Ρολόγια και σπαθιά, φορεσιές και αντίκες, πολυθρόνες, δραχμές και κιτρινισμένες αφίσες, καθρέφτες και ξεκούρδιστα βιολιά, σκονισμένοι πίνακες και αγάλματα θεοτήτων, προπολεμικά ραδιόφωνα, δίσκοι βινυλίου και κόμικς του Καρλ Μπαρκς. Μπορούμε να συνεχίσουμε την παράθεση αντικειμένων αλά «Μελωδία της Ευτυχίας», αλλά ήδη έχετε πάρει μία ιδέα για το «παζάρι αναμνήσεων» στο οποίο περάσαμε το μισό μας Σάββατο, αναζητώντας τα μυστικά της τέχνης του παλαιοπώλη.
Ο λαβύρινθος του παλιού ξεκινά από τα πρώτα βήματα στην οδό Ηφαίστου. «Τον χάσαμε…», ακούγεται σχεδόν θρηνώντας ο κύριος Αχιλλέας, που εξασκεί το επάγγελμα από το 1979 στην πρώτη στοά της υπαίθριας αγοράς. «Ποιον χάσατε;» τον ρωτάω, για να καταλάβω αμέσως το νόημα της απώλειας: «Αυτόν τον πολυέλαιο. Μόλις τον αγόρασαν. Μόνο 1.200 ευρώ». Κι αν με το άκουσμα αυτού του ποσού δεν έχει ήδη χαθεί η ψευδαίσθηση ότι παλαιοπωλείο σημαίνει «φθηνές παλιατζούρες», τα επόμενα λόγια του κυρίου Αχιλλέα φρόντισαν γι’ αυτό: «Εγώ 1.800 τον έδινα. Αλλά, τι να κάνουμε. Κοίτα τι όμορφος!»
Ο κύριος Αχιλλέας προμηθεύεται τα αντικείμενα που στοιβάζει μέσα στην «χρονομηχανή» του από γυρολόγους, αλλά και από ιδιώτες που έρχονται πλέον μαζικά και πουλούν τα πράγματά τους λόγω κρίσης, όπως λέει. Κι αν νομίζετε ότι ο πολυέλαιος ήταν το πιο ακριβό αντικείμενο εκεί μέσα, γράψτε λάθος. Ο έμπειρος παλαιοπώλης μου δείχνει ένα απροσδιόριστο όπλο, κρεμασμένο ανάμεσα σε σπαθιά και πολεμικές στολές: «9.000 ευρώ», λέει κοφτά, εξηγώντας με καμάρι: «Είναι τουφέκι-ξίφος από το 1700!»
Όπως μας λέει ο κ. Αχιλλέας, οι τιμές στο παλαιοπωλείο του κυμαίνονται από τα 5 ευρώ μέχρι τις 9.000 ευρώ, αλλά όπως και να ‘χει, «κάθε πώληση είναι και αποχωρισμός». Και με έναν αναστεναγμό, ξανακάθεται στην ψάθινη καρέκλα του, πιάνει το σταυρόλεξο που είχε αφήσει στη μέση και ρωτά φωναχτά απευθυνόμενος σε όλη τη στοά: «Γυναίκα γαλαζοαίματη…;»
Ο κύριος Αχιλλέας προμηθεύεται τα αντικείμενα που στοιβάζει μέσα στην «χρονομηχανή» του από γυρολόγους, αλλά και από ιδιώτες που έρχονται πλέον μαζικά και πουλούν τα πράγματά τους λόγω κρίσης, όπως λέει. Κι αν νομίζετε ότι ο πολυέλαιος ήταν το πιο ακριβό αντικείμενο εκεί μέσα, γράψτε λάθος. Ο έμπειρος παλαιοπώλης μου δείχνει ένα απροσδιόριστο όπλο, κρεμασμένο ανάμεσα σε σπαθιά και πολεμικές στολές: «9.000 ευρώ», λέει κοφτά, εξηγώντας με καμάρι: «Είναι τουφέκι-ξίφος από το 1700!»
Όπως μας λέει ο κ. Αχιλλέας, οι τιμές στο παλαιοπωλείο του κυμαίνονται από τα 5 ευρώ μέχρι τις 9.000 ευρώ, αλλά όπως και να ‘χει, «κάθε πώληση είναι και αποχωρισμός». Και με έναν αναστεναγμό, ξανακάθεται στην ψάθινη καρέκλα του, πιάνει το σταυρόλεξο που είχε αφήσει στη μέση και ρωτά φωναχτά απευθυνόμενος σε όλη τη στοά: «Γυναίκα γαλαζοαίματη…;»
Η γοητεία του παλιού
Λίγα στενά πιο πέρα, στο αγαπημένο δρομάκι της Νορμανού –ακριβώς απέναντι από το TAF- παρελαύνουν αγάλματα και όμορφα έπιπλα: Νέα άφιξη, το παλαιοπωλείο του κ.Μπάμπη Κατζουράκη γεμίζει με εμπόρευμα. Φροντίζει ωστόσο να κάνει ένα διάλειμμα για να μας μιλήσει για την τέχνη, την γοητεία του παλιού και τον νεοπλουτισμό.
«Ο συλλέκτης που αγαπάει το ωραίο έχει το μικρόβιο στο DNA του. Ακόμη κι αν πεινάει, θα έρθει να αγοράσει αυτό που του άρεσε», λέει για την σταθερή πελατεία των παλαιοπωλείων, που δεν σταματούν να κυνηγούν το ωραίο, ακόμη και σε περίοδο κρίσης. «Υπάρχουν και οι νεόπλουτοι που τα αγοράζουν απλώς για να αποκτήσουν πρεστίζ και όχι γιατί αγαπούν την τέχνη. Υπήρχε μια σκηνή στην Μαντάμ Σουσού, όπου η Άννα Παναγιωτοπούλου θέλει να κάνει εντύπωση και πηγαίνει να αγοράσει έναν πίνακα. Ο πωλητής της δείχνει έναν λέγοντας της πως είναι λάδι σε μουσαμά. Εκείνη ρωτά: “Το λάδι είναι εκλεκτής ποιότητας;”», λέει με νόημα ο κ. Μπάμπης που ξεκίνησε να ασχολείται με το αντικείμενο από τα 17 του, όταν αποφάσισε να εκπαιδευθεί ως συντηρητής έργων τέχνης.
«Το παλιό έχει μια αισθητική αλλόκοτη, κρύβει ένα μυστήριο, το μυστήριο του χρόνου. Δες αυτό το γλυπτό της γονιμότητας. Φτιάχτηκε το 1730. Σκέψου πόσα τάματα τοποθέτησαν πάνω του, πόσοι το προσκύνησαν». Ο κύριος Μπάμπης συνεχίζει να αναπολεί μπροστά σε μία παλιά ξύλινη πόρτα που έφερε από την Χίο. «Πόσα χιλιάδες χέρια χτύπησαν αυτή την πόρτα… Πόσα συναισθήματα όταν άνοιγε… Δες τώρα και αυτό το γλυπτό που είναι ολοκαίνουριο. Δεν δημιουργεί κανένα από αυτά τα συναισθήματα. Η φθορά είναι αυτή που ντύνει το παλιό αντικείμενο με την συναισθηματική αξία», λέει.
Η Αναγέννηση… στο Μοναστηράκι
«Γιουσουρούμ» σκέφτονται ο κύριος Μπάμπης και οι γιοι του να ονομάσουν το νέο τους παλαιοπωλείο, ενώ σκοπεύουν να το γεμίσουν με ευρωπαϊκές αντίκες, καθώς ο ιδιοκτήτης του τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τα γαλλικά έπιπλα περασμένων αιώνων. «Στην Ελλάδα δεν υπήρχε τέχνη στους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Το μόνο που είχαμε ήταν σοφράδες. Ενώ όλα τα γαλλικά έπιπλα και διακοσμητικά που θα δεις εδώ είναι βγαλμένα από παλάτια, από αριστοκρατικά σπίτια».
Τα περισσότερα από αυτά, ο ιδιοκτήτης του παλαιοπωλείου τα προμηθεύεται από δημοπρασίες του εξωτερικού, στις οποίες παρίσταται ο ίδιος, κυνηγώντας συνεχώς το ωραίο. Οι πραγματικές ευκαιρίες όμως κρύβονται αλλού: «Όταν ξεκίνησα την δουλειά, ένας γέρος παλαιοπώλης μου έμαθε το εξής: Το πραγματικό έργο τέχνης θα το πάρεις ή πολύ ακριβά ή τζάμπα. Είναι νόμος». Όπως εξηγεί, πολλοί είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν την αξία των αντικειμένων που βρίσκονται σκονισμένα στο πατάρι τους και τα ξεφορτώνονται όσο-όσο.
Η «οικογένεια» της Ερμού
Βγαίνοντας προς την Ερμού, το σκηνικό δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Οι αντίκες και τα κάθε λογής παλιά αντικείμενα σκεπάζουν μέχρι και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ παζάρια εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. «Θα κόψεις κάτι;» λέει ναζιάρικα η υποψήφια ιδιοκτήτρια ενός χρυσοποίκιλτου καθρέφτη, ενώ ο παλαιοπώλης το παίζει δύσκολος: «Τι να κόψω, τζάμπα είναι κυρία μου!»
«Το παλιό έχει μια αισθητική αλλόκοτη, κρύβει ένα μυστήριο, το μυστήριο του χρόνου. Δες αυτό το γλυπτό της γονιμότητας. Φτιάχτηκε το 1730. Σκέψου πόσα τάματα τοποθέτησαν πάνω του, πόσοι το προσκύνησαν». Ο κύριος Μπάμπης συνεχίζει να αναπολεί μπροστά σε μία παλιά ξύλινη πόρτα που έφερε από την Χίο. «Πόσα χιλιάδες χέρια χτύπησαν αυτή την πόρτα… Πόσα συναισθήματα όταν άνοιγε… Δες τώρα και αυτό το γλυπτό που είναι ολοκαίνουριο. Δεν δημιουργεί κανένα από αυτά τα συναισθήματα. Η φθορά είναι αυτή που ντύνει το παλιό αντικείμενο με την συναισθηματική αξία», λέει.
Η Αναγέννηση… στο Μοναστηράκι
«Γιουσουρούμ» σκέφτονται ο κύριος Μπάμπης και οι γιοι του να ονομάσουν το νέο τους παλαιοπωλείο, ενώ σκοπεύουν να το γεμίσουν με ευρωπαϊκές αντίκες, καθώς ο ιδιοκτήτης του τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τα γαλλικά έπιπλα περασμένων αιώνων. «Στην Ελλάδα δεν υπήρχε τέχνη στους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Το μόνο που είχαμε ήταν σοφράδες. Ενώ όλα τα γαλλικά έπιπλα και διακοσμητικά που θα δεις εδώ είναι βγαλμένα από παλάτια, από αριστοκρατικά σπίτια».
Τα περισσότερα από αυτά, ο ιδιοκτήτης του παλαιοπωλείου τα προμηθεύεται από δημοπρασίες του εξωτερικού, στις οποίες παρίσταται ο ίδιος, κυνηγώντας συνεχώς το ωραίο. Οι πραγματικές ευκαιρίες όμως κρύβονται αλλού: «Όταν ξεκίνησα την δουλειά, ένας γέρος παλαιοπώλης μου έμαθε το εξής: Το πραγματικό έργο τέχνης θα το πάρεις ή πολύ ακριβά ή τζάμπα. Είναι νόμος». Όπως εξηγεί, πολλοί είναι αυτοί που δεν γνωρίζουν την αξία των αντικειμένων που βρίσκονται σκονισμένα στο πατάρι τους και τα ξεφορτώνονται όσο-όσο.
Η «οικογένεια» της Ερμού
Βγαίνοντας προς την Ερμού, το σκηνικό δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Οι αντίκες και τα κάθε λογής παλιά αντικείμενα σκεπάζουν μέχρι και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ενώ παζάρια εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας. «Θα κόψεις κάτι;» λέει ναζιάρικα η υποψήφια ιδιοκτήτρια ενός χρυσοποίκιλτου καθρέφτη, ενώ ο παλαιοπώλης το παίζει δύσκολος: «Τι να κόψω, τζάμπα είναι κυρία μου!»
Κάπου εκεί βρίσκεται και το παλαιοπωλείο του κ. Ανδρέα Λαού, η Gallery των Λαών, που αποτελεί κυριολεκτικά τον παράδεισο των παλιών ρολογιών - εκεί προφανώς πάνε όλα τα ρολόγια όταν «πεθάνουν» αν κρίνουμε από την τεράστια συλλογή του κυρίου Ανδρέα, που τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τα «φιλελληνικά», αυτά δηλαδή με παραστάσεις από την ελληνική επανάσταση.
Αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των παλαιοπωλείων, μιας και σχεδόν όλα βρίσκονται στην ίδια περιοχή. «Σχεδόν όλοι είμαστε τρίτη γενιά παλαιοπωλών. Οι πατεράδες μας γνωρίζονταν, οι παππούδες μας ήταν σαν αδέρφια… Μια οικογένεια είμαστε», λέει. Μπορεί να έχουν χτυπηθεί από την κρίση, αφού όπως μας εκμυστηρεύεται, εκατοντάδες άτομα μπαίνουν, αλλά ελάχιστοι πλέον αγοράζουν, όμως αυτή την δουλειά δεν θα την άλλαζε με τίποτα. «Αυτό το κυνήγι δεν σε κουράζει ποτέ, δεν έχει αρχή και τέλος» λέει με σιγουριά, ενώ από την καθημερινότητά του ξεχωρίζει την ιεροτελεστία του παζαριού με τον πελάτη: «Μοναστηράκι χωρίς παζάρι, δεν υπάρχει», λέει.
Στην χρονομηχανή της Αβησσυνίας
Βόλτα στα παλαιοπωλεία χωρίς μια στάση στο μεσημεριανό bazaar της πλατείας Αβησσυνίας δεν νοείται. Έτσι, καταλήξαμε εκεί, να χαζεύουμε επί ώρες τα μικρο-αντικείμενα στους πάγκους και στα λίγα μόνιμα παλαιοπωλεία. Στο κέντρο της πλατείας, μία σταθερή θέση έχει πιάσει το κατάστημα του κ. Βασίλη Μοτάκη. Αφού γυρίζει τον διακόπτη του ραδιόφωνου-αντίκας, το οποίο αυτόματα πιάνει έναν «παριζιάνικο» σκοπό απολύτως ταιριαστό με το κλίμα της γειτονιάς, ο κ. Βασίλης κάθεται να μας μιλήσει για το «παζάρι των αναμνήσεων».
«Αυτή την δουλειά την αγαπάω. Μαζεύω συλλεκτικά αντικείμενα, τα οποία απευθύνονται σε πιο “ειδικούς” πελάτες, ενώ τα πιο απλά, τα πιο καθημερινά και εμπορικά αντικείμενα, είναι για την συντήρηση της επιχείρησης, αφού αγοράζονται πιο εύκολα», εξηγεί. Όπως μας λέει, ο ίδιος επιμελείται και την συντήρηση των αντικειμένων που προμηθεύεται, στο ειδικό εργαστήριό του.
Σε κατ’ εξοχήν τουριστική περιοχή, θα περίμενε κανείς τα μαγαζιά στο Μοναστηράκι να δουλεύουν χάρη στους τουρίστες. Όχι τα παλαιοπωλεία, μας εξηγεί ο κ. Βασίλης. «Οι τουρίστες περνούν, αλλά δεν παίρνουν», λέει και μας αφήνει να φωτογραφίσουμε τους «θησαυρούς» του, όσο ετοιμάζεται σιγά-σιγά να κλείσει.
Το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιποι παλαιοπώληδες της πλατείας, σκεπάζοντας την πραμάτεια τους. Την ίδια ώρα, μία ομάδα νέων παιδιών περνά μοιράζοντας «Free Hugs», και πολλοί από τους πωλητές ανταποκρίνονται, αποδεικνύοντας ότι εκτός από παλιό εμπόρευμα, έχουν και νέα, ανοιχτά μυαλά. Ένας ηλικιωμένος κύριος στην τελευταία γωνία μαζεύει τα τελευταία του αντικείμενα και όσο τα βάζει μέσα στην τσάντα του, δίνει το σύνθημα για να κλείσει η αυλαία με τον πιο απρόσμενα χαριτωμένο τρόπο: «Λέιντιζ ε τζέντλεμεν, η παράσταση τελείωσε για σήμερα. Τουμόρο μόρνι σας περιμένουμε πάλι. Αν αργήσετε, δεν θα φάμε. Θα ‘χουμε γλαρόσουπα».
πηγή, http://www.in2life.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου