Όσα
νομίσματα ανελκύσθηκαν από το ναυάγιο βρέθηκαν συσσωρευμένα σε μάζες με
προϊόντα διάβρωσης και θαλάσσια υλικά. Μερικά παρουσιάζουν εκτεταμένη
φθορά και απώλεια υλικού. Πρόκειται για 36 αργυρά και για περισσότερα
από 40 χάλκινα.
Από τα έξι χάλκινα νομίσματα, τα οποία ήταν δυνατόν να ταυτισθούν, αναγνωρίσθηκαν τρία σικελικά, δύο της Κατάνης, με χρονολογία κοπής 187-170 π.Χ. και ένα της Πανόρμου του 1ου αι. π.Χ., καθώς και τρία μικρασιατικά, ένα της Κνίδου, κοπής 250-210 π.Χ., και δύο της Εφέσου, κοπής του 70-60 ή 48-27 π.Χ. Η παρουσία των χάλκινων κοπών από διαφορετικές περιοχές της Μεσογείου δείχνει τη μεγάλη ακτίνα πλεύσης του πλοίου.
Όλες οι αργυρές κοπές είναι κιστοφορικά τετράδραχμα και ανήκουν στο ίδιο σύνολο, αποτελώντας ένα θησαυρό. Τριάντα δύο τετράδραχμα προέρχονται από το νομισματοκοπείο της Περγάμου και η κοπή τους χρονολογείται από 104 έως το 67 π.Χ. Τα υπόλοιπα τέσσερα έχουν κοπεί από την Έφεσο από το 94/93 (ή 89/88 π.Χ.) έως το 82/81 (ή 77/76) π.Χ. Η ονομασία τους κιστοφόροι (λατ. cistophori) οφείλεται στον εμπροσθότυπό τους, ο οποίος απεικονίζει ιερή κίστη (λατ. cysta mystica), δηλ. ένα κυλινδρικό πλεκτό καλάθι, γνωστό από τη διονυσιακή λατρεία, μέσα σε στεφάνι κισσού. Στην οπίσθια όψη εμφανίζονται δύο φίδια περιελιγμένα γύρω από γωρυτό, μια θήκη για βέλη και τόξο, ένα από τα όπλα του Ηρακλή. Η συγκεκριμένη εικονογραφία συνδέεται με την ιδιαίτερη θέση της λατρείας του Διονύσου στην Πέργαμο και την αναγωγή της καταγωγής των ηγεμόνων της από τον Ηρακλή. Οι κιστοφόροι κόπηκαν στο όνομα αρκετών πόλεων της Μικράς Ασίας και φαίνεται ότι υπήρχε κεντρική εκδίδουσα αρχή υπό τον έλεγχο των Ατταλιδών. Ήταν κατά 25% ελαφρύτεροι από τα αττικά τετράδραχμα αλλά επιβάλλονταν ως ισότιμοι με αυτά στην επικράτεια του βασιλείου των Ατταλιδών. Για αυτό δεν κυκλοφόρησαν σε άλλες περιοχές, αφού σε αυτές θα γίνονταν δεκτά με το βάρος τους και όχι με την ονομαστική τους αξία.
Ο νομισματικός θησαυρός από το ναυάγιο των Αντικυθήρων παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι είναι μέχρι τώρα το μοναδικό εύρημα, το οποίο αποτελείται εξ ολοκλήρου από κιστοφόρους και έχει βρεθεί εκτός Μικράς Ασίας. Επιπλέον, είναι από τους ελάχιστους, στους οποίους αντιπροσωπεύονται μόνο τα νομισματοκοπεία της Περγάμου και της Εφέσου. Ο θησαυρός των κιστοφόρων παρέχει την ασφαλέστερη χρονολογική ένδειξη για το ναυάγιο, από νομισματικής πλευράς. Το σύνολο είναι δυνατόν να έκλεισε πριν από το 60 π.Χ., αν και δεν αποκλείεται να σχηματίστηκε και λίγο αργότερα. Η ανεύρεση θησαυρού με κιστοφόρους εκτός της Μικράς Ασίας σχετίζεται μάλλον με εμπορικές πρακτικές. Είναι δηλ. πιθανόν ότι κάποιοι έμποροι, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν από και προς την επαρχία της Ασίας, κατά τον απόπλου από κάποιο μικρασιατικό λιμάνι να έπαιρναν μαζί τους κιστοφόρους με την προοπτική να τους χρησιμοποιήσουν σε επόμενο ταξίδι τους εκεί. Με αυτόν τον τρόπο θα απέφευγαν την ανταλλαγή στους τραπεζίτες, οι οποίοι εισέπρατταν προμήθεια. Η παρουσία των δύο χάλκινων κοπών της Εφέσου, μάλλον σύγχρονες προς οψιμότερα κιστοφορικά υπαινίσσεται ότι το πλοίο είχε ελλιμενισθεί στην Έφεσο πριν από τη βύθισή του.
Υλικό: Άργυρος και χαλκός
Προέλευση: Ναυάγιο Αντικυθήρων. Από την ανέλκυση του 1976
Χρονολόγηση: 104 - 82/81 ή 77/76 π.Χ. (τα αργυρά) και 3ος -1ος αι. π.Χ. (τα χαλκά)
Aρ. ευρ.: Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο, αρ. κατ. BΠ. 707: 19.024
Χώρος έκθεσης: Πτέρυγα Περιοδικών Εκθέσεων, Αίθουσα Ι
Πηγή: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Από τα έξι χάλκινα νομίσματα, τα οποία ήταν δυνατόν να ταυτισθούν, αναγνωρίσθηκαν τρία σικελικά, δύο της Κατάνης, με χρονολογία κοπής 187-170 π.Χ. και ένα της Πανόρμου του 1ου αι. π.Χ., καθώς και τρία μικρασιατικά, ένα της Κνίδου, κοπής 250-210 π.Χ., και δύο της Εφέσου, κοπής του 70-60 ή 48-27 π.Χ. Η παρουσία των χάλκινων κοπών από διαφορετικές περιοχές της Μεσογείου δείχνει τη μεγάλη ακτίνα πλεύσης του πλοίου.
Όλες οι αργυρές κοπές είναι κιστοφορικά τετράδραχμα και ανήκουν στο ίδιο σύνολο, αποτελώντας ένα θησαυρό. Τριάντα δύο τετράδραχμα προέρχονται από το νομισματοκοπείο της Περγάμου και η κοπή τους χρονολογείται από 104 έως το 67 π.Χ. Τα υπόλοιπα τέσσερα έχουν κοπεί από την Έφεσο από το 94/93 (ή 89/88 π.Χ.) έως το 82/81 (ή 77/76) π.Χ. Η ονομασία τους κιστοφόροι (λατ. cistophori) οφείλεται στον εμπροσθότυπό τους, ο οποίος απεικονίζει ιερή κίστη (λατ. cysta mystica), δηλ. ένα κυλινδρικό πλεκτό καλάθι, γνωστό από τη διονυσιακή λατρεία, μέσα σε στεφάνι κισσού. Στην οπίσθια όψη εμφανίζονται δύο φίδια περιελιγμένα γύρω από γωρυτό, μια θήκη για βέλη και τόξο, ένα από τα όπλα του Ηρακλή. Η συγκεκριμένη εικονογραφία συνδέεται με την ιδιαίτερη θέση της λατρείας του Διονύσου στην Πέργαμο και την αναγωγή της καταγωγής των ηγεμόνων της από τον Ηρακλή. Οι κιστοφόροι κόπηκαν στο όνομα αρκετών πόλεων της Μικράς Ασίας και φαίνεται ότι υπήρχε κεντρική εκδίδουσα αρχή υπό τον έλεγχο των Ατταλιδών. Ήταν κατά 25% ελαφρύτεροι από τα αττικά τετράδραχμα αλλά επιβάλλονταν ως ισότιμοι με αυτά στην επικράτεια του βασιλείου των Ατταλιδών. Για αυτό δεν κυκλοφόρησαν σε άλλες περιοχές, αφού σε αυτές θα γίνονταν δεκτά με το βάρος τους και όχι με την ονομαστική τους αξία.
Ο νομισματικός θησαυρός από το ναυάγιο των Αντικυθήρων παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι είναι μέχρι τώρα το μοναδικό εύρημα, το οποίο αποτελείται εξ ολοκλήρου από κιστοφόρους και έχει βρεθεί εκτός Μικράς Ασίας. Επιπλέον, είναι από τους ελάχιστους, στους οποίους αντιπροσωπεύονται μόνο τα νομισματοκοπεία της Περγάμου και της Εφέσου. Ο θησαυρός των κιστοφόρων παρέχει την ασφαλέστερη χρονολογική ένδειξη για το ναυάγιο, από νομισματικής πλευράς. Το σύνολο είναι δυνατόν να έκλεισε πριν από το 60 π.Χ., αν και δεν αποκλείεται να σχηματίστηκε και λίγο αργότερα. Η ανεύρεση θησαυρού με κιστοφόρους εκτός της Μικράς Ασίας σχετίζεται μάλλον με εμπορικές πρακτικές. Είναι δηλ. πιθανόν ότι κάποιοι έμποροι, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν από και προς την επαρχία της Ασίας, κατά τον απόπλου από κάποιο μικρασιατικό λιμάνι να έπαιρναν μαζί τους κιστοφόρους με την προοπτική να τους χρησιμοποιήσουν σε επόμενο ταξίδι τους εκεί. Με αυτόν τον τρόπο θα απέφευγαν την ανταλλαγή στους τραπεζίτες, οι οποίοι εισέπρατταν προμήθεια. Η παρουσία των δύο χάλκινων κοπών της Εφέσου, μάλλον σύγχρονες προς οψιμότερα κιστοφορικά υπαινίσσεται ότι το πλοίο είχε ελλιμενισθεί στην Έφεσο πριν από τη βύθισή του.
Υλικό: Άργυρος και χαλκός
Προέλευση: Ναυάγιο Αντικυθήρων. Από την ανέλκυση του 1976
Χρονολόγηση: 104 - 82/81 ή 77/76 π.Χ. (τα αργυρά) και 3ος -1ος αι. π.Χ. (τα χαλκά)
Aρ. ευρ.: Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο, αρ. κατ. BΠ. 707: 19.024
Χώρος έκθεσης: Πτέρυγα Περιοδικών Εκθέσεων, Αίθουσα Ι
Πηγή: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου