχτές με βελόνες, που το χειμώνα είναι μάλλινες και το καλοκαίρι βαμβακερές. Όσον αφορά τα υποδήματα πριν από την εμφάνιση των δερμάτινων παπουτσιών φορούσανε βελούδινες παντόφλες ή πασούμια.
Καταγράφοντας πληροφορίες για τα κοσμήματα που στολίζουν τη φορεσιά ακούσαμε την κυρία Γαλάνη Παναγιώτα να μας αφηγείται:
«στη λαιμουδιά φορούσαν καρφίτσες χρυσές και καδένες. Είχε η γιαγιά 'μ μια καδένα μπρούστο μάλλον την έλεγαν, με πέτρες κόκκινες, μπλε και κίτρινες. Αυτό το έπιανε όχι στο τσικέτο, αλλά επάν στο φστάνι, εδώ που έχει τα νερβύρια. Φορούσαν και σκλαρίκια. Φλουριά έβαζαν οι πλούσιες στην ποδιά.».
Επιμέλεια "ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ"
http://www.thassos-island.gr/
http://www.e-thasos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου