Παίρνοντας, λοιπόν, το χωματόδρομο που ξεκινά από το παραπλήσιο χωριό "Μουρτζανά", και έπειτα από διαδρομή δεκαπέντε περίπου λεπτών, φτάσαμε στο "Μούσι", όπως το αποκαλούσαν πλέον οι ντόπιοι παραφθείροντας το αρχικό όνομα "Μούσες". Το έρημο χωριό εκτεινόταν σε μικρή έκταση, κτισμένο επάνω σε μια πλαγιά η οποία κατέληγε στο αβαθές και στενό φαράγγι ενός γειτονικού ρυακιού που, αν και ξερό κατά το χρόνο της δικής μας επίσκεψης, θα πρέπει να μάζευε κάποια νερά κατά την περίοδο του χειμώνα.
Τα χαλάσματα που κάποτε αποτελούσαν τα σπίτια του χωριού στέκονταν ακόμα, βουβά και μελαγχολικά μέσα στη σιγαλιά του απογεύματος.
Κανείς απ' όσους είχαμε ρωτήσει δε φαινόταν να έχει μια σαφή απάντηση στο γιατί τελικά το χωριό είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του. Οι περισσότερες απόψεις απέδιδαν το γεγονός σε πρακτικούς λόγους και στη θεωρούμενη ως «μη βολική» θέση στην οποία αυτό βρισκόταν χτισμένο. Όλοι, πάντως, συμφωνούσαν ότι το χωριό είχε εγκαταλειφθεί κάπου μεταξύ της δεκαετίας του '50 και του '60, αν και κανείς δε φαινόταν να γνωρίζει κατά πόσο η εγκατάλειψη του αυτή υπήρξε μαζική ή σταδιακή.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που μας έκαναν εντύπωση καθώς βαδίζαμε στα έρημα πλέον μονοπάτια του χωριού ήταν η σχεδόν οργιώδης βλάστηση που επικρατούσε εκεί, σε αντίθεση με τις γύρω περιοχές.
Πολλά κτίσματα είχαν υποστεί εκτεταμένες φθορές λόγω της μακράς περιόδου ερήμωσης τους.
Υπήρχαν ωστόσο και αρκετά σπίτια τα οποία βρίσκονταν σε πολύ καλή κατάσταση και στέκονταν αλώβητα σχεδόν από την πάροδο του χρόνου.
Ένα παράξενο χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των σπιτιών του χωριού ήταν ότι αυτά διέθεταν πόρτες και παράθυρα με άνοιγμα ασυνήθιστα και αδικαιολόγητα μικρό. Επιπροσθέτως, τα σπίτια αυτά ήταν και εξαιρετικά χαμηλοτάβανα. Υπήρχαν, για παράδειγμα, αρκετά δίπατα σπίτια, το συνολικό ύψος των οποίων ήταν ίσο περίπου με αυτό ενός συνηθισμένου μονόπατου χωριατόσπιτου.
Μέσα στα περισσότερα από τα σπίτια αυτά υπήρχαν εγκαταλελειμμένα πιθάρια, μαγειρικά σκεύη, εργαλεία και, γενικά, αντικείμενα οικιακής χρήσης, το πλήθος και η αξία των οποίων δε δικαιολογούσε την εγκατάλειψη τους αυτή.
Λίγα μέτρα παραπέρα, στον πυθμένα του γειτονικού φαραγγιού, πολυάριθμες μικρές σπηλιές διακρίνονταν ανάμεσα από τα φυλλώματα των δέντρων.
Ενώ σε κάποια σημεία του χωριού όπου οι ρίζες των δέντρων εξείχαν από το χώμα, αυτές καλύπτονταν από ένα γκριζόλευκο παχύ στρώμα, το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, αντιστοιχούσε σε αποικίες κάποιου είδους μύκητα.
Δυστυχώς, μη έχοντας περισσότερο χρόνο στη διάθεση μας ώστε να εξερευνήσουμε λεπτομερέστερα το "Μούσι" και να ζητήσουμε περισσότερες πληροφορίες από τους ντόπιους, εγκαταλείψαμε κι εμείς με τη σειρά μας το μέρος αυτό, με τη σιωπηλή δέσμευση να επανέλθουμε στο μέλλον.
Στο δρόμο της επιστροφής, πάντως, σκεπτόμασταν ένα παλιό στιχάκι που κάποιος είχε θυμηθεί όταν τον είχαμε ρωτήσει σχετικά:
"Α' που 'χει θηλυκό παιδί
στο Μούσι μην το δώσει
γιατί βραδιάζει γρήγορα
κι αργεί να ξημερώσει"
http://iranon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου