Σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές
Όταν ο Όργουελ έπινε τον καφέ του σε επαρχιακό καφενεδάκι της Αγγλίας πέρασε από μπροστά του ένα θεόρατο άλογο που το κατηύθυνε ένα θρασύ μικροσκοπικό πιτσιρίκι. Ο Όργουελ έμεινε κατάπληκτος από την αφέλεια του τεράστιου ζώου που δεχόταν τη βίαιη συμπεριφορά του πιτσιρίκου χωρίς την παραμικρή αντίδραση, πέρα από το δεδομένο της υποταγής. Η παθητική απάθεια του αλόγου και η πρωτόγονη, στα πλαίσια του αυτονόητου, εξουσιαστική ισχύς του πιτσιρίκου σε συνδυασμό με την απολύτως αντίστροφη πραγματικότητα, από άποψη μεγέθους και δύναμης παιδιού κι αλόγου, έθεσαν στον Όργουελ δύο ερωτήματα: «Πώς είναι δυνατό το άλογο να αποδέχεται την τυραννία του πιτσιρίκου;» και «τι θα γινόταν αν το άλογο σταματούσε να υπακούει;»
Κάπως έτσι λέει ο μύθος ότι γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου «Η Φάρμα των ζώων», βιβλίο που έκανε παγκοσμίως διάσημο τον Όργουελ και που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του. Η «Φάρμα των ζώων» είναι ίσως δημοφιλέστερη κι από το «1984».
Ο μύθος του βιβλίου γνωστός. Τα ζώα μιας φάρμας επαναστατούν, διώχνουν από το κτήμα τον αγρότη δυνάστη κι εγκαθιδρύουν τη δική τους λαϊκή εξουσία. Διαχειριστές της εξουσίας είναι τα γουρούνια που είναι πιο έξυπνα και πιο μορφωμένα από τα άλλα ζώα, φυσικά με τις επευφημίες του ζωικού πλήθους,
κι εδώ ακριβώς αρχίζει ο μύθος. Το θέμα δηλαδή δεν είναι η ανατροπή του δυνάστη, κάτι που συμβαίνει σχετικά γρήγορα, αλλά το τι έπεται. Πώς δηλαδή γίνεται η διαχείριση της εξουσίας που οφείλει να εκφράσει τις λαϊκές μάζες και που γεννήθηκε άμεσα από αυτές, αφού δεν είναι καν αποτέλεσμα εκλογών, με τις αναπόφευκτες αλλοιώσεις ή συμβιβασμούς που εμπεριέχουν, αλλά προϊόν άμεσης κι ομόφωνης επαναστατικής πράξης, απολύτως συνειδητής που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παραχωρήσεων ή παρεξηγήσεων. Ο Όργουελ προεκτείνοντας, θα έλεγε κανείς τους μύθους του Αισώπου, παρουσιάζει το πολιτικό παραμύθι των προδομένων επαναστάσεων. Τα γουρούνια σιγά – σιγά αποκτούν την αλαζονεία της εξουσίας, διαχωρίζονται από το πλήθος και υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα που πλέον δεν έχουν καμία σχέση με τα ιδεώδη της επανάστασης που δήθεν εκπροσωπούν.
Ο Όργουελ για μια ακόμη φορά έχει το βλέμμα του στραμμένο στη Σοβιετική Ένωση. Εξοργισμένος από τις εμπειρίες του κατά τον ισπανικό εμφύλιο και τις καταδίκες γνήσιων αγωνιστών και φίλων του που εκτελέστηκαν (ή απλώς εξαφανίστηκαν) με ψεύτικες κατηγορίες για δήθεν συνωμοσίες με φασιστικά στοιχεία και παρακολουθώντας τις δίκες της Μόσχας και τις απίστευτες εκτελέσεις, ομολογίες, σκευωρίες κτλ που διαπράχτηκαν, έχασε κάθε εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση Στάλιν και συμπέρανε ότι το σοβιετικό καθεστώς αντί να διαδίδει την επανάσταση σε όλο τον κόσμο διαπραγματευόταν με καθαρά καπιταλιστικούς - ιμπεριαλιστικούς όρους το μοίρασμα του κόσμου και αντί να φροντίζει για την ευημερία των προλετάριων κατάπινε τα παιδιά του. Έφτασε μάλιστα να πιστεύει ότι το σοβιετικό πρότυπο είναι απίστευτα ζημιογόνο για τους σοσιαλιστές του υπόλοιπου κόσμου: « Στην Ισπανία κατάλαβα, πιο καθαρά από ποτέ, την αρνητική επιρροή που ασκεί ο σοβιετικός μύθος πάνω στο δυτικό σοσιαλιστικό κίνημα». Πάνω σ’ αυτή τη βάση χτίζεται «Η Φάρμα των Ζώων».
Ο Ναπολέων, που είναι ο αρχηγός των γουρουνιών, είναι ολοφάνερα ο Στάλιν κι ο Σνόουμπωλ, που αποτελεί την προδοτική φυσιογνωμία της επανάστασης, είναι ο Τρότσκι. Μετά τη λαϊκή νίκη των ζώων πραγματοποιείται η ανασύσταση της φάρμας που φυσικά απαιτεί μόχθο και θυσίες από τα ζώα αγωνιστές. Δουλεύουν σκληρά, στα όρια του απάνθρωπου, προκειμένου να χτίσουν την ιδανική επαναστατική κοινωνία πάνω σε στέρεες βάσεις και να γνωρίσουν επιτέλους την κοινωνική ευημερία πάνω στους νόμους της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Όργουελ περιγράφει πολύ παραστατικά τις αιματηρές θυσίες των ζώων που πιστεύουν ολόψυχα στο κοινωνικό όραμα. Ο καθημερινός μόχθος για το χτίσιμο του μύλου παίρνει συγκινητικές διαστάσεις. Σιγά – σιγά όμως βλέπουν την εξουσία να γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτική, όλο και πιο αυταρχική και βίαια, τις εργατοώρες να αυξάνουν και το φαΐ τους να μειώνεται. Ένας διαρκής φόβος μουδιάζει τους πάντες. Το φάντασμα του Σνόουμπωλ, που αν και απών συνεχίζει να συνωμοτεί, η δεδομένη εχθρότητα όλων των γειτόνων που εποφθαλμιούν τη φάρμα, οι διαρκείς και παράλογες ομολογίες προδοτών και κυρίως η αγωνία για την εκπλήρωση του οράματος δικαιολογούν κάθε φρικαλεότητα. Φτάνουμε στο σημείο να παρακολουθούμε ομαδικές εκτελέσεις. Τα ζώα πνίγονται από τη μυρωδιά του φρέσκου αίματος και πολλοί ομολογούν ότι με την προηγούμενη ανθρώπινη διοίκηση τέτοια περιστατικά δεν υπήρχαν και το φαΐ ήταν περισσότερο. Ο Ναπολέων κυκλοφορεί όλο και σπανιότερα, φήμες λένε ότι είναι κλεισμένος στο σπίτι που είχε πριν ο αγρότης, ότι έχει απίστευτη φρουρά κι ότι τρώει πλουσιοπάροχο φαγητό που παραγγέλνει από ακριβό εστιατόριο. Έχει μάλιστα κι ένα μικρό γουρουνάκι που δοκιμάζει την τροφή πριν από αυτόν για να προληφθεί ενδεχόμενο δηλητηρίασης. Συνεχώς εμφανίζεται με καινούρια μετάλλια που επινοεί ο ίδιος και προσφέρει στον εαυτό του. Διαρκώς κατηγορεί προδότες, ζητάει περισσότερη εργασία και διαπραγματεύεται την εξωτερική πολιτική της φάρμας παζαρεύοντας προϊόντα που προσπαθεί να πουλήσει στις γειτονικές φάρμες. Η φάρμα εμπλέκεται σε πόλεμο και ζητείται νέα αιματοχυσία των ζώων για την επανάσταση. Η τελική νίκη βρίσκει τα ζώα εξαθλιωμένα και το Ναπολέοντα πιο υπερόπτη από ποτέ. Τελικά αποκτά όλες τις συνήθειες του ανθρώπου που αντικατέστησε (πίνει αλκοόλ, φοράει τα ρούχα του, παίζει χαρτιά, περπατά στα δύο πόδια, δίνει στη γυναίκα του να φορά τα φορέματα της γυναίκας του αγρότη κτλ.) και επιβάλλει τέτοια πειθαρχία στα ζώα που όταν πλέον συναντιέται επί ίσοις όροις με τους αγρότες ιδιοκτήτες των γύρω αγροκτημάτων κερδίζει τα συγχαρητήριά τους για τον τρόπο που λειτουργεί τη φάρμα του. Έκπληκτοι διατείνονται ότι θα κόψουν κι αυτοί τις πολλές ελευθερίες που έχουν δώσει και θα μιμηθούν τα δικά του πρότυπα.
Το αν όλα αυτά που περιγράφει ο Όργουελ (από το 1944) επαληθεύτηκαν επακριβώς ή κατά προσέγγιση στη Σοβιετική Ένωση έχει μικρή σημασία. (Εξάλλου κι ο ίδιος ο Όργουελ ομολογεί ότι δεν πήγε ποτέ στη Σοβιετική Ένωση κι ότι όλα αυτά τα εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες του στον ισπανικό εμφύλιο κι από την πληροφόρηση που είχε για την ΕΣΣΔ). Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το πολύπλοκο θέμα της εξουσίας είναι αδύνατο να περιοριστεί αποκλειστικά στο σοβιετικό καθεστώς, αλλά έχει σαφέστατα παγκόσμιες διαστάσεις. Και δεν μιλάμε για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα όπου οι σχέσεις είναι προφανείς. Μιλάμε για τις δημοκρατίες όλου του κόσμου όπου εκλέγονται κυβερνήσεις που είναι αρεστές στο λαό και που εκπροσωπούν τα δικαιώματα και τις επιθυμίες του λαού. Όπου οι πολιτικοί αποφασίζουν για το λαό και στο όνομα του λαού μετά από απαίτηση του λαού. Όπου τηρείται καθ’ όλα η νομιμότητα και η πολιτική ελευθερία. Όπου οφείλουν να προστατεύουν το λαό και να μην τον δυσαρεστήσουν γιατί αλλιώς δεν θα ξαναψηφιστούν.
Στην Ελλάδα σήμερα οι πολιτικοί απαιτούν θυσίες από το λαό, τονίζουν τα οικονομικά προβλήματα κι εκβιάζουν ότι ή θα αποδεχτούμε τους ευρωπαϊκούς όρους ή θα καταστραφούμε. Περνούν νομοσχέδια απολύσεων, περικόπτουν μισθούς, καταλύουν κοινωνικές παροχές, φορολογούν ανθρώπους που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, αφήνουν ανθρώπους εκτεθειμένους απέναντι στις τράπεζες με δάνεια που δεν μπορούν να ξεχρεώσουν κτλ. κτλ. κτλ. Ταυτόχρονα όταν κάποιος είπε ότι πρέπει να μειωθούν και οι βουλευτές δεν του μιλούσαν στο καφενείο της βουλής καθιστώντας σαφές ότι οι περικοπές αφορούν μόνο εμάς και ποτέ αυτούς. Συνεχίζουν να βολεύουν τα παιδιά τους σε γραφειοκρατικά πόστα μέσα στη βουλή, με μισθούς πρόκληση για την κοινωνία, όπου δεν τίθεται κανένα θέμα περικοπών ή εφεδρείας. Διατυπώνουν απόψεις όπως «Μαζί τα φάγαμε» (προφανώς όμως μαζί δεν θα πληρώσουμε), υιοθετούν το καθεστώς της σκανδαλώδους ατιμωρησίας στα πλαίσια της ασυλίας ή του πολιτικού κόστους ή οτιδήποτε άλλο, καταδικάζουν την κρατική σπατάλη (για την οποία είναι οι κύριοι υπεύθυνοι) χωρίς όμως ποτέ να κατονομάζουν υπευθύνους και συγχρόνως ζητάν από το λαό να σφίξει τα δόντια. Βγαίνουν στη φόρα ποινικά αδικήματα για καταχρήσεις ή δωροδοκίες ή αυθαίρετα σπίτια κτλ χωρίς ποτέ να γίνεται τίποτα. Ακόμα και σε ζητήματα ελάχιστης σημασίας γίνονται προκλητικοί. Απαγόρευαν το κάπνισμα και βάζαν τη δημοτική αστυνομία να κόβει πρόστιμα και παράλληλα κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι ίδιοι κάπνιζαν στο καφενείο της βουλής. Πρόκειται για τον ορισμό της αλαζονείας που αποφασίζει και ταυτόχρονα είναι υπεράνω κάθε νόμου σ’ ένα κράτος τσιφλίκι. Μιλάνε για την αποφυγή της πτώχευσης αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι η κοινωνική αδικία είναι οδυνηρότερη κι από την ίδια την ανέχεια. Ότι η προκλητικότητά τους είναι πιο εμπρηστική κι από τα μέτρα. Διατηρούν πολιτικά γραφεία – αλήθεια σε τι χρησιμεύουν;- επιβαρύνοντας το κράτος και ταυτόχρονα ψηφίζουν την εργασιακή εφεδρεία. Λειτουργούν περισσότερο ως συνδικαλιστική φατρία που εξασφαλίζει τα κεκτημένα της, παρά ως πολιτικοί. Κατά καιρούς ακούγονται απίστευτα πράγματα για δυσθεώρητες δαπάνες, όπως για το μέγαρο μουσικής. Δεν ξέρει πια τι να πιστέψει κανείς. Ζητούν να πέσουν τα μεροκάματα στο ελάχιστο για να έρθουν επενδυτές και να υπάρξει ανάπτυξη. Αφήνουν τον κόσμο εξαθλιωμένο στα χέρια των επενδυτών που θα κάνουν χρυσές δουλειές με το δωρεάν εργατικό δυναμικό που τους προσφέρεται. Είναι οι ίδιοι επενδυτές που αργότερα θα χρηματοδοτήσουν τις προεκλογικές τους εκστρατείες.
Αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο η κατάσταση δεν αλλάζει πολύ. Οι πολιτικοί – φερέφωνα των πολυεθνικών θεσμοθέτησαν την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, δημιουργώντας την κρίση, που είναι καθαρά τεχνητή κι εξαθλιώνει τους ανθρώπους. Τα χρηματιστήρια φούσκες, τα τραπεζικά ομόλογα φούσκες και η μόνιμη ατιμωρησία, σηματοδοτούν την παγκόσμια πολιτική φούσκα κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο. Γιατί η απαξίωση της πολιτικής είναι η αφετηρία κάθε ολοκληρωτισμού. Οι σύγχρονοι πολιτικοί είναι οι οργουελιανοί Ναπολέοντες που πλέον περπατούν με τα δυο τους πόδια. Με μια μικρή διαφορά: αυτούς τους ψηφίζουμε.
Πηγή
Το είδαμε: http://www.katohika.gr/2012/01/blog-post_9242.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου