Αδιαφορεί γιά την κοινωνική δικαιοσύνη και αναζητά το... «θεοφιλές» και το «όσιο».
Στη δυτική εκπαίδευση διδασκόμαστε για έναν Σωκράτη, ο οποίος έγινε «μάρτυρας» λόγω, υποτίθεται, τής συνέπειάς του στα όσα διακήρυσσε. Ωστόσο ελάχιστη σημασία έχει δοθεί στο τί ήσαν πραγματικά αυτά που δίδασκε, τα οποία έχουν απαράδεκτα εξιδανικευθεί. Με το άρθρο αυτό επιχειρούμε να δώσουμε το ερέθισμα σε κάθε απροκατάληπτο και υποψιασμένο άνθρωπο, ώστε να προσεγγίσει εκ νέου αυτόν τον περιθωριακό φιλόσοφο τής κλασικής αρχαιότητας, ο οποίος σε πολύ μεταγενέστερους αιώνες έγινε φιλοσοφικός μύθος. Ίσως επίσης δοθεί το ερέθισμα μιάς διαφορετικής κατανόησης ορισμένων στυγνών πλευρών και απόψεων τού, εξ ίσου περιθωριακού μαθητή τού Σωκράτη (και επίσης μύθου πολύ μεταγενεστέρων εποχών), Πλάτωνα...
Φρήντριχ Νίτσε |
Οι κατήγοροι ούτε καν εμφανίζονται στο διάλογο. Η αρχική σκηνή είναι απλώς ένα τέχνασμα για την εκκίνηση τού διαλόγου, που σχεδόν δεν έχει σχέση με τη δίκη τού Σωκράτη. Αντί γι΄ αυτή συναντάμε έναν άλλο ενάγοντα, τον Ευθύφρονα, σε μια άσχετη δίκη. Αλλά καθ΄ οδόν έχουμε και μερικές απρόσεχτες αποκαλύψεις για τον Σωκράτη.
Αυτό που κάνει τη δίκη τού Ευθύφρονα ασυνήθιστη είναι, ότι απήγγειλε κατηγορία κατά τού ίδιου τού πατέρα του, εξ αιτίας ενός διπλού φόνου στη φυτεία του στη Νάξο. Ένας από τους σκλάβους τής οικογένειας είχε σκοτωθεί σε μια φιλονικία από έναν έμμισθο εργάτη. Ο πατέρας τού Ευθύφρονα έριξε τον άνθρωπο, δεμένο χειροπόδαρα, σ΄ ένα χαντάκι, ενώ έστελνε με πλοίο αγγελιαφόρο στην Αθήνα, για να ζητήσει θρησκευτική συμβουλή από κάποιον ειδικό, πώς να χειριστεί το φόνο του σκλάβου. Ώσπου να γυρίσει όμως ο αγγελιαφόρος, ο εργάτης πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες. Ο Ευθύφρων αποφάσισε να απαγγείλει κατηγορία εναντίον τού πατέρα του για το θάνατο τού εργάτη.
Ο Σωκράτης χρησιμοποιεί τη συνάντηση με τον Ευθύφρονα για άλλο ένα ανέφικτο κυνήγι μεταφυσικής και σημαντικής. Θέλει να μάθει αν είναι «ευσεβές» και «όσιον» ένας γιός να διώκει δικαστικά τον πατέρα του. Ο διάλογος λοιπόν, αφιερώνεται σε μια αναζήτηση ορισμού τού «θεοφιλούς» και τού «οσίου».
Πουθενά στο μακρύ, περίπλοκο, και μερικές φορές ανιαρό διάλογο δεν ξεστομίζει ο Σωκράτης μια λέξη οίκτου για το φτωχό ακτήμονα εργάτη, ποτέ δεν αναφέρονται τα δικαιώματα του. Ήταν «θεοφιλές» ή δίκαιο να αφεθεί εκτεθειμένος στο κρύο και στην πείνα, ενώ «ο κύριος του» αποφάσιζε με την ησυχία του τί θα τον έκανε; Δεν είχε αυτός δικαίωμα για μια μέρα στο δικαστήριο; Θα μπορούσε ίσως να είχε αποδείξει, ότι η φιλονικία ήταν προσχεδιασμένη ή ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα ή ότι ο φόνος ήταν συμπτωματικός. Όλες αυτές οι απολογίες ήταν γνωστές στον αθηναϊκό νόμο περί ανθρωποκτονίας. Και τώρα, που ο εργάτης είχε πεθάνει από πείνα και έκθεση στο κρύο, δεν απαιτούσε η δικαιοσύνη τη δίκη τού πατέρα του Ευθυφρονα ώστε να αποφασιστεί, άν η δική του συμπεριφορά συνιστούσε ανθρωποκτονία;
Ο Σωκράτης μπορεί να έλεγε σ΄ αυτό το σημείο, ότι δεν υποστήριζε το νόμο ή τη δικαιοσύνη, αλλά τη λογική. Όμως, μπορεί επίσης να υποστηριχθεί, ότι έλλειψη συμπόνιας τον τύφλωσε, ώστε να μή βλέπει τις πραγματικές διαστάσεις τής περίπτωσης και να δημιουργήσει ρωγμή στη λογική του. Το ερώτημα που απασχολούσε περισσότερο το Σωκράτη, σε βαθμό αγωνίας, ήταν άν, υπό τις δεδομένες συνθήκες, ο Ευθύφρων ενήργησε «ευσεβώς» εγείροντας κατηγορία κατά τού ίδιου του τού πατέρα. Αλλά κανένας ορισμός «ευσέβειας» δεν θα τακτοποιούσε το θέμα. Ο Ευθύφρων είχε παγιδευτεί στην κλασική σύγκρουση υποχρεώσεων, που είναι τόσο συχνές στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Είχε την υποχρέωση ενός γιού προς τον πατέρα του και την υποχρέωση ενός ανθρώπου και ενός πολίτη απέναντι στη δικαιοσύνη.
Στην Ορεστεια τού Αισχύλου, κατά παρόμοιο τρόπο, ο καημένος ο Ορέστης φτάνει μέχρι τρέλας εξ αιτίας αυτής τής σύγκρουσης υποχρεώσεων. Ως γιός, είχε υποχρέωση να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του, που όμως δολοφονήθηκε από τη μητέρα του, την Κλυταιμνήστρα, στην οποία επίσης είχε υποχρέωση ως γιός. Ποιό ήταν περισσότερο ιερό; Στον Αισχύλο, η Κλυταιμνήστρα βγάζει έξω το στήθος της και με μια τρομακτική χειρονομία θέτει το ερώτημα: Πώς μπόρεσε το παιδί της να μπήξει το μαχαίρι του στο στήθος, που είχε βυζάξει;
Το πρόβλημα δεν ήταν δυνατόν να λυθεί με κανένα συλλογισμό βασισμένο σε κάποιο αλάνθαστο ορισμό ηθικής ή νομικής φύσης. Ο Αισχύλος τοποθέτησε τη μητροκτονία σ΄ ένα άλλο επίπεδο, διαφορετικό από το νόμο ή τη λογική. Όπως και να οριζόταν η δικαιοσύνη, ήταν ανέφικτη υπό τις παρούσες φοβερές περιστάσεις. Στο τέλος τής τραγωδίας, το αθηναϊκό δικαστήριο το σταμάτησε η Αθηνά. Η θεά - προστάτης τής πόλης έδωσε τη λύση ψηφίζοντας υπέρ τής αθώωσης. Ο οίκτος στάθηκε δυνατότερος από τη δικαιοσύνη.
Αλλά μόνο ο οίκτος μας κάνει να βλέπουμε καθαρά σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Στον Ευθύφρονα, πρέπει να αισθανθεί κανείς συμπόνια γι΄ αυτόν τον άτυχο εργάτη -δεν ξέρουμε ούτε τ’ όνομά του- ώστε να βγούμε από το αδιέξοδο τής λογικής, στο οποίο τελειώνει ο διάλογος. Ο Ευθύφρων, όπως ο Ορέστης, είχε παγιδευτεί σε μια σύγκρουση -μάλλον σύγχυση- υποχρεώσεων, ηθικών, νομικών και πολιτικών. Αυτές δεν προσπαθεί να τις ξεδιαλύνει η άγονη σημαντική τής σωκρατικής ανάκρισης.
Ας δούμε τα θέματα, που παράβλεψε ο Σωκράτης:
1. Πράγματι ο Ευθύφρων είχε την υποχρέωση ενός γιού προς τον πατέρα του. Αλλά ακόμα και σ’ αυτή τη σχέση αντιμετώπιζε αλληλοσυγκρουόμενες υποχρεώσεις. Και βέβαια είναι φοβερό ένας γιός να φέρνει τον πατέρα του στο δικαστήριο. Αλλά, σύμφωνα με τα αθηναϊκά και ελληνικά ήθη, ο πατέρας δεν θα απαλλασσόταν από την ενοχή για το θάνατο τού εργάτη, χωρίς να περάσει από δίκη. Σ΄ αυτή τη δίκη θα μπορούσε να απαλλαγεί από την ενοχή ή, αν κρινόταν ένοχος, να επιτύχει κάθαρση μέσα από την τιμωρία. Αν κανείς άλλος δεν οδηγούσε το γαιοκτήμονα στην κάθαρσή του μέσω δίκης, δεν ήταν καθήκον τού γιού του να αναλάβει αυτή την οδυνηρή υποχρέωση;
2. Ο Ευθύφρων είχε υποχρέωση ως πολίτης να εγείρει κατηγορία ακόμα και εναντίον τού πατέρα του. Στην Αθήνα δεν υπήρχαν δημόσιοι κατήγοροι. Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα -και καθήκον- να εγείρει κατηγορία, όταν παραβιαζόταν ο νόμος· κάτι σαν τη σημερινή «σύλληψη», που επιτρέπει να συλλαμβάνεται κάποιος, όταν διαπράττει έγκλημα. Στην Αθήνα ο πολίτης μπορούσε όχι μόνο να συλλαμβάνει, αλλά και να διώκει. Αυτό ήταν σε πλήρη συμφωνία με την αθηναϊκή αντίληψη τής δημοκρατικής διακυβέρνησης με συμμετοχή.
3. Υπήρχε και μια τρίτη υποχρέωση, που θα ήταν ευκρινής στον αρχαίο Αθηναίο παρατηρητή. Αυτή η υποχρέωση πηγάζει από μια κοινή αίσθηση ανθρωπισμού και ήταν ηθική και πολιτική, όταν την έβλεπε κανείς από δημοκρατική άποψη. Δεν φαίνεται όμως παρά στο τέλος τού διαλόγου, όπου ο Σωκράτης λέει στον κουρασμένο Ευθύφρονα, πως αν δεν ήξερε τί ακριβώς ήταν όσιο και ανόσιο, «σίγουρα δεν θα 'πρεπε να διώκεις για φόνο τον ηλικιωμένο πατέρα σου για χάρη ενός υπηρέτη». Τι διαφορά είχε -ενώπιον τού νόμου ή τής ηθικής- που ο νεκρός ήταν μόνον υπηρέτης; Η λέξη, που χρησιμοποιεί ο Πλάτων, και που μεταφράζουμε υπηρέτη, είναι θης, μια λέξη με ειδική σημασία στη δημοκρατική Αθήνα.
Οι αθηναίοι πολίτες για δύο αιώνες ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις τάξεις για λόγους φορολογίας και για να επιλέγονται ευκολότερα στα δημόσια αξιώματα. Ο χωρισμός γινόταν με βάση τον πλούτο ή την έλλειψή του, σύμφωνα με καταγραμμένη εκτίμηση τής περιουσίας τους. Η κατώτερη και μεγαλύτερη από τις τέσσερις τάξεις ήταν οι θήτες, που είχαν λίγη ή καθόλου περιουσία. Ήταν ελεύθεροι, άνθρωποι φτωχοί, αλλά όχι αναγκαστικά υπηρέτες. Αρχικά, ακόμα και στην Αθήνα, δεν ήταν καθόλου πολίτες. Η παρουσία τους δεν μετρούσε.
Η λέξη θης είναι τόσο παλιά, όσο και ο Όμηρος, όπου σήμαινε έναν έμμισθο εργάτη, σε αντίθεση μ’ ένα σκλάβο. Υπάρχει ένα απόσπασμα στην Ιλιάδα, που μας έρχεται στο μυαλό, καθώς διαβάζουμε τονΕυθύφρονα. Εκεί φαίνεται, ότι ο κύριος ενός θήτη, ο άρχοντας ομηρικός γαιοκτήμονας, μπορούσε να συμπεριφερθεί όσο υπεροπτικά συμπεριφέρθηκε και ο πατέρας τού Ευθύφρονα στον έμμισθο εργάτη του.
Στο εικοστό πρώτο βιβλίο της Ιλιάδας, ο Ποσειδών θυμίζει στον Απόλλωνα πόσο ξεδιάντροπα εξαπατήθηκαν από τον Τρώα ευγενή γαιοκτήμονα, τον Λαομέδοντα. Μεταμφιεσμένοι σε θήτες, είχαν έρθει κάτω στη γη -κατά διαταγή του Δία- και υπηρετούσαν τον Λαομέδοντα «για διάστημα ενός έτους και με κανονισμένο μισθό», χτίζοντας τοίχους και βόσκοντας τα κοπάδια του. Όταν όμως ήρθε η ώρα να πληρωθούν, ο Λαομέδων όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά τους απείλησε να τους κόψει τ΄ αυτιά τους και να τους πουλήσει για σκλάβους άν συνεχίσουν να επιμένουν. Ο Όμηρος λέει, ότι ξαναγύρισαν στον Όλυμπο, απλήρωτοι και «με θυμωμένη καρδιά». Γενικά οι έμμισθοι εργάτες ήταν περισσότερο ανασφαλείς και λιγότερο προστατευμένοι απ΄ ό,τι οι σκλάβοι, που είχαν μια έστω ελάχιστη προστασία και φροντίδα, μιά και αποτελούσαν ιδιοκτησία.
Αυτή είναι μια από τις λίγες φορές στον αριστοκρατικό κόσμο τού Ομήρου, που βλέπουμε το θέμα από τα κάτω. Εδώ ο Όμηρος, για μια στιγμή, ήταν πιο ευαίσθητος στην κοινωνική δικαιοσύνη απ΄ ό,τι ο Σωκράτης στον Πλάτωνα. Στον Ευθύφρονα η κατάσταση τού ελεύθερου εργάτη τής Νάξου φαίνεται, ότι δεν ήταν και πολύ καλύτερη από ό,τι κατά τους ομηρικούς χρόνους. Ο πατέρας τού Ευθύφρονα είχε θυμώσει τόσο πολύ για την απώλεια τού σκλάβου του, που δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τα δικαιώματα του εργάτη του και τον έριξε σ΄ ένα χαντάκι να πεθάνει. Σε καμμιά περίπτωση δεν θα χαρακτηρίζαμε αυτή τη μεταχείριση «όσια». Αλλά αυτή η άποψη ποτέ δεν μπαίνει στο σωκρατικό πεδίο σκέψης. Για τον Σωκράτη ήταν «ένας απλός υπηρέτης».
Ο Ευθύφρων λέει στο Σωκράτη, ότι ο θάνατος τού εργάτη συνέβη, όταν «εμείς», δηλαδή ο Ευθύφρων και ο πατέρας του, «κάναμε γεωργικές εργασίες στη Νάξο» και «αυτός εργαζόταν εκεί στη γη μας». Αυτό που συνέβη στη Νάξο δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί στην Αθήνα. Η Νάξος ήταν ένα εύφορο νησί τού Αιγαίου, που οι Αθηναίοι ελευθέρωσαν κατά τους Περσικούς πολέμους και συμμετείχε στην Ένωση της Δήλου υπό την αθηναϊκή ηγεμονία. Η Νάξος ήταν ένα από τα πρώτα μέλη, που επαναστάτησαν ενάντια στο βαρύ αθηναϊκό ζυγό· όταν υποτάχθηκαν πάλι στην Αθήνα, η γη τής Νάξου δόθηκε σε Αθηναίουςκληρούχους ή αποίκους. Οι πρώην ιδιοκτήτες γης -αυτοί, που ήταν οι πιο τυχεροί- έγιναν έμμισθοι εργάτες στα κτήματα, που κάποτε ήταν δικά τους. Όταν η Αθήνα έχασε τον πόλεμο με τη Σπάρτη, η Νάξος ελευθερώθηκε από τη συμμαχία και οι Αθηναίοι άποικοι έπρεπε να φύγουν. Η γη αποδόθηκε στους πρώην ιδιοκτήτες της. Γι΄ αυτό ο Ευθύφρων μιλάει για γεωργικές εργασίες τού παρελθόντος.
Οι θήτες τής Νάξου κατά την αθηναϊκή κυριαρχία δεν είχαν τα πολιτικά ή άλλα δικαιώματα, που απολάμβαναν οι ακτήμονες εργάτες τής Αθήνας. Στην Αττική ο έμμισθος εργάτης θα δικαζόταν με την κατηγορία, ότι δολοφόνησε ένα σκλάβο. Άν το αφεντικό του τον έριχνε στο χαντάκι να πεθάνει, οι φίλοι ή συγγενείς τού νεκρού θα ασκούσαν στον ιδιοκτήτη δίωξη για ανθρωποκτονία. Αυτό είναι, που κάνει τώρα ο Ευθύφρων για λογαριασμό τού άτυχου εργάτη, που δεν είχε φίλους.
Ο Ευθύφρων αντιμετωπίζεται στο διάλογο σαν ένα είδος φανατικού και προληπτικού ανθρώπου, αλλά η συμπεριφορά του είναι πιο ανθρώπινη και φορτισμένη απ΄ αυτή τού Σωκράτη. Στην αρχή τού διαλόγου, προτού μάθει τα στοιχεία τής ασυνήθιστης περίπτωσης, ο Σωκράτης θεωρεί αυτονόητο, ότι ο Ευθύφρων δεν θα απήγγειλε κατηγορία φόνου κατά τού πατέρα του για κάποιον «αλλότριο» και ρωτάει, άν το θύμα ήταν στενός συγγενής. Ο Ευθύφρων ξαφνιάζεται απ΄ αυτή τη στάση.
«Είναι γελοίο, Σωκράτη», λέει, «να νομίζεις, ότι υπάρχει διαφορά στο άν ο άνθρωπος που πέθανε είναι αλλότριος ή οικείος και να μή βλέπεις, ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να εξεταστεί, άν η πράξη τού φόνου ήταν δίκαια ή όχι... και αν δεν ήταν δίκαια, θα πρέπει κανείς να εγείρει κατηγορία εναντίον τού ανθρώπου που φόνευσε, ακόμα κι άν αυτός κοιμάται στο ίδιο σπίτι και τρώει στο ίδιο τραπέζι (συνέστιος και ομοτράπεζος)».
Ο Ευθύφρων προφανώς θεώρησε, ότι αυτό το καθήκον ξεπερνούσε σε σημασία τις κοινωνικές ή ταξικές διαφορές. Ο Σωκράτης δεν ασχολείται μ΄ αυτή τη θεώρηση. Η ιδέα τής ίσης μεταχείρισης υπό το νόμο ή τής κοινωνικής δικαιοσύνης, ποτέ δεν συζητιέται στο διάλογο. Αλλά το 399 π.Χ., το χρόνο, που υποτίθεται, ότι γίνεται η συζήτηση με τον Ευθύφρονα, την παραμονή ακριβώς τής δίκης τού Σωκράτη, ο αθηναϊκός δήμος είχε ευαισθητοποιηθεί πάνω σ’ αυτό το θέμα, λόγω των πρόσφατων αγώνων κατά της ολιγαρχικής καταστολής τού 411 και τού 404, όταν η τάξη των θητών είχε υποφέρει περισσότερο. Οι θήτες είχαν στερηθεί τα πολιτικά δικαιώματα, που είχαν κερδίσει δύο αιώνες πριν με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα. Οι ηγέτες τους είχαν δολοφονηθεί. Οι φτωχοί είχαν διωχθεί από την Αθήνα. Είχαν χάσει τα σπίτια τους και την πόλη τους. Αν η ανατροπή τής δημοκρατίας είχε σταθεροποιηθεί, θα ήταν εύκολο να συμβεί στην Αττική ό,τι και στη Νάξο, δηλαδή ένας γαιοκτήμονας να παίρνει το νόμο στα χέρια του, όπως έκανε ο πατέρας τού Ευθύφρονα. Ο εργάτης δεν θα είχε δικαιώματα.
Η αδιαφορία, που δείχνει ο Σωκράτης για την τύχη τού έμμισθου εργάτη, θα φαινόταν στους συγχρόνους του ταιριαστή με την αδιαφορία, που έδειξε για την τύχη των θητών το 411 και το 404. Θα μπορούσαν να συμπεράνουν, ότι η έλλειψη συμπόνοιάς του αντανακλά την περιφρόνησή του για τη δημοκρατία. Αυτό θα εξηγούσε, γιατί δεν είχε εγκαταλείψει την πόλη σε καμμιά δικτατορία και δεν είχε λάβει μέρος στην αποκατάσταση τής δημοκρατίας. Δεν ενδιαφερόταν για τα δικαιώματα των φτωχών, ούτε για την κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ τού Ευθύφρονα η στάση ήταν πράγματι δημοκρατική.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελεί απόσπασμα
από το εξαιρετικό για τις σωκρατικές μελέτες
βιβλίο τού I. F. Stone, Η δίκη τού Σωκράτη
(έκδ. Νέα Σύνορα - Λιβάνη),
στο οποίο μπορεί να βρει κάποιος
μια αρκετά παραστατική και έγκυρη εικόνα
τών -απαράδεκτα εξιδανικευμένων- σωκρατικών διδαχών.
Η εισαγωγή, οι εικόνες, ο τίτλος και οι υπότιτλοι
είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας». (Θ.Λ.)
http://logioshermes.blogspot.com/2012/05/blog-post_219.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου